Ο σερ Πάτρικ “Πάντι” Μάικλ Λη Φέρμορ…

Η Μάνη του Φέρμορ!!

Της Ιωάννας Μιχελάκου….«Από πού είσαι εσύ;» συνήθιζε να ρωτάει ο Φέρμορ όποιον συναντούσε, κατά την ελληνική συνήθεια που του είχε κάνει τόση εντύπωση και υιοθέτησε. Εγώ είμαι από τη Μάνη. Σαν Μανιάτισσα θα σας μιλήσω για τη σχέση του Φέρμορ με την Ελλάδα.

Και οι δύο μου γονείς κατάγονται από τη Μάνη. Και οι δύο προσπάθησαν φανατικά να μεταδώσουν σε εμένα και την αδελφή μου, που γεννηθήκαμε στην Αθήνα, την αγάπη τους για την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Η μητέρα μου με την κουζίνα της, ο πατέρας μου ανακοινώνοντάς μας στο ατέλειωτο δωδεκάωρο που διαρκούσε το ταξίδι μέχρι το χωριό –διαμέσου του κωλοσούρτη– πως πρέπει να σταματήσουμε να γκρινιάζουμε –εμείς ζαλιζόμασταν από τις στροφές και τρανταζόμασταν από τις λακκούβες–, γιατί η Μάνη είναι το ωραιότερο, το πιο ευλογημένο μέρος του κόσμου. Απλά το δήλωνε, ως αυταπόδεικτο. «Έχει τα πάντα» έλεγε.

Αυτό το «τα πάντα» καθώς μεγάλωνα το αμφισβήτησα ως όφειλα, και το έψαξα στα νησιά του Αιγαίου, στα νησιά της Καραϊβικής, στα ταξίδια μου στην Ευρώπη, το κατέγραφα στα ταξιδιωτικά μου κείμενα. Για να αφιερώσω τώρα πλέον τα καλοκαίρια μου εκεί που τελικά το βρήκα. Στη Μάνη.

Ένας Άγγλος, ήρωας του πολέμου, που συναναστρεφόταν με κόμισσες και απάγγελνε Σαίξπηρ και Τένισον, ο άνθρωπος που απήγαγε τον στρατηγό Κράιπε και τον οποίο υποδύθηκε ο Ντερκ Μπόγκαρντ, να γράφει για τον τόπο μου;

Αποτέλεσμα εικόνας για Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ

Επέστρεψα εκεί, κάνοντας την ακριβώς αντίστροφη πορεία από τον Πάτρικ Λη Φέρμορ, χωρίς να το γνωρίζω. Άλλωστε τον ανακάλυψα μεγάλη. Πιο μεγάλη απ’ όσο θα ήθελα, παρότι η χοντρή ράχη του βιβλίου του ξεχώριζε στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου – κυρίως λόγω του σκίτσου του Τζον Κράξτον. «Αυτός είναι φίλος μου» μου ανακοίνωσε ο μπαμπάς με περηφάνια όταν με τσάκωσε να το διαβάζω. Το τσάκωσε το λέω γιατί ο φιλόλογος πατέρας μου είχε προσπαθήσει εμμέσως να με κάνει να διαβάσω όλους αυτούς τους τόμους που είχε συγκεντρώσει στη βιβλιοθήκη του πάνω στο θέμα, βιβλία που με άφηναν αδιάφορη, υποψιαζόμουν ότι οι σελίδες τους υπέκρυπταν τον τοπικισμό του εκάστοτε συγγραφέα, και φυσικά και του μπαμπά. Όμως, ένας Άγγλος, ήρωας του πολέμου, που συναναστρεφόταν με κόμισσες και απάγγελνε Σαίξπηρ και Τένισον, ο άνθρωπος που απήγαγε τον στρατηγό Κράιπε και τον οποίο υποδύθηκε ο Ντερκ Μπόγκαρντ, να γράφει για τον τόπο μου;

Διαβάζοντάς τον έβλεπα την προγιαγιά μου να μαζεύει αλάτι από τις κακοτράχαλες σγούρνες, τις αλυκές στο Τηγάνι. Τον παππού μου να παίζει μικρός στις σπηλιές του Διρού, τους προγόνους μου να κάνουν πόλεμο μεταξύ τους στα στενά έξω από το Νύφι.

Όταν τέλειωσα το βιβλίο κατάλαβα γιατί ο πατέρας μου και ο Φέρμορ έγιναν φίλοι. Όχι μόνο για την κοινή τους αγάπη για την ελληνική γλώσσα, αλλά κυρίως για την κοινή τους αγάπη για τον τόπο τους.

