67 χρόνια μετά, η Ανθρώπινη Δράση του Ludwig von Mises παραμένει επίκαιρη…

Του Richard M. Ebeling*… Το μνημειώδες κορυφαίο έργο του Ludwig von Mises Ανθρώπινη Δράση: Μια Πραγματεία στα Οικονομικά, εξεδόθη στις 14 Σεπτεμβρίου 1949. Μέσα στις σχεδόν 7 δεκαετίες που έχουν παρέλθει από την εμφάνισή της, η Ανθρώπινη Δράση έχει αναγνωριστεί ως ένα πραγματικά σπουδαίο, κλασικό έργο της οικονομικής επιστήμης.

Συχνά θεωρείται «κλασικό» ένα διάσημο βιβλίο που θεωρείται ότι έχει προσφέρει πολλά σε έναν τομέα και γίνονται αναφορές σε αυτό ευλαβικά, αλλά σπάνια διαβάζεται. Ο Πλούτος των Εθνών του Άνταμ Σμιθ αποτελεί τυπικό παράδειγμα ενός τέτοιου έργου. Κάθε οικονομολόγος έχει ακούσει για το «αόρατο χέρι» και την ιδέα του ίδιου συμφέροντος που διευρύνει το κοινωνικό συμφέρον μέσα από τον μηχανισμό πρωτοβουλιών της αγοράς, αλλά σήμερα ίσως είναι ελάχιστοι οι οικονομολόγοι που έχουν διαβάσει κάτι παραπάνω από μερικά αποσπάσματα του έργου του Σμιθ.

Εν τούτοις, η Ανθρώπινη Δράση ξεχωρίζει με μοναδικό τρόπο ως ένα κλασικό έργο των οικονομικών. Όχι μόνο μεταξύ των Αυστριακών οικονομικών, αλλά και για έναν αυξανόμενο αριθμό άλλων ανθρώπων, η ευφυής πραγματεία του Mises συνεχίζει να διαβάζεται και να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν ως ακρογωνιαίος λίθος για την κατανόηση της φύσης της ελεύθερης κοινωνίας και των διαδικασιών της οικονομίας της αγοράς.

Έχει μάλιστα αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη σημασία αυτές τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, λόγω της οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει ο κόσμος. Θεωρείται τόσο επίκαιρη όσο και όταν εκδόθηκε το 1949, επειδή τα προβλήματα με τα οποία ασχολήθηκε τόσο στην Ανθρώπινη Δράση όσο και σε πολλά άλλα έργα του ακόμα κυριαρχούν στις συζητήσεις περί δημόσιας πολιτικής της εποχής μας.

Ο κόσμος κατά την έκδοση της Ανθρώπινης Δράσης

Είναι, ίσως, χρήσιμο, να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο κόσμος όταν εμφανίστηκε η Ανθρώπινη Δράση το 1949. Το Σοβιετικό σύστημα κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού είχε επιβληθεί σε όλη την Ανατολική Ευρώπη. Στην Ασία, ο στρατός του Μάο Τσε Τουνγκ ολοκλήρωνε την κατάκτηση του κέντρου της Κίνας. Στη δυτική Ευρώπη, πολλές από τις μεγάλες μη κομμουνιστικές κυβερνήσεις ασκούσαν αυτό που αποκάλεσε ένας επικριτής της ελεύθερης αγοράς «εθνικό κολεκτιβισμό –μια μορφή ελεγχόμενου πληθωρισμού με ελέγχους στις τιμές, τους μισθούς και τα συναλλάγματα, και πολιτικές ‘πλήρους εργασίας’ επηρεασμένες από τον Κέυνς με ελλειμματικές δαπάνες και ‘εύκολο χρήμα’».

Στην Ανθρώπινη Δράση, ο Ludwig von Mises αντιτίθετο σε καθεμιά από αυτές τις τάσεις και τις πολιτικές, όπως και πολλές άλλες στη σύγχρονη κοινωνική φιλοσοφία, τη φιλοσοφία της επιστήμης, και την οικονομική επιστήμη και τη μέθοδο. Αμφισβήτησε τα θεμέλια, τη λογική και τα συμπεράσματα κάθε πλευράς του κολεκτιβισμού του 20ου αιώνα.

Το 1949, τα επιχειρήματα του Mises συχνά αγνοούνταν ή περιφρονούνταν ως παρανοήσεις ενός ανθρώπου ασυντόνιστου με τις πιο «προοδευτικές» ιδέες και οικονομικές πολιτικές της μεταπολεμικής περιόδου. Σε αυτή τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, όμως, είναι φανερό ότι ο Mises αντιλαμβανόταν πολλά περισσότερα από τη συντριπτική πλειονότητα των σύγχρονων οικονομολόγων και των πολιτικών υπερασπιστών τα θεμελιώδη ελαττώματα του σοσιαλισμού, του παρεμβατισμού και του κράτους προνοίας.

