Αιγαίο, μια φουρτουνιασμένη θάλασσα…

Ο Αλέξης απερίσπαστος θα ασχοληθεί και με την εξωτερική πολιτική, μόλις βρεθεί η λύση για τη διαμονή της “τρόικα+1” και τελειώσει η διαδικασία της διασταύρωσης των στοιχείων.

Μέχρι τότε θα καλύπτεται από τις ενέργειες του υπουργού εξωτερικών, που διακρίθηκε προσφάτως για την ικανότητά του να χορεύει macarena. Φυσικά με τους νέους υφυπουργούς, μπορεί να δούμε ακόμη και το χορό της κοιλιάς.

Η Τουρκία πιέζεται και βομβαρδίζει Κούρδους και “Ισλαμικό Κράτος” στη Συρία, επειδή όμως ονειρεύονται “τα τείχη της Βιέννης” επόμενο είναι ότι θα “βγουν” στο Αιγαίο…

Η πρώτη πολιορκία της Βιέννης ήταν σημαντικός σταθμός στην γεωπολιτική εξέλιξη της Ευρώπης.

Η Βιέννη αντιστάθηκε γενναία, αντέχοντας την πολιορκία και απέκρουσε τις επιθέσεις των Τούρκων. Αν η Βιέννη είχε καταρρεύσει, οι Τούρκοι στη συνέχεια θα είχαν καταλάβει όλη την Ευρώπη μέχρι τις όχθες του Ρήνου, και το θαύμα της αναγέννησης δεν θα είχε πραγματοποιηθεί, ούτε και η σημερινή πραγματικότητα θα είχε γίνει. Η αναχαίτιση της πρώτης πολιορκίας της Βιέννης έσωσε την Ευρώπη από την δουλεία και τον μαρασμό.

O Τούρκος πρωθυπουργός Νταβούτογλου, στο βιβλίο του “Στρατηγικό βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας”, προσεγγίζει το Κυπριακό εστιάζοντας σε δύο κύριους άξονες: στην ανθρώπινη αξία και τη γεωστρατηγική σημασία. Η ανθρώπινη αξία αφορά τη μουσουλμανική τουρκική κοινότητα. Η γεωστρατηγική σημασία εδράζεται στη θέση της Κύπρου, η οποία την καθιστά κέντρο σύνδεσης που μπορεί να ελέγχει τις θαλάσσιες οδούς Ευρασίας – Αφρικής.

Θεωρεί ότι η Κύπρος κατέχει κεντρική θέση στην “Παγκόσμια Ήπειρο”, θέση καίρια για τις στρατηγικές συνδέσεις Ευρώπης – Ασίας – Αφρικής. Διατυπώνει δε την άποψη ότι το Κυπριακό αποτελεί ζήτημα Ευρασίας και Μέσης Ανατολής – Βαλκανίων (ή Δυτικής Ασίας – Νοτιοανατολικής Ευρώπης) και εκτιμά ότι η πολιτική επ’ αυτού πρέπει να τεθεί σε ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο.

Η άποψη του κ.Νταβούτογλου είναι ότι ακόμη και εάν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος στην Κύπρο, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα, καθόσον δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα νησί το οποίο βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου.

Θεωρεί ότι δεν αποτελεί το Κυπριακό ένα συνηθισμένο ελληνοτουρκικό εθνοτικό ζήτημα, ούτε απλώς μια χρονίζουσα ελληνοτουρκική ένταση. Στόχος της Τουρκίας είναι να αποσυνδεθεί το Κυπριακό από το θέμα της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να μην αναμιχθεί ενεργά η Ευρώπη στην επίλυσή του και να καταστεί περισσότερο ενεργός ο ρόλος του ΟΗΕ και των ΗΠΑ.

Ο κ. Νταβούτογλου υποστηρίζει ότι το πλεονέκτημα που απέκτησε η Τουρκία το 1974 πρέπει να αξιοποιηθεί όχι ως στοιχείο αμυντικής πολιτικής για τη διαφύλαξη του “status quo”, αλλά ως θεμελιώδες στήριγμα μιας νέας διπλωματικής φύσεως επιθετικής “θαλάσσιας στρατηγικής”.

Σε ότι αφορά το Αιγαίο, έχουμε από τη μία πλευρά το νομικό καθεστώς, το σύνολο δηλαδή των διεθνών συμβάσεων που έχουν υπογραφεί από την Ελλάδα και την Τουρκία, και από την άλλη το “status quo” που είναι η έμπρακτη άσκηση δικαιωμάτων ή “προβολής ισχύος” στο χώρο, πέρα από τα αδιαμφισβήτητα όρια κυριαρχίας.