Εγώ αγάπησα τη Μάνη. Ο Φέρμορ όμως γιατί την αγάπησε; Γιατί ένας Βρετανός στα 18 του που κουβαλούσε στο σακίδιό του τις Ωδές του Οράτιου διέσχισε τη Μάγχη, έφτασε στις σιδηρές πύλες του Δούναβη, κατηφόρισε στην Κωνσταντινούπολη, επέλεξε να εγκατασταθεί τελικά σε έναν μικρό κολπίσκο στο μεσαίο πόδι της Πελοποννήσου;

Ο Φέρμορ δεν ήταν απλώς ένας αξιωματικός που τον έριξαν στην Κρήτη με αλεξίπτωτο κι εκείνος προτίμησε να ζήσει σε ένα μέρος που να του τη θυμίζει. Τη Μάνη τη διάλεξε πολύ συνειδητά. Στην εξαιρετική βιογραφία του Μια περιπέτεια, η Άρτεμις Κούπερ αντιγράφει από μια επιστολή που ο Φέρμορ έστειλε από το Όξφορντσιρ ένα καλοκαίρι: «Παρ’ όλη αυτή την καταπράσινη, γαλήνια ομορφιά, δεν είναι αυτός ο κόσμος μου. Είναι σαν να ζω στην καρδιά ενός μαρουλιού, ενώ εγώ ποθώ τις πέτρες, τα αγκάθια, τις ελιές και τις φραγκοσυκιές».

Ήταν λίγο πριν ανακαλύψει στα τέλη Ιουνίου μια Τρίτη ένα μικρό ακρωτήρι ανάμεσα σε δύο κοιλάδες που κατέληγε σε μια παραλία στο σχήμα μισοφέγγαρου. «Ο ήλιος είναι ορατός έως την τελευταία αμυδρή του ακτίνα» έγραψε για το Καλαμίτσι.

Ήταν λίγο πριν ανακαλύψει στα τέλη Ιουνίου μια Τρίτη ένα μικρό ακρωτήρι ανάμεσα σε δύο κοιλάδες που κατέληγε σε μια παραλία στο σχήμα μισοφέγγαρου. «Ο ήλιος είναι ορατός έως την τελευταία αμυδρή του ακτίνα» έγραψε για το Καλαμίτσι, την παραλία στη σκιά του Ταΰγετου, ανάμεσα στην Καρδαμύλη και τη Στούπα, που έμελλε να γίνει το σπίτι του. Το σπίτι όπου δεχόταν τους καλούς του φίλους, τον Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη, τον Χατζηκυριάκο Γκίκα.

Στα πέντε χρόνια που κράτησε η ανοικοδόμηση του σπιτιού ανάμεσα στο ’62 και το ’67, πήγαινε στην Καλαμάτα που χτιζόταν με τον τρόπο που τότε χτίστηκε όλη η Ελλάδα, και έπαιρνε από τα παραδοσιακά σπίτια που κατεδαφίζονταν, παράθυρα, μάρμαρα και κεραμίδια για το δικό του σπίτι. Αυτή την Ελλάδα, αυτή την αρχιτεκτονική, αυτή την παράδοση είναι που κατέγραψε. Θλιβόταν που έβλεπε να καταστρέφονται κομμάτια μιας ζωής γεμάτης ιδιαίτερη ιστορία για χάρη του μοντερνισμού, μια πολιτιστική ταυτότητα να χάνεται. Είχε την επίγνωση ότι μπορεί μεν η Μάνη να μην αλώθηκε από εισβολέα, αλλά πλησίαζε ο καιρός που θα αλωνόταν από αυτό που αποκαλούμε δυτικό πολιτισμό.

Στη Μάνη συνάντησε ανθρώπους σκληροτράχηλους αλλά και φιλόξενους, με χιούμορ πολλές φορές στα όρια του φλεγματικού. Διαπιστώνει την άμεση σύνδεση της αρχαιοελληνικής με τη χριστιανική πίστη, που εκεί είναι πιο εμφανής από οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα, καθώς η περιοχή εκχριστιανίστηκε τον 10ο αιώνα. Βρήκε τον τόπο που ζούσαν ακόμα γοργόνες και κένταυροι, τη σπηλιά από όπου ο Ορφέας κατέβηκε στον Άδη. Ανακάλυψε τη σχέση του ελληνικού φωτός με την εικονοπλασία και ανθρώπους που όχι μόνο δεν αγαπούσαν την τρυφηλή ζωή (οι Μανιάτες αποκαλούσαν περιφρονητικά βλάχους εκείνους που έφευγαν από τη χερσόνησο για να αναζητήσουν μια πιο αστική ζωή στην πεδιάδα), αλλά που μπορούσαν να ζήσουν καλύτερα με τον εαυτό τους παρά με άλλους. Ένα μέρος που προσέλκυε από τα αρχαία ακόμα χρόνια τους παρανόμους της Μεσογείου, τυχοδιώκτες και κυνηγημένους, που αρνούνταν να υπακούσουν σε νόμους, που όμως εκεί δημιούργησαν άκαμπτους κανόνες για να ζουν, να πολεμούν και να πεθαίνουν.