Ο Mises, φιλόσοφος που θυμίζει τους Διαφωτιστές

Η Ανθρώπινη Δράση ήταν το αναθεωρημένο και βελτιωμένο αποκύημα της γερμανόγλωσσης πραγματείας Naturalӧkonomie, την οποία είχε εκδώσει ο Mises τον Μάιο του 1940 όταν ακόμα ζούσε στη Γενεύη, λίγο πριν μετακομίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο φίλος του Mises και Αυστριακός οικονομολόγος, Friedrich A. Hayek, είπε σε μια κριτική της Γερμανικής έκδοσης:

Φαίνεται να υπάρχει μια ευρύτητα θέασης και πνεύματος σε όλο το βιβλίο που θυμίζει έναν φιλόσοφο του 18ου αιώνα παρά έναν σύγχρονο ειδικό. Και όμως, ή ίσως εξαιτίας αυτού, ο αναγνώστης νιώθει πιο κοντά στην πραγματικότητα, και αυτή η πραγματικότητα επανέρχεται παντού, από τη συζήτηση τεχνικών όρων μέχρι την εξέταση των σοβαρών προβλημάτων της εποχής μας … Κυμαίνεται από τα γενικά προβλήματα που τίθενται από όλες τις επιστημονικές μελέτες της ανθρώπινης δράσης μέχρι και τα σοβαρά προβλήματα οικονομικής πολιτικής της εποχής μας.

Μετά από μερικούς μήνες εμφανίστηκε άλλη μία κριτική, αυτή τη φορά από τον Walter Sulzbach, έναν επιφανή Γερμανό οικονομολόγο της ελεύθερης αγοράς που ζούσε τότε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και αυτός έδωσε έμφαση στη μοναδικότητα του ανθρώπου και του έργου του. «Ο Mises έχει γράψει ένα αξιομνημόνευτο βιβλίο», είπε ο Sulzbach. «Λίγοι οικονομολόγοι μπορούν να περηφανευτούν ότι έχουν καταφέρει κάτι παρόμοιο. Πρόκειται για το έργο ενός ανθρώπου που συνδυάζει τεράστια γνώση οικονομικής ιστορίας, οικονομικών θεωριών και γεγονότων της εποχής μας με έναν εξ ολοκλήρου λογικό νου».

Και όπως εξήγησε ο Αμερικανός φοιτητής και φίλος του Mises, Murray N. Rothbard, πολλά χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση της Ανθρώπινης Δράσης:

Η Ανθρώπινη Δράση είναι αυτό: το μεγαλύτερο επίτευγμα του Mises και ένα από τα καλύτερα προϊόντα του ανθρώπινου νου στον αιώνα μας. … Εκτός του ότι παρείχε αυτή τη διεξοδική οικονομική θεωρία, η Ανθρώπινη Δράση υπερασπίστηκε την Αυστριακή οικονομική σκέψη εναντίον όλων των μεθοδολογικών αντιπάλων της, εναντίον των ιστορικιστών, των θετικιστών, και των νεοκλασικών πρακτικών των μαθηματικών οικονομικών και της οικονομετρίας. Επίσης, αναβάθμισε την κριτική που άσκησε απέναντι στον σοσιαλισμό και τον παρεμβατισμό.

Η ζωή και η καριέρα του Ludwig von Mises

Ο Ludwig von Mises γεννήθηκε στο Lemberg της Αυστροουγγαρίας στις 29 Σεπτεμβρίου 1881. Ενώ αρχικά ενδιαφερόταν για την ιστορία, αφότου μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης το 1900 στράφηκε στα οικονομικά όταν διάβασε τις Αρχές των Οικονομικών του Carl Menger, ιδρυτή της Αυστριακής Οικονομικής Σχολής. Όσο ήταν στο Πανεπιστήμιο μελετούσε με τον Eugen von Bӧhm-Bawerk, τον άνθρωπο που συνετέλεσε, ίσως, τα μέγιστα για την καθιέρωση της διεθνούς υπόληψης της Αυστριακής Σχολής στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Το 1906 ο Mises έλαβε το διδακτορικό του στη Νομική (εκείνη την εποχή τα οικονομικά αποτελούσαν τμήμα της Νομικής του Πανεπιστημίου της Βιέννης).

Αρχής γενομένης το 1909, ο Mises εργάστηκε στο Εμπορικό Επιμελητήριο Κατασκευών και Βιομηχανιών της Βιέννης ως οικονομικός αναλυτής στο τμήμα οικονομικών, ανελίχθηκε στη θέση του γραμματέα στα χρόνια του μεσοπολέμου και διαδραμάτισε εξέχοντα ρόλο στις συζητήσεις περί οικονομικής πολιτικής που κυριαρχούσαν στην Αυστρία τις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Ζώντας σε ένα ιδεολογικό περιβάλλον κυριαρχούμενο από σοσιαλιστικές, παρεμβατικές και αυξανόμενα ολοκληρωτικές ιδέες, ο ρόλος του ήταν κατά βάση αμυντικός υπέρ του κλασικού φιλελευθερισμού και των πολιτικών της ελεύθερης αγοράς.

