Οι ελληνικές τράπεζες εκθέτουν τις αδυναμίες της Ευρώπης…

Τώρα που η Ελλάδα έχει επιβιώσει της τελευταίας διαμάχης με τους Ευρωπαίους πιστωτές της και των πρόωρων εκλογών, βρίσκεται αντιμέτωπη με μία ακόμη δοκιμασία: να δώσει πνοή στο παραλυμένο τραπεζικό της σύστημα. Οι ατέλειες της νέας τραπεζικής ένωσης της Ευρώπης θα κάνουν αυτή τη δουλειά δυσκολότερη από ό,σο θα έπρεπε να είναι.

Οι τόσοι μήνες μικροπολιτικής και ελεύθερης πτώσης της οικονομίας έχουν αφήσει τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ελλάδας σε δεινή θέση. Οι ζημιές αναμένεται να εξαλείψουν μεγάλο μέρος ή το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων τους. Οι καταθέσεις έχουν συρρικνωθεί κατά περίπου 25% από τις αρχές του έτους. Τα δάνεια προς μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις έχουν υποχωρήσει κατά σχεδόν 7% από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη εξαμηνιαία πτώση από το 2009.

Η αντιστροφή της κατάστασης απαιτεί υπολογισμούς ακριβείας. Οι τράπεζες θα δυσκολευτούν να προσελκύσουν καταθέσεις και χορηγήσεις, εκτός και αν τα οικονομικά τους “επιδιορθωθούν” σε βαθμό που να κλείνουν τα στόματα των επικριτών τους. Γι’αυτό και είναι ζωτικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να είναι αμείλικτη στην καταγραφή των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού και στην εκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών. Δεν πρέπει να υπάρχει άλλη αδιαφάνεια. Οι τράπεζες χρειάζονται κεφάλαια με τη μορφή ιδίων κεφαλαίων -χρήματα από μετόχους που είναι πρόθυμοι να αναλάβουν το ρίσκο.

Το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι ποιος θα παράσχει τα κεφάλαια. Η τραπεζική ένωση της Ευρώπης έχει θεσπίσει κανόνες για πακέτα διάσωσης πλήρους κλίμακας, αλλά η εφαρμογή αυτών θα μπορούσε να είναι καταστροφική. Απαιτούν από τους πιστωτές των τραπεζών (συμπεριλαμβανομένων των καταθετών) να επωμίζονται το μεγαλύτερο μέρος της ζημιάς, εκτός εάν υπόκεινται σε ειδικές εξαιρέσεις. Αυτό είναι σωστό, κατ ‘αρχήν, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας οι ζημιές αυτές θα μπορούσαν να βλάψουν σοβαρά τις επιχειρήσεις και κατ’επέκτασιν την οικονομία. Οι κανόνες περιορίζουν επίσης τη χρήση του δημόσιου χρήματος από την Ευρωζώνη για την απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να λύσει το πρόβλημα από μόνη της.

Υπάρχει μια λύση, και θα έπρεπε να εφαρμοστεί. Οι νέοι κανόνες για το bail-in των τραπεζών δεν θα ισχύσουν μέχρι την 1η Ιανουαρίου. Αυτό επιτρέπει στην κυβέρνηση -με τις ευλογίες των Ευρωπαίων πιστωτών- να αποφύγει να ζημιώσει τους καταθέτες, υπό την προϋπόθεση ότι θα κινηθεί γρήγορα.

Παράλληλα, οι αξιωματούχοι της ζώνης του ευρώ έχουν επινοήσει έναν τρόπο να εισφέρουν κεφάλαια σχεδόν άμεσα. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας έχει βάλει στην άκρη ποσό ύψους 25 δισ. ευρώ, το οποίο η Ελλάδα μπορεί να χρησιμοποιήσει για να αγοράσει μετοχές σε τράπεζες, υπό τον όρο ότι αυτές θα κατατεθούν σε ένα ταμείο ιδιωτικοποιήσεων που θα έχει την εποπτεία των Ευρωπαίων πιστωτών και ένας από τους βασικούς λόγους ύπαρξής του θα είναι η αποπληρωμή των οφειλών της κυβέρνησης.

Είναι καλό να βλέπουμε ότι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι μπορούν υπό πίεση να είναι δημιουργικοί. Ακόμη κι έτσι, οι ελιγμοί κάθε άλλο παρά έχουν προσαρμοστεί στο σχεδιασμό της τραπεζικής ένωσης.

Τα μαθήματα είναι δύο. Πρώτον, οι τράπεζες έπρεπε εξαρχής να διαθέτουν πολλά περισσότερα κεφάλαια. Με αυτόν τον τρόπο, δεν θα προέκυπτε εύκολα το ζήτημα του ποιος θα πληρώνει για τις διασώσεις. Επί του παρόντος, οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν, κατά μέσο όρο, πιο μικρά μαξιλάρια ρευστότητας ακόμη κι απο τις αμερικανικές. Δεύτερον, στις περιπτώσεις στις οποίες, απαιτείται ούτως ή άλλως  δημόσιο χρήμα, οι ευρωπαϊκές αρχές πρέπει να έχουν την εξουσία να προχωρούν απευθείας σε ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών χωρίς να καταφεύγουν σε τεχνάσματα.

Υποτίθεται ότι σκοπός της τραπεζικής ένωσης της Ευρώπης είναι να κόψει τη σύνδεση μεταξύ των μεγάλων τραπεζών και των εθνικών κυβερνήσεων, έτσι ώστε τα χρηματοοικονομικά προβλήματα ή τα προβλήματα κρατικού χρέους να μην αλληλοτροφοδοτούνται, όπως έκαναν κατά τη διάρκεια της τελευταίας κρίσης στην περιοχή. Η Ελλάδα δείχνει ότι αυτό το σχέδιο έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει.

Bloomberg