alt
  Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ

Ο Φέρμορ φτάνει το ’52 στη Σπάρτη μαζί με τη σύντροφο της ζωής του Τζόαν, ανεβαίνει τον Ταΰγετο και κατεβαίνει στη Μέσα Μάνη, στο πιο απομακρυσμένο, απομονωμένο και δυσπρόσιτο κομμάτι της Ελλάδας, το οποίο ελάχιστοι είχαν μέχρι τότε επισκεφτεί, ψάχνοντας τον κρίκο που θα δέσει, θα ανακεφαλαιώσει, όχι μόνο τα ταξίδια του στην Ελλάδα, αλλά και όλη την ελληνική ιστορία. Σε αυτό το τοπίο το «σκληρό σαν τη σιωπή», όπως γράφει, τον υποδέχονται δωρικές μορφές. Γράφει για τη σκληρή μανιάτικη γη, για τα ελεύθερα πνεύματα που την κατοίκησαν, για τα πολλά επίθετα και την προέλευσή τους, ονειρεύεται ότι ανακάλυψε τον απόγονο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στο πρόσωπο ενός ψαρά, ερευνά τη μανιάτικη διασπορά στην Κορσική και την Τοσκάνη, την ιστορία των πολέμων και των μαχών, την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, το βίαιο παρελθόν, τους θρύλους και τα φαντάσματα, τη φιλοξενία.

Μαζί του σκαρφαλώνεις στους πύργους, βάζεις το πόδι σωστά στα πατήματα της πέτρας, θρηνείς στα μοιρολόγια και χαίρεσαι όταν γεννιέται αρσενικό, γιατί γεννήθηκε στην οικογένεια ντουφέκι, κερνιέσαι κι εσύ μαζί με τον συγγραφέα φραγκόσυκα και λούπινα μέσα στα πέτρινα σπίτια. Συμμετέχεις κι εσύ στον τρύγο, στο ζύμωμα του μαύρου ψωμιού, στο μάζεμα της ελιάς, στο άλεσμα του κριθαριού, στο πήξιμο του αλμυρού κατσικίσιου τυριού. Μια ζωή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί όχι μόνο από τη Μάνη αλλά από όλη την Ελλάδα.

Ο Φέρμορ, τυπικός Βρετανός, δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αγγλικό τσάι, σκοτσέζικο ουίσκι και την εφημερίδα του, τουςTimes του Λονδίνου. Κι όμως στην Καρδαμύλη ήταν πιο ευτυχισμένος από οπουδήποτε στον κόσμο. Στο καφενείο με τους ντόπιους που ο καφές γινόταν κρασί και το κρασί έφερνε το γλέντι. Δεν ξέρουμε αν επηρεάστηκε από τον Καζαντζάκη και τον Ζορμπά, που δούλεψαν παρέα στα ορυχεία της Καλογριάς στη Στούπα, αλλά το ζεϊμπέκικό του έχουν να το θυμούνται πολλοί από τους ντόπιους. «Χόρευε σαν άλλος Ζορμπάς», λένε.

Οι Μανιάτες δεν μιλάνε πολύ. Η Μάνη πρόσφερε στον Φέρμορ τη μοναστική ζωή που είχε συνηθίσει (στα ταξίδια του, καθώς είχε πάντα ελάχιστα χρήματα, έμενε σε μοναστήρια). Βρίσκει την ιδιωτικότητα και την ελευθερία που πάντα αποζητούσε και αποφασίζει να ζήσει στη μανιάτικη ερημιά που δεν έχει αλλοτριωθεί από τον πολιτισμό της τεχνολογίας, που δεν την έχει βρει το κακό του νεοπλουτισμού.