Το 1934, ο Mises έγινε δεκτός στη θέση του Καθηγητή Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων στο Μεταπτυχιακό Ινστιτούτο Διεθνών Σπουδών στη Γενεύη. Λίγο αργότερα, αφότου έφτασε στη Γενεύη, ξεκίνησε το σχέδιο που είχε για χρόνια στο μυαλό του, τη συγγραφή μιας διεξοδικής πραγματείας στα οικονομικά που ονομάστηκε Nationalӧkonomie και έπειτα Ανθρώπινη Δράση στην τελική της μορφή.

Μόλις έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1940, εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και τελικά έγινε επισκέπτης Καθηγητής στη Μεταπτυχιακή Σχολή Οικονομικών της Νέας Υόρκης, μια θέση που κράτησε μέχρι τη σύνταξή του στην ηλικία των 88, το 1969. Ο Ludwig von Mises απεβίωσε στις 10 Οκτωβρίου 1973, στα 92 του.

Το νόημα και η λογική της Ανθρώπινης Δράσης

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Mises έγραψε μια σειρά δοκιμίων, στα οποία προέβαλε τη θέση ότι τα οικονομικά ήταν μια ξεχωριστή επιστήμη που εξάγεται από τη γνώση ότι όλες οι κοινωνικές διαδικασίες προκύπτουν από τις επιλογές και τις πράξεις των συμμετεχόντων στην τάξη της κοινωνίας και της αγοράς. Οι προσπάθειες να μειωθεί η συνειδητή και σκόπιμη ανθρώπινη συμπεριφορά και να μελετηθεί βάσει των μεθόδων των φυσικών επιστημών όχι μόνο θα διαστρέβλωνε οποιαδήποτε πραγματική κατανόηση της λήψης αποφάσεων από τους ανθρώπους και των δραστηριοτήτων τους, αλλά και θα δημιουργούσε τη σοβαρά λανθασμένη εντύπωση ότι οι διαδικασίες της αγοράς και της κοινωνίας θα μπορούσαν να αλλαχθούν και να ελεγχθούν πάνω-κάτω όπως μια άψυχη ύλη σε ένα εργαστηριακό πείραμα.

Στην Ανθρώπινη Δράση, αυτό το μοτίβο είχε διυλιστεί και πλήρως αναπτυχθεί. Όλες οι κοινωνικές διεργασίες έχουν τις ρίζες τους και μπορούν να αποδομηθούν βάσει των ανθρώπινων δράσεων και αντιδράσεων. Όντας άνθρωπος ο ίδιος, ο κοινωνικός επιστήμονας μπορεί να πάρει γνώσεις από μια πηγή που δεν είναι διαθέσιμη στον φυσικό επιστήμονα: την ενδοσκόπηση. Δηλαδή, ο κοινωνικός επιστήμονας μπορεί να κοιτάξει μέσα του και να ανιχνεύσει τη λογική και τα επίσημα χαρακτηριστικά των νοητικών διαδικασιών του.

Όπως το έθεσε ο Mises, η «δράση» είναι η λογική που εφαρμόζεται σε έναν σκοπό. Με την κατανόηση της λογικής των νοητικών διαδικασιών του, ο κοινωνικός επιστήμονας μπορεί να κατανοήσει τα βασικά στοιχεία της ανθρώπινης δράσης: αυτός ο άνθρωπος, ως ον με συνείδηση, δεν είναι πάντα ικανοποιημένος από κάποιες πλευρές της ανθρώπινης φύσης του∙ φαντάζεται σκοπούς ή στόχους που θα ήθελε να πετύχει αντί για τις τωρινές ή αναμενόμενες συνθήκες ζωής του∙ και βρίσκει μεθόδους ή μέσα για να δοκιμάσει να τους πετύχει.

Σύντομα, όμως, ανακαλύπτει ότι κάποια από τα μέσα με τα οποία θα μπορούσε να πετύχει κάποιους σκοπούς είναι περιορισμένα σε ποσότητα και σε ποιότητα συγκριτικά με τις πιθανές χρήσεις τους. Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την ανάγκη να επιλέξει μεταξύ των επιθυμητών σκοπών και πρέπει να βάλει κάποιους από αυτούς στην άκρη για λίγο ή για πάντα, ώστε να χρησιμοποιηθούν εκείνα τα μέσα που θεωρεί ότι έχουν μεγαλύτερη σημασία. Εν τούτοις, λίγες αποφάσεις διέπονται εξ ολοκλήρου από κατηγορίες, δηλαδή την επιλογή μεταξύ δύο πραγμάτων. Οι περισσότερες έχουν αυξητική τάση, δηλαδή ο άνθρωπος αφήνει στην άκρη ένα μέρος από έναν σκοπό για να πετύχει σε μεγαλύτερο βαθμό ένα κομμάτι ενός άλλου επιθυμητού σκοπού∙ κατά συνέπεια, οι περισσότερες επιλογές γίνονται βάσει «περιθωρίου».

Ο Mises προέβαλε τη θέση ότι όλα τα περίπλοκα θεωρήματα των οικονομικών έχουν τις ρίζες τους σε αυτά τα βασικά και αυταπόδεικτα αληθινά θεμέλια. Και αυτό προσπαθεί να δείξει στην Ανθρώπινη Δράση με κοφτερή λογική και συχνά σκληρή ρητορική όταν απαντά στους επικριτές του.

