Οι νέοι απορρίπτουν τον καπιταλισμό στα λόγια –αλλά τον σοσιαλισμό στην πράξη…

Του B. K. Marcus… Η ορολογία δημιουργεί σύγχυση ως προς τις αληθινές προτιμήσεις.

«Σε μια κίνηση φανερής απόρριψης των βασικών αρχών της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών», γράφει ο Max Ehrenfreund στην Washington Post, «μια νέα δημοσκόπηση δείχνει ότι οι περισσότεροι δεν υποστηρίζουν τον καπιταλισμό».

Παρατηρήστε τον υπαινιγμό ότι ο καπιταλισμός είναι το σύστημα που ήδη έχουμε –όχι το «άγνωστο ιδεώδες», όπως το αποκάλεσε η φιλόσοφος και υπέρμαχος του καπιταλισμού Ayn Rand. Αλλά ο Ehrenfreund υποχωρεί μισό βήμα ως προς αυτή τη νύξη: «Ο καπιταλισμός μπορεί να σημαίνει διαφορετικά πράγματα για τον καθένα». Εν τούτοις, καταλήγει, «η νέα γενιά ψηφοφόρων είναι απογοητευμένη από το κατεστημένο με την ευρεία έννοια του όρου».

Οπότε δεν είμαστε εντελώς σίγουροι τι σημαίνει «καπιταλισμός» για αυτούς που συμμετείχαν στην έρευνα, αλλά πιστεύουμε ότι σχετίζεται με το σύστημα στο οποίο ζούμε αυτή τη στιγμή. Η νεανική δυσαρέσκεια για το κατεστημένο είναι πιθανόν κάτι καλό, αλλά οι ετικέτες που χρησιμοποιούνται στις υπεραπλουστευμένες ερωτήσεις των δημοσκοπήσεων –και στα πρωτοσέλιδα- απλά δημιουργούν περαιτέρω συγχύσεις στις συζητήσεις για την οικονομική ελευθερία.

Όπως έγραψα για τα αντικαπιταλιστικά νεανικά μου χρόνια στο “Why Students Give Capitalism an F”,

Ο «καπιταλισμός» ήταν απλά η λέξη που χρησιμοποιούσαμε όλοι για κάτι που δεν μας άρεσε σχετικά με το κατεστημένο, ιδιαίτερα οτιδήποτε μας φαινόταν ότι προωθούσε την ανισότητα. Είχα φίλους που μου πρότειναν να τεθεί η λέξη «καπιταλισμός» ως γενικός όρος που περιλαμβάνει τον ρατσισμό, την πατριαρχία και το επιχειρηματικό καθεστώς που στηριζόταν από το κράτος. Αν αυτή είναι η σημασία του καπιταλισμού, πώς θα μπορούσε κάποιος να είναι υπέρ του;

Ακόμα και οι υπέρμαχοι του καπιταλισμού διχάζονται ως προς τη λέξη αυτή. Κάποιοι την θεωρούν ως έναν δόκιμο όρο για το σύστημα που υποστηρίζουμε, δηλαδή την ατομική ελευθερία, την ιδιοκτησία, και τις ειρηνικές συναλλαγές. Κατά τον Αυστριακό οικονομολόγο Ludwig von Mises, ο όρος έχει ειδική σημασία, «αφορά το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του συστήματος, την κύρια υπεροχή του, ήτοι τον ρόλο που διαδραματίζει η ιδέα του κεφαλαίου στη συμπεριφορά του» (Human Action, κεφάλαιο 13).

Με άλλα λόγια, η έντονη αφθονία που έχει παραγάγει η αγορά για όλους εμάς είναι αποτέλεσμα ιδιωτικών επενδύσεων και οικονομικού υπολογισμού.

Άλλοι επισημαίνουν ότι ο όρος αυτός επινοήθηκε από τους εχθρούς της ελεύθερης αγοράς, και έχει μακρά ιστορία ως ονομασία για τις σχέσεις συμφέροντος μεταξύ επιχειρήσεων και κυβέρνησης και τα νομικά προνόμια για τους πλούσιους και ισχυρούς.

Και οι δύο πλευρές φαίνεται, όμως, να συμφωνούν ότι η λέξη έχει υπερβολικά πολλές αποκλίνουσες υποδηλώσεις για να χρησιμοποιείται ορθά χωρίς εξήγηση. Δυστυχώς, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σπαταλήσουμε πολύ χρόνο εξηγώντας τι δεν υποστηρίζουμε.