fermor-1Η Μάνη έχει αλλάξει από τότε, όπως και όλη η Ευρώπη την οποία εκείνος περπάτησε. Τα βιβλία του Φέρμορ όμως παραμένουν διαχρονικά. Δεν είναι ταξιδιωτικοί οδηγοί με τα σημερινά δεδομένα του γρήγορου, του σύντομου και του μικρού «Οδηγός τσέπης 24ωρου με τα καλύτερα εστιατόρια, μπαρ και ξενοδοχεία για να μην χάνουμε χρόνο ψάχνοντας». Είναι μια βαθιά ματιά σε έναν τρόπο ζωής. Στη Μάνη δεν έχει σημασία πού θα φας το καλύτερο ψάρι ή το καλύτερο σύγκλινο. Αυτό που την κάνει ξεχωριστή είναι η ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της. Κάτι που ο Φέρμορ αντιλήφθηκε αμέσως, αναμείχθηκε με αυτούς, τους άκουσε και τους ένιωσε. Συνέδεσε τις εικόνες με τους ανθρώπους και έτσι συνέλαβε την ουσία του τόπου.

Ναι, η Μάνη έχει αλλάξει, αλλά υπάρχει ακόμα αυτό το κάτι που πλανάται στον αέρα, και που εκείνος κατέγραψε. Εξήντα χρόνια μετά, το βιβλίο του δεν είναι απλώς μια παρακαταθήκη για εικόνες που χάθηκαν, είναι η αίσθηση του τόπου και των ανθρώπων. Και αυτή η αίσθηση υπήρχε πάντα εκεί και συνεχίζει να υπάρχει. Η Μάνηείναι το πρώτο του ταξιδιωτικό βιβλίο που έδωσε το στίγμα για τα υπόλοιπα που ακολούθησαν, τη Ρούμελη, και την τριλογία Η εποχή της δωρεάς, το Ανάμεσα στα δάση και στα νερά, και το Ατέλειωτος δρόμος, Από τις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη ως τον Άθω, με το νεανικό του ταξίδι, και χάρισαν στον Φέρμορ τον χαρακτηρισμό του σημαντικότερου ταξιδιωτικού συγγραφέα της εποχής μας.

Η Μάνη ταυτόχρονα είναι το πιο ολοκληρωμένο βιβλίο που γράφτηκε πάνω στην ιστορία αυτού του μικρού τόπου.

Κι όμως, οι κάτοικοι της Καρδαμύλης θυμούνται τον Πάτρικ Λη Φέρμορ απλά ως τον γηραιό κύριο που παρακολουθούσε κάθε 28η Οκτωβρίου την παρέλαση στην κεντρική πλατεία του χωριού φορώντας το καλό του κοστούμι.

* Η ΙΩΑΝΝΑ ΜΙΧΕΛΑΚΟΥ είναι δημοσιογράφος και διευθύντρια σύνταξης του Marie Claire

Πηγή:bookpress.gr

Ο σερ Πάτρικ “Πάντι” Μάικλ Λη Φέρμορ, (11 Φεβρουαρίου 1915 – 10 Ιουνίου 2011) ήταν Βρετανός συγγραφέας, λόγιος και στρατιώτης, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Μάχη της Κρήτης κατά τη διάρκεια τουΒ’ Π.Π.. Όσο ζούσε, θεωρείτο ως ένας “από τους μεγαλύτερους εν ζωή Βρετανούς περιηγητές”[1], ενώ περιγράφτηκε κάποτε από το BBC ως “κράμα ανάμεσα σε Ιντιάνα Τζόουνς, Τζέιμς Μποντ και Γράχαμ Γκριν[2].

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ σε φωτογραφία του Δημήτρη Παπαδήμου

St Peter's church, Dumbleton, churchyard, PLF 08.jpg

Νεαρή ηλικία

Γεννήθηκε στο Λονδίνο και ήταν γιος του Λιούις Λη Φέρμορ διακεκριμένου γεωλόγου και της Μούριελ Αϊλήν. Λίγο μετά τη γέννησή του η μητέρα του έφυγε, προκειμένου να συναντήσει τον πατέρα του στις Ινδίες, αφήνοντάς τον πίσω στην Αγγλία με μια άλλη οικογένεια. Ως παιδί ο Λη Φέρμορ είχε προβλήματα με τη δομή και τους περιορισμούς της ακαδημαϊκής πειραρχίας. Για αυτό τον έστειλαν σε σχολείο για “δύσκολα παιδιά”. Αργότερα αποβλήθηκε από το Κινγκς Σκουλ, του Καντέρμπουρι. Συνέχισε τη μάθησή του διαβάζοντας κείμενα στην Ελληνική και τα Λατινικά, έργα του Σαίξπηρ και ιστορία, με απώτερο στόχο τη Στρατιωτική Ακαδημία του Σάντχερστ.