Οι «νόμοι» των οικονομικών, επέμενε ο Mises, δεν είναι ανοιχτοί σε ποσοτική επιβεβαίωση, διάψευση ή πρόβλεψη. Οι νόμοι των οικονομικών, με άλλα λόγια, όπως εξήγησε λεπτομερώς ο Mises στην Ανθρώπινη Δράση, είναι λογικές σχέσεις, και όχι εμπειρικές. Γιατί; Επειδή ο άνθρωπος έχει ελεύθερη βούληση, τη δυνατότητα να αλλάζει γνώμη, να φαντάζεται νέες δυνατότητες που κάνουν τις μελλοντικές δράσεις και αντιδράσεις του διαφορετικές από χτες ή σήμερα. Κατά συνέπεια, η αναζήτηση για ποσοτικά οικονομικά που προβλέπουν ντετερμινιστικά πώς θα πάνε οι άνθρωποι και οι αγορές σήμερα, αύριο, ή σε έναν χρόνο, είναι μάταια.

Ο νόμος της ανθρώπινης συνεργασίας και της οικονομίας της αγοράς

Για τον Mises, ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του ανθρώπινου είδους είναι η ανακάλυψη της υψηλότερης παραγωγικότητας μέσα από την κατανομή της εργασίας. Η ανάλυση του συγκριτικού πλεονεκτήματος από τους κλασικούς οικονομολόγους, κάτω από το οποίο η εξειδίκευση στην παραγωγή αύξησε την ποιότητα, την ποσότητα και την ποικιλία των ειδών που είναι διαθέσιμα σε όλους τους συμμετέχοντες στο δίκτυο ανταλλαγών, ήταν κάτι παραπάνω από μια περίπλοκη απόδειξη των αμοιβαίων κερδών από το εμπόριο.

Κατά την άποψη του Mises, όπως την εξέφρασε στην Ανθρώπινη Δράση, ο νόμος του συγκριτικού πλεονεκτήματος είναι στην πραγματικότητα «ο νόμος της ανθρώπινης συνεργασίας». Τα αμοιβαία οφέλη που προκύπτουν από τη μόνιμη και εκτεταμένη εξειδίκευση των δραστηριοτήτων αποτέλεσαν την προέλευση της κοινωνίας και την αρχή για την ανάπτυξη του πολιτισμού.

Ο ορθολογισμός της οικονομίας της αγοράς προκύπτει από την ικανότητά της να κατανείμει τα λίγα μέσα παραγωγής που διαθέτει η κοινωνία για την αποτελεσματικότερη ικανοποίηση της θέλησης των καταναλωτών σε ένα περίπλοκο σύστημα κατανομής του μόχθου, δηλαδή να φροντίσει ώστε τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι άνθρωποι χρησιμοποιούνται με τρόπο που αποδίδει τα μέγιστα όπως εκφράζονται από τις ελεύθερες επιλογές των συμμετεχόντων στην αγορά. Αυτό απαιτεί κάποια μέθοδο μέσω της οποίας μπορούν να ανακαλυφθούν εναλλακτική χρήσεις αυτών των μέσων τη σχετική τους αξία σε αυτές τις ανταγωνιστικές εφαρμογές.

Οι οικονομικοί υπολογισμοί ως «πυξίδα» της δράσης της αγοράς

Για αυτό τον λόγο, ένα κεντρικό θέμα που διέπει την Ανθρώπινη Δράση είναι η επιμονή του Mises στην ουσιώδη σημασία των οικονομικών υπολογισμών. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οι σοσιαλιστές ήταν βέβαιοι ότι οι θεσμοί της οικονομίας της αγοράς μπορούσαν να εξαλειφθούν –είτε με ειρηνικά δημοκρατικά μέσα είτε με βίαιες επαναστάσεις- και να αντικατασταθούν με την άμεση ιδιοκτησία ή και τον έλεγχο των μέσων παραγωγής από την κυβέρνηση χωρίς απώλειες στην οικονομική παραγωγικότητα και αποτελεσματικότητα.

Η μνημειώδης συνεισφορά του Mises σε ένα από τα προηγηθέντα έργα του, τον Σοσιαλισμό (1922) ήταν η απόδειξη ότι μόνο με τις τιμές της αγοράς που εκφράζονται με ένα μέσο συναλλαγών (το χρήμα) θα μπορούσαν να ληφθούν ορθολογικές αποφάσεις για τη χρήση και την εφαρμογή της πληθώρας μέσων παραγωγής ώστε να εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη ικανοποίηση των διαφόρων ανταγωνιστικών καταναλωτικών απαιτήσεων στην κοινωνία.

«Οι χρηματικοί υπολογισμοί είναι το αστέρι που καθοδηγεί τις δράσεις μας υπό την κατανομή του μόχθου», διακήρυξε ο Mises στην Ανθρώπινη Δράση, όπου βελτίωσε τις θέσεις του και απάντησε στους επικριτές του και υπερμάχους του κολεκτιβισμού. «Είναι η πυξίδα του ανθρώπου που μπαίνει στην παραγωγή».