Το νομικό καθεστώς διέπεται από τις Συμφωνίες-Συνθήκες της Λωζάννης (το 1923), του Μοντρέ (το 1936) και των Παρισίων (το 1947), χωρίς να έχει γίνει καμία προσθήκη έκτοτε, και αλλάζει με την υπογραφή νέων συμφωνιών. Αντίθετα το “status quo” της περιοχής τις τελευταίες δεκαετίες αλλάζει σταδιακά.

Άλλο “status quo” υπήρχε πριν το 1974 που η Τουρκία σεβόταν τα 10 ναυτικά μίλια της Ελλάδας στο Αιγαίο, άλλο υπήρξε μετά το 1974, άλλο όταν άρχισαν οι παραβιάσεις (μετά το 1978), άλλο όταν κλιμακώθηκαν οι παραβιάσεις (μετά το 1982), άλλο πριν τη διακήρυξη του “casus belli” (το 1995), άλλο πριν τη διακήρυξη των “γκρίζων ζωνών” (το 1996 μετά τα Ίμια) και άλλο σήμερα με τις υπερπτήσεις κατοικημένων ελληνικών νησιών (Φαρμακονήσι, Αγαθονήσι, Καστελόριζο).

Το “status quo” προσδιορίζεται από εκατέρωθεν πρακτικές που γίνονται “de facto” “αποδεκτές”, αλλάζει δε όταν η μία πλευρά επεκτείνει τις πρακτικές της και η άλλη δεν αντιδρά ή, παρά την αντίδρασή της, αναγκάζεται να “αναδιπλωθεί”.

Εν προκειμένω η πλευρά που επεκτείνεται είναι η Τουρκία ενώ η Ελλάδα κατά κανόνα αναδιπλώνεται, με αποτέλεσμα η κλιμάκωση της τουρκικής πολιτικής αναφορικά με τις διεκδικήσεις της να ανατρέπει το “status quo” δοκιμάζοντας τα ελληνικά αντανακλαστικά. Έχει δημιουργηθεί μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο νομικό καθεστώς που έχει μείνει αναλλοίωτο και το “status quo” που έχει αλλάξει αισθητά.

Η Τουρκία με βάση την αναντιστοιχία αυτή ζητά να τροποποιηθεί το νομικό καθεστώς προς όφελός της, ώστε οι πρακτικές της να καταστούν νόμιμες. Η Ελλάδα πιστεύει ότι αφού καλύπτεται από το διεθνές δίκαιο, αυτό και μόνο αρκεί για να αναχαιτίσει την Τουρκία, επιπλέον δε ότι στην περίπτωση που η Τουρκία δεν συγκρατηθεί, η διεθνής κοινότητα θα σπεύσει να τη συνετίσει.

Η Ελλάδα όσο αρκείται να καταγγέλλει την επιθετικότητα της Τουρκίας χωρίς όμως να τολμά να τη σταματήσει εμπράκτως, εμφανίζεται εκ του αποτελέσματος ότι επιμένει σε δικαιώματα που η ίδια δεν μπορεί να προασπιστεί.

Για να μη βρεθεί η ελληνική πλευρά στη δυσμενή θέση να αποδεχθεί αναθεώρηση του νομικού καθεστώτος στο Αιγαίο εις βάρος της, είναι υποχρεωμένη να ανακόψει την τουρκική επιθετικότητα και να σταματήσει τη συνεχή επιδείνωση του “status quo”, καθιστώντας σαφές ότι η Τουρκία παίρνει μεγάλα ρίσκα εάν θεωρεί δεδομένη την παθητικότητα στις προκλήσεις της.

Η αναθεώρηση μιας πολιτικής που ασκείται κατά βάση με διαβήματα και χαρακτηρίζεται από αντίδραση σε προκλήσεις και όχι από δράση με σκοπό την προώθηση των εθνικών συμφερόντων είναι επιβεβλημένη.

Η απαγκίστρωση από αντιλήψεις που είναι προσηλωμένες σε στερεότυπα και η προσαρμογή στα δυναμικά δεδομένα που συνεχώς αναδιαμορφώνονται στην εγγύς και ευρύτερη περιοχή είναι απαραίτητη.

Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε με αποφασιστικότητα και με δραστικές πρωτοβουλίες την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, λαμβάνοντας υπόψη σε κάθε περίπτωση το “λελογισμένο ρίσκο” (calculated risk).

Η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να είναι αποξενωμένη από τη φαντασία, πρέπει να σχεδιάζεται με θάρρος και να ασκείται με αυτοπεποίθηση.