Πρώτα ταξίδια

Στην ηλικία των 18, ο Λη Φέρμορ αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ευρώπη, από το Χουκ της Ολλανδίας έως την Κωνσταντινούπολη [3] Ξεκίνησε στις 8 Δεκεμβρίου 1933, λίγο μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία στη Γερμανία, με λίγα ρούχα, το Βιβλίο Αγγλικών Στίχων της Οξφόρδης και ένα τόμο των Ωδών του Οράτιου. Κοιμόταν όπου εύρισκε, είτε σε αχυρώνες και καλύβες βοσκών, είτε σε σπίτια της αριστοκρατίας της Κεντρικής Ευρώπης, ακόμη και σε μοναστήρια. Δύο από τα περιηγητικά του έργα, Η εποχή της Δωρεάς (1977) και το Ανάμεσα στα Δάση και τα Νερά (1986), περιγράφουν με λεπτομέρειες το ταξίδι του.

Ο Λη Φέρμορ έφθασε στην Κωνσταντινούπολη την 1η Ιανουαρίου 1935, και συνέχισε το ταξίδι του κατά μήκος της ελληνικής χερσονήσου. Τον Μάρτιο, ενεπλάκη με την εκστρατεία των βασιλικών δυνάμεων στη Μακεδονία ενάντια στη δημοκρατική εξέγερση του 1935. Στην Αθήνα, συνάντησε την Μπαλάσα Καντακουζηνού (Bălaşa Cantacuzino), Ρουμάνα ευγενή της οικογένειας των Καντακουζηνών, την οποία και ερωτεύτηκε. Έζησαν σε έναν παλαιό νερόμυλο, έξω από την πόλη, που έβλεπε προς τον Πόρο. Εκείνος έγραφε και εκείνη ζωγράφιζε. Αργότερα μετακόμισαν στο Μπάλενι Băleni, τον οίκο της οικογένειας των Καντακουζηνών στη Μολδαβία, έως το ξέσπασμα του Β’ Π.Π.[4].

Β’ Π.Π.

Με το ξέσπασμα του πολέμου ο Φέρμορ κατατάχθηκε στην Ιρλανδική Φρουρά, αλλά εξαιτίας της γνώσης που κατείχε ήδη για τον ελλαδικό χώρο, απεστάλη στο Σώμα Γενικών Καθηκόντων (General Service Corps) και έγινε στρατιωτικός σύνδεσμος στην Αλβανία. Πολέμησε στην Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, επέστρεψε στην Κρήτη τρεις φορές, τη μία με αλεξίπτωτο. Ανήκε σε μια ολιγάριθμη ομάδα αξιωματικών που είχε ως στόχο της της οργάνωση της αντίστασης του νησιού στη γερμανική κατοχή. Μεταμφιεσμένος ως βοσκός με το ψευδώνυμο Μιχάλης ή Filedem(Φιλεντέμ=φίλε μου Αδάμ), έζησε περισσότερα από δύο χρόνια στα βουνά. Με τον Γουίλιαμ Στάνλεϊ Μος ως υπαρχηγό, Ο Λη Φέρμορ οδήγησε την ομάδα που συνέλαβε το 1944 τον Γερμανό διοικητή, Χάινριχ Κράιπε[5]. Οι Κρητικοί γιορτάζουν τη μνήμη της απαγωγής του Κράιπε κοντά στις Αρχάνες[6]

Ύστερα χρόνια

Ο Λη Φέρμορ παντρεύτηκε το 1968 την Τζόαν Ελίζαμπεθ Ράινερ, που τον συνόδεψε σε πολλά από τα ταξίδια του μέχρι το θάνατό της στην Καρδαμύλη τον Ιούνιο του 2003 στην ηλικία των 91[7]. Ζούσαν ένα τμήμα του χρόνου στο σπίτι τους, σε έναν ελαιώνα στη Μάνη (για την οποία συνέγραψε ομότιτλο βιβλίο, που μετέφρασε στα ελληνικά ο προσωπικός του φίλος, πρώην Πρωθυπουργός Τζαννής Τζαννετάκης) και το υπόλοιπο στο Γουορτσέστερσαιρ. Το 2004 στις Τιμητικές Διακρίσεις Νέου Έτους ο Πάτρικ Λη Φέρμορ χρίστηκε ιππότης. Το 2007 ανέφερε πως αποφάσισε να χρησιμοποιήσει γραφομηχανή, έχοντας γράψει όλα τα βιβλία του έως τότε χειρόγραφα[1].

Θάνατος

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ πέθανε στις 10 Ιουνίου 2011, σε ηλικία 96 ετών, μετά από μακρά ασθένεια[8]