Η σημασία της διαδικασίας του ανταγωνισμού, όπως την είχε περιγράψει ο Mises σε ένα προηγούμενο έργο του, τον Φιλελευθερισμό (1927), είναι ότι διευκολύνει «τη διανοητική κατανομή του μόχθου που βασίζεται στην συνεργασία μεταξύ όλων των επιχειρηματιών, των ιδιοκτητών γης και των εργαζομένων ως παραγωγών και καταναλωτών στη διαμόρφωση των τιμών της αγοράς. Χωρίς αυτήν, όμως, η ορθολογικότητα, δηλαδή η δυνατότητα οικονομικών υπολογισμών, δεν μπορεί να υπάρξει».

Ο οικονομικός παραλογισμός του κεντρικού σχεδιασμού και παρεμβατισμού

Μια τέτοια ορθολογική χρήση των μέσων παραγωγής ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες είναι αδύνατη σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα σοσιαλιστικού κεντρικού σχεδιασμού, επέμεινε για άλλη μια φορά στην Ανθρώπινη Δράση. Ο Mises ρώτησε, πώς θα γνωρίζουν οι σοσιαλιστές τις καλύτερες χρήσεις για τα μέσα παραγωγής υπό τον έλεγχό τους χωρίς αυτές τις τιμές που διαμορφώνονται από την αγορά;

Χωρίς την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, δεν θα υπήρχε τίποτα (νομικά) για να αγοράσει και να πουλήσει κανείς. Χωρίς την δυνατότητα αγοραπωλησιών, δεν θα υπήρχε προσφορά και ζήτηση και, κατά συνέπεια, καμία διαπραγμάτευση σχετικά με τους όρους του εμπορίου μεταξύ ανταγωνιστικών αγοραστών και πωλητών. Χωρίς τις διαπραγματεύσεις του ανταγωνισμού της αγοράς δεν θα υπήρχαν, βέβαια, αμοιβαία συμφωνημένοι όροι συναλλαγών. Χωρίς συμφωνημένους όρους συναλλαγών, δεν θα υπήρχαν πραγματικές τιμές αγοράς. Και χωρίς αυτές τις τιμές, πώς θα ξέρουν οι σχεδιαστές της οικονομίας το κόστος ευκαιρίας και κατά συνέπεια τις χρήσεις με την υψηλότερη αξία με τις οποίες μπορούν ή πρέπει να χρησιμοποιηθούν αυτοί οι πόροι; Με την εξάλειψη της ιδιοκτησίας, και κατά συνέπεια των συναλλαγών και των τιμών της αγοράς, οι σχεδιαστές δεν θα είχαν τα απαραίτητα θεσμικά και πληροφοριακά εργαλεία ώστε να κρίνουν τι να παράγουν ή όχι ώστε να μειώσουν τις ζημίες και την αναποτελεσματικότητα.

Για αυτό τον λόγο διακήρυξε ο Mises το 1931

Τόσο από πολιτική, όσο και από ιστορική άποψη, αυτή η απόδειξη [της ‘αδυναμίας’ του σοσιαλιστικού σχεδιασμού] είναι βέβαια η πιο σημαντική ανακάλυψη της θεωρίας των οικονομικών … Αυτή μόνο θα βοηθήσει τους μελλοντικούς ιστορικούς να αντιληφθούν πώς τελικά η νίκη του σοσιαλιστικού κινήματος δεν οδήγησε στη δημιουργία της σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων.

Ταυτόχρονα, όπως δείχνει ο Mises στην Ανθρώπινη Δράση τις εγγενείς ανομοιογένειες οποιουδήποτε συστήματος τμηματικής πολιτικής παρέμβασης στην οικονομία της αγοράς, οι έλεγχοι στις τιμές και οι περιορισμοί στην παραγωγή και στις αποφάσεις των επιχειρηματιών επιφέρουν διαστρεβλώσεις και ανισορροπίες στη σχέση αγοράς-ζήτησης, καθώς και περιορισμούς στην πιο αποτελεσματική χρήση των πόρων στην υπηρεσία των καταναλωτών.

Ο παρεμβαίνων διαθέτει τις επιλογές της εισαγωγής νέων ελέγχων και κανονισμών σε μια προσπάθεια να αμβλύνει τις διαστρεβλώσεις και τις ανισορροπίες που έχουν προκαλέσει οι προηγούμενες παρεμβάσεις, ή της αναίρεσης των παρεμβατικών ελέγχων και κανονισμών ώστε να επιτρέψει στην αγορά να είναι ελεύθερη και ανταγωνιστική. Οι αλλεπάλληλες θεσπίσεις τμηματικών παρεμβάσεων βασίζονται σε μια λογική επέκτασης της κυβέρνησης που θα μπορούσε να οδηγήσει τελικά στην πλήρη κρατική διαχείριση όλης της οικονομίας. Κατά συνέπεια, η σταθερή εφαρμογή του παρεμβατισμού θα μπορούσε να οδηγήσει αυξητικά στον σοσιαλισμό.