Ο Zach Lustbader, ένας φοιτητής τελευταίου έτους στο Χάρβαρντ που συνέβαλε στη διεξαγωγή αυτής της πρόσφατης δημοσκόπησης, είπε στην Washington Post, «δεν συναντάτε τους δεξιούς να υπερασπίζονται τις οικονομικές πολιτικές τους χρησιμοποιώντας αυτόν τον όρο». Όταν χρησιμοποιούν αυτήν τη λέξη, τίθεται ως αντιδιαστολή σε σχέση με τον «φιλικό προς την κυβέρνηση καπιταλισμό», σύμφωνα με τον 22άχρονο φοιτητή.

Θα ευχόμουν να μην είχε αναφερθεί ο Lustbader στην ακόμα πιο προβληματική κατάταξη των δεξιών στη συζήτησή του για τα προβλήματα που σχετίζονται με τη λέξη καπιταλισμός, αλλά αν βάλουμε στην άκρη αυτήν την ένσταση, μπορώ να πω ότι η εμπειρία του είναι ανάλογη με τη δική μου. Όταν συναντώ τη χρήση των λέξεων καπιταλιστής ή καπιταλισμός χωρίς κάποια προϋπόθεση, χρησιμοποιούνται συνήθως από αυτούς που είναι αντίθετοι στην ελεύθερη αγορά –και προϋποθέτουν ένα κοινό που μοιράζεται αυτήν την προκατάληψη.

Άλλες δημοσκοπήσεις στις ηλικίες 18-29 ετών όχι μόνο δείχνουν αντιπάθεια για τη λέξη καπιταλισμός, αλλά γενικώς θετικές αντιδράσεις στη λέξη σοσιαλισμός. Αλλά τα αποτελέσματα αντικατοπτρίζουν πιο πολύ σημασιολογικά αντανακλαστικά παρά τις ειδικές θέσεις απέναντι στην οικονομική πολιτική.

Στη δημοσκόπηση του Χάρβαρντ, μόνο το 27% είπε ότι η κυβέρνηση πρέπει να έχει ουσιαστικό ρόλο στον σχεδιασμό της οικονομίας. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι το 73% υποστηρίζει τη σχετική οικονομική ελευθερία, άσχετα με την ορολογία που αποδέχεται; Ακόμα και αν οι νέοι δεν απορρίπτουν τον σοσιαλισμό ως ανεπίτρεπτη λέξη, μόνο το 30% πιστεύει ότι η κυβέρνηση διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στη μείωση των ανισοτήτων στα εισοδήματα. Ακόμα και ο Κεϋνσιανισμός, χωρίς την ταμπέλα του, αποτυγχάνει να προσελκύσει υποστηρικτές: μόνο το 26% πιστεύει ότι οι κυβερνητικές δαπάνες μπορούν να ενισχύσουν αποτελεσματικά την οικονομική ανάπτυξη.

«Παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα», γράφει ο Ehrenfreund, «αν οι στάσεις των ανθρώπων απέναντι στον σοσιαλισμό και στον καπιταλισμό απορρίπτουν τις ελεύθερες αγορές ως θέμα αρχής ή αν αυτές οι απόψεις είναι απλά μια έκφραση γενικότερης δυσαρέσκειας απέναντι σε μια οικονομία όπου τα εισοδήματα των νοικοκυριών μειώνονται εδώ και 15 χρόνια».

Οπότε επανερχόμαστε στην ιδέα ότι ο καπιταλισμός είναι όρος που περιλαμβάνει οτιδήποτε οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι λανθασμένο σε σχέση με το οικονομικό κατεστημένο. Αυτό μας αφήνει με τη σημαντική δουλειά να εξηγούμε πως οι κυβερνητικές παρεμβάσεις, και όχι οι ελεύθερες αγορές, είναι αυτές που μας έφτασαν σε αυτό το σημείο, και πώς η αύξηση της οικονομικής ελευθερίας θα μας βοηθήσει να ξεφύγουμε από αυτό.

Εν τούτοις, μπορούμε να πάρουμε δύναμη από τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων που φανερώνουν τον σκεπτικισμό απέναντι στην αύξηση της εμπλοκής της κυβέρνησης στην οικονομία: περίπου τα 2/3 ή τα ¾ αμφιβάλλουν για την ικανότητα της κυβέρνησης να διορθώσει τα πράγματα. Είναι μια αρχή.

*Ο B. K. Marcus είναι επιμελητής του περιοδικού Freeman.   
 fee.org