Ο χειρισμός του χρήματος και ο επιχειρηματικός κύκλος

Η πιο επιζήμια μορφή κυβερνητικής παρέμβασης, κατά την άποψη του Mises, είναι ο πολιτικός έλεγχος και χειρισμός του χρήματος. Μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές του Mises στα οικονομικά ήταν το έργο του Η Θεωρία του Χρήματος και των Πιστώσεων (1912), του οποίου ακολούθησε Η Σταθεροποίηση του Χρήματος και η Κυκλική Πολιτική (1928).

Εν αντιθέσει με τους Μαρξιστές και τους Κεϋνσιανούς, ο Mises δεν θεωρούσε τις αλλαγές που συνέβαιναν στον επιχειρηματικό κύκλο ένα εγγενές και αναπόδραστο χαρακτηριστικό της ελεύθερης αγοράς. Τα κύματα πληθωρισμών και κρίσεων ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής παρέμβασης στο χρήμα και το τραπεζικό σύστημα. Και μια τέτοια περίπτωση ήταν και η μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930, είπε ο Mises.

Έδωσε μια πλουσιότερη και συστηματικότερη έκθεση της θεωρίας του στην Ανθρώπινη Δράση. Κάτω από πολλές πολιτικές και ιδεολογικές πιέσεις, η κυβέρνηση είχε το μονοπώλιο του ελέγχου στο νομισματικό σύστημα. Χρησιμοποίησαν την ικανότητα να τυπώνουν χρήματα από του αυτομάτου μέσα από τα τυπογραφεία ή στα λογιστικά βιβλία ώστε να χρηματοδοτούν τα κυβερνητικά ελλείμματα και να μειώνουν τεχνητά τα επιτόκια για να διεγείρουν αυξήσεις στις επενδύσεις χωρίς αντίκρισμα.

Αυτές οι χρηματικές επεκτάσεις πάντα έτειναν να διαστρεβλώνουν τις τιμές της αγοράς οδηγώντας στην κακή διαχείριση των πόρων, μεταξύ αυτών και του μόχθου, και κακές επενδύσεις κεφαλαίων. Η πληθωριστική αύξηση που προκαλείται από μια τεχνητή επέκταση του χρήματος και των τραπεζικών πιστώσεων θέτει το υπόβαθρο για μια οικονομική καταστροφή. Με την διαστρέβλωση των επιτοκίων –της τιμής της αγοράς για τους δανεισμούς- οι αρχές δημιουργούν ανισορροπίες στις αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις, με την ανάγκη για αναπόφευκτες διορθώσεις.

Η φάση της «ύφεσης» ή της «κρίσης» του επιχειρηματικού κύκλου προκύπτει όταν οι αρχές περί χρημάτων και πιστώσεων επιβραδύνουν ή σταματάνε επιπλέον αυξήσεις στην παροχή χρημάτων. Οι ανισορροπίες και οι διαστρεβλώσεις γίνονται ορατές, με κάποια επενδυτικά σχέδια να υποβαθμίζονται ή να απορρίπτονται ως απώλειες, με την ανακατανομή του μόχθου και άλλων πόρων σε εναλλακτικές, πιο επικερδείς θέσεις εργασίας, και, μερικές φορές, σημαντικές προσαρμογές και μειώσεις σε μισθούς και τιμές για να έρθουν σε ισορροπία η προσφορά και η ζήτηση.

Η Κεϋνσιανή επανάσταση της δεκαετίας του 1930, η οποία κυριάρχησε στις συζητήσεις περί οικονομικής πολιτικής μετά τον Β’ Παγκόσμιο, βασίστηκε σε μια θεμελιώδη παρανόηση του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς. Αυτό που ο Κέυνς ονόμασε «αθροιστική αποτυχία ζήτησης» (για να εξηγήσει την υψηλή και παρατεταμένη ανεργία) έστρεψε την προσοχή μακριά από την πραγματική αιτία της μερικής ή ανεπαρκούς απασχόλησης: την αποτυχία των παραγωγών και των εργαζομένων από την «πλευρά της προσφοράς» στην αγορά να κοστολογήσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους σε επίπεδα που θα πλήρωναν αυτοί που θα τα ζητούσαν. Η ανεργία και οι αδρανείς πόροι είναι προβλήματα που αφορούν τις τιμές και όχι τη διαχείριση της ζήτησης. Ο Mises θεωρούσε ότι τα Κεϋνσιανά οικονομικά δεν ήταν τίποτα παρά μια δικαιολογία για τις ομάδες ειδικών συμφερόντων, όπως οι εμπορικοί συνεταιρισμοί, που δεν ήθελαν να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα της προσφοράς και της ζήτησης, και σε αυτό που θεωρούσε η αγορά ως πραγματική αξία.

Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από μια λειτουργική οικονομία ελεύθερης αγοράς

Κατά συνέπεια, το συμπέρασμα του Mises στην Ανθρώπινη Δράση με την ανάλυση του σοσιαλισμού και του παρεμβατισμού, συμπεριλαμβανομένης και της νομισματικής παρέμβασης, ήταν ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από μια πλήρως ανεμπόδιστη οικονομία ελεύθερης αγοράς –και μία που περιλαμβάνει ένα χρηματικό σύστημα βασισμένο στην αγορά, όπως ο κανόνας του χρυσού.

Και ο σοσιαλισμός και ο παρεμβατισμός αποτελούν, αντίστοιχα, μη λειτουργικά και ασταθή υποκατάστατα του καπιταλισμού. Ο κλασικός φιλελεύθερος υπερασπίζεται την ιδιοκτησία και την οικονομία ελεύθερης αγοράς, επιμένει ο Mises, επειδή είναι το μόνο σύστημα κοινωνικής συνεργασίας που δίνει πολλά περιθώρια για ελευθερία και προσωπική επιλογή σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, ενώ δημιουργεί τα θεσμικά μέσα για τον συντονισμό των δράσεων δισεκατομμυρίων ανθρώπων με τον λογικότερο οικονομικά τρόπο.

Αλλά η καρδιά του παρεμβατικού συστήματος είναι ο κυβερνητικός έλεγχος του νομισματικού συστήματος –φυσικά, είναι ένα σύστημα κεντρικού νομισματικού σχεδιασμού μέσα από τον θεσμό της κεντρικής τράπεζας. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου, ο Γερμανός οικονομολόγος της ελεύθερης αγοράς Gustav Stolper, εξόριστος στην Αμερική, επεσήμανε στο βιβλίο του Αυτή η εποχή των μύθων (1942):

Μετά βίας αντιλαμβάνονται οι υπέρμαχοι του καπιταλισμού σε τι βαθμό έχουν ματαιωθεί τα ιδεώδη τους από τη στιγμή που το κράτος πήρε τον έλεγχο του νομισματικού συστήματος … Ένας «ελεύθερος» καπιταλισμός με την κυβέρνηση να είναι αρμόδια για το χρήμα και τις πιστώσεις έχει χάσει την αγνότητά του. Από αυτό το σημείο και πέρα, δεν είναι πλέον θέμα αρχής αλλά θέμα σκοπιμότητας πόσο θα επιτρέψει κανείς να επεκταθεί ο κυβερνητικός παρεμβατισμός. Ο έλεγχος του χρήματος είναι ο υπέρτατος και ο διεξοδικότερος κυβερνητικός έλεγχος μετά την απαλλοτρίωση.

Ο Stolper συνέχισε:

Σήμερα υπάρχει μόνο ένας σταθερός φιλελεύθερος θεωρητικός που υπερασπίζεται τον ελεύθερο, ανεξέλεγκτο ανταγωνισμό μεταξύ τραπεζών ως προς τη δημιουργία χρήματος. Ο Ludwig von Mises, η διανοητική επίδραση του οποίου στον σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό ήταν πολύ ισχυρή, δεν έχει ωθήσει ούτε έναν να ενστερνιστεί αυτή την ακραία άποψη.

Μέσα στις σελίδες της Ανθρώπινης Δράσης, ο Mises ασχολείται λεπτομερώς με τα πλεονεκτήματα και τα οφέλη ενός ιδιωτικού, ανταγωνιστικού τραπεζικού συστήματος βασισμένου σε ένα αγαθό όπως ο χρυσός. Ευτυχώς, τα τελευταία 30 χρόνια περίπου, η ανάλυση και η υπεράσπιση ενός ιδιωτικού και ανταγωνιστικού τραπεζικού συστήματος βασισμένου στο χρυσό απέναντι στο κυβερνητικό μονοπωλιακό κεντρικό τραπεζικό σύστημα από τον Mises έχει αρχίσει να κερδίζει αρκετούς Αυστριακούς οικονομολόγους και άλλους υπερμάχους.

Όταν κάτι είναι πολύ μεγάλο για να αποτύχει, δημιουργείται ηθικός κίνδυνος

Από τότε που ξεκίνησε η οικονομική κρίση του 2008-2009, έχει συχνά προβληθεί το επιχείρημα ότι κάποιες τράπεζες είναι πολύ μεγάλες για να αποτύχουν, ότι οι καταθέτες πρέπει να έχουν εγγύηση και προστασία για τα διάφορα είδη λογαριασμού που έχουν και ότι οι συνέπειες της προσαρμογής των αγορών στην πραγματικότητα μετά την οικονομική ανάπτυξης θα ήταν πολύ οδυνηρές. Ο Mises απάντησε σε αυτά τα επιχειρήματα το 1928, πριν ξεκινήσει το κραχ του 1929, και στις σελίδες της Ανθρώπινης Δράσης, με μια προειδοποίηση περί «ηθικού κινδύνου», του κινδύνου ενίσχυσης της επανάληψης λανθασμένων αποφάσεων αν η κυβέρνηση ξελασπώνει τα λάθη που γίνονται στην αγορά:

Σε κάθε περίπτωση, η πρακτική της παρέμβασης προς όφελος των τραπεζών, η οποία έχει καταστεί άλυτη από την κρίση, και των πελατών αυτών των τραπεζών, έχει οδηγήσει στην εξάλειψη των δυνάμεων της αγοράς που θα μπορούσαν να βοηθήσουν να αποτραπεί μια τέτοια επέκταση, με τη μορφή μιας νέας ακμής, και την κρίση που αναπόφευκτα ακολουθεί. Αν οι τράπεζες βγουν από την κρίση αλώβητες, ή με ελάχιστες αδυναμίες, τότε τι άλλο μένει για να εμποδιστούν και να μην κάνουν άλλη μια προσπάθεια να μειώσουν τεχνητά τα επιτόκια στα δάνεια και να αυξήσουν την κυκλοφορία των πιστώσεων; Αν επιτρεπόταν στην κρίση να κάνει τον κύκλο της ανελέητα, φέρνοντας την καταστροφή των επιχειρήσεων που δεν μπορούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, τότε όλοι οι επιχειρηματίες –όχι μόνο οι τράπεζες, αλλά και οι άλλοι επιχειρηματίες- θα ήταν πολύ πιο προσεκτικοί στην χορήγηση και στη χρήση των πιστώσεων μελλοντικά. Αντίθετα, η κοινή γνώμη είναι υπέρ της χορήγησης βοήθειας στην κρίση. Έπειτα, μόλις τα χειρότερα τελειώσουν, οι τράπεζες ωθούνται σε μια νέα επέκταση κυκλοφορίας πιστώσεων.

Η Ανθρώπινη Δράση του Mises παραμένει επίκαιρη

Όπως υπήρχε μια αυξανόμενη τάση για περισσότερη και μεγαλύτερη κυβέρνηση λίγο πριν τη συγγραφή της Ανθρώπινης Δράσης, έτσι και σήμερα υπάρχουν ακόμα πολλοί σε όλο το πολιτικό φάσμα οι οποίοι ζητούν μια παρόμοια επέκταση της κυβερνητικής παρουσίας και κυριαρχίας στη ζωή της κοινωνίας, ειδικά στην υγεία, την εκπαίδευση, και τον τομέα της ενέργειας –όπως και ακόμα μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στις οικονομικές και κεφαλαιακές αγορές.

Αλλά από πού θα προέλθει όλο αυτό το χρήμα για να χρηματοδοτηθεί όλο αυτό το μέγεθος του εκτεταμένου πολιτικού πατερναλισμού; Στην Αυστρία της μεσοπολεμικής περιόδου των δεκαετιών του 1920 και του 1930, ο Mises είχε δει και είχε εξηγήσει τις συνέπειες των ανεξέλεγκτων κυβερνητικών δαπανών που οδήγησαν στο «φάγωμα των σπόρων καλαμποκιού» -την κατανάλωση κεφαλαίου.

Ο Mises προειδοποίησε για αυτόν τον κίνδυνο, επίσης, στην Ανθρώπινη Δράση, και το γεγονός ότι πρέπει να υπάρχει ένα σημείο όπου το παρεμβατικό κράτος πρόνοιας θα έχει εξαντλήσει «τα χρήματα που έχει βάλει στην άκρη» από τον συσσωρευμένο πλούτο, και μετά από το σημείο αυτό η σπατάλη του κεφαλαίου γίνεται η μόνη βάση για την εκπλήρωση των οικονομικών αναγκών του αναδιανεμητικού κράτους. Αυτοί που είναι τώρα κυβερνώντες στην Ουάσιγκτον φαίνονται αποφασισμένοι να επιφέρουν κάτι τέτοιο τις επόμενες δεκαετίες.

Κατά συνέπεια, πολλές από τις πολιτικοοικονομικές τάσεις που δημιουργήθηκαν μετά την έκδοση της Ανθρώπινης Δράσης το 1949 δεν έχουν καταφέρει να μειώσουν τη σημασία της σκέψης του Mises και της βαθιάς ανάλυσης της διάταξης της αγοράς και των κολεκτιβιστικών εναλλακτικών της. Φυσικά, οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες του κόσμου μας σήμερα καθιστούν επίκαιρη την πραγματεία του Mises σε σημείο που δεν επιτευχθεί παρά από ελάχιστα άλλα έργα του περασμένου αιώνα. Αυτό οδηγεί στο να διαβάζεται από ολοένα και περισσότερους σήμερα, αντί να είναι ένα «κλασικό» έργο που μαζεύει σκόνη σε ένα ράφι.

Αν αρκετοί άνθρωποι ανακαλύψουν και ξαναβρούν τις διαχρονικές αξίες της Ανθρώπινης Δράσης, οι ιδέες του von Mises μπορούν να μας βοηθήσουν να αποτρέψουμε την αυξανόμενη πορεία προς ένα τεράστιο κράτος.

*Ο Richard M. Ebeling είναι Διακεκριμένος Καθηγητής Ηθικής και Ηγεσίας Ελεύθερης Επιχειρηματικότητας στη Στρατιωτική Σχολή της Νότιας Καρολίνα. Είναι πρώην Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Northwood, θήτευσε ως πρόεδρος του FEE (2003-2008), υπήρξε Καθηγητής Οικονομικών στη θέση Ludwig von Mises στο Hillsdale College (1988-2003) του Μίσιγκαν και αντιπρόεδρος ακαδημαϊκών ζητημάτων για το Future of Freedom Foundation (1989-2003).
fff.org