Ο ΣΥΡΙΖΑ ως… νέο ΠΑΣΟΚ…

Γράφει ο Μανώλης Καψης…Μπορεί να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ η Κεντροαριστερά του αύριο; Εχει ήδη πάρει το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, έχει υπογράψει και θα εφαρμόσει Μνημόνιο, απαλλάχθηκε από τους ακραίους του Λαφαζάνη, το επόμενο βήμα είναι να γίνει ένα κανονικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Οχι; Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με τη σύντομη απάντηση: ο Τσίπρας έχει τόσες πιθανότητες να γίνει Αντρέας όσες η Μαρί Λεπέν να γίνει Ντε Γκολ ή ο Πέπε Γκρίλο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Για πολλούς λόγους.

Ο πρώτος είναι τα στελέχη του. Παρά το ότι υπάρχει ένας σοσιαλδημοκρατικός πυρήνας κοντά στην ηγεσία, η πλειονότητα ανήκει σε μια υβριδική μαρξιστική Αριστερά η οποία παραμένει προσκολλημένη σε πολιτικές της δεκαετίας του ’70: υψηλοί φόροι, κρατισμός, εχθρότητα στις μεταρρυθμίσεις και σε ό,τι έχει σχέση με επιχειρήσεις. Το υβριδικό προκύπτει από τη συμπόρευσή της με πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ που είχαν ιδεολογικοποιήσει τα συντεχνιακά προνόμια ταυτίζοντάς τα με μια δήθεν αριστερή πολιτική.

Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με τον πρώτο και έχει να κάνει με την πολιτική. Ηδη από το 1981 στο ΠΑΣΟΚ υπήρχε η αντιπαλότητα ανάμεσα στον «λαϊκισμό» και τον «εκσυγχρονισμό», όπως ονομάστηκε αργότερα η πολιτική των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής σταθερότητας. Και ακόμα και όταν ο πρώτος φαινόταν κυρίαρχος, υπήρχε πάντοτε ο έλεγχος της πραγματικότητας που επέβαλλε, για παράδειγμα, ήδη από το 1982 την ανατροπή της πολιτικής των παροχών. Στις κυβερνήσεις μετά το 1993, τόσο αυτές του Ανδρέα όσο και του Κ. Σημίτη, ο εκσυγχρονισμός επικράτησε ολοκληρωτικά.

Αντίστοιχο ρεύμα δεν υπάρχει στον ΣΥΡΙΖΑ. Τα στελέχη που πήρε από το ΠΑΣΟΚ, όταν δεν είναι απλοί καριερίστες, βρίσκονταν στο περιθώριο της πολιτικής του: ορισμένοι συνδικαλιστές παλαιάς κοπής και άλλοι απλώς γραφικοί. Και πάντως κανείς δεν ανήκε στον κύκλο των στελεχών που προσδιόρισαν τη φυσιογνωμία του Κινήματος. Από τον Αλέξη Μητρόπουλο και την Τζάκρη έως τον Παναγούλη και τον Κοτσακά είχαν περιθωριακό ρόλο. Αντιθέτως, στον ΣΥΡΙΖΑ είναι εξαιρετικά ισχυρό το ρεύμα του «εθνολαϊκισμού». Και εδώ βρίσκεται ο τρίτος και πιο ουσιαστικός λόγος.

Από το 2012 και μετά, αυτό που παρακολουθούμε είναι η ανατροπή του πολιτικού συστήματος. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ριζική ασυνέχεια με το παρελθόν. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι λάθος να αναζητούμε συνέχειες. Ο κ. Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές ακριβώς γιατί αρνήθηκε τη συνέχεια και προσαρμόστηκε στο πνεύμα των καιρών. Εξέφρασε τον θυμό, τη μισαλλοδοξία, την αντίληψη ότι όλοι είναι εχθροί και συνωμοτούν εναντίον μας. Και όλα αυτά μέσα από μια δήθεν ταξική σκοπιά που δικαιολογούσε κάθε είδους αυθαιρεσία. Ο,τι έκανε και ο κ. Καμμένος από μια ακροδεξιά σκοπιά. Η συνύπαρξή τους δεν είναι καθόλου τυχαία. Η συμμαχία τους είναι παρά φύσιν αν τη δούμε μέσα από τη σκοπιά μιας παραδοσιακής Αριστεράς. Αλλά μόνο αυτό δεν έχουμε μπροστά μας, όσο και αν πολλοί μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να το δουν και εξεγέρθηκαν για την υπουργοποίηση του Δημήτρη Καμμένου.

Η εξουσία, βέβαια, αλλάζει κόμματα και ανθρώπους. Ο κ. Τσίπρας έχει δείξει εξαιρετική ικανότητα προσαρμογής. Αν και όταν, όμως, αλλάξει τη ρητορική του, κάτω από την πίεση της πραγματικότητας, θα γίνει και αυτός ευάλωτος στο είδος της πολεμικής που τόσο αποτελεσματικά υιοθέτησε.

Η ασυνέχεια, φυσικά, λειτουργεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Εξηγεί σε μεγάλο βαθμό, για παράδειγμα, γιατί έπεσαν έξω οι δημοσκοπήσεις. Οπως εξηγεί και γιατί τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν μπόρεσαν να δουν την επερχόμενη ήττα. Με όλες τις αδυναμίες τους μένουν προσκολλημένα στο μοντέλο της Μεταπολίτευσης. Στο μοντέλο, δηλαδή, μιας δημοκρατίας η οποία παρά τις αντιπαλότητες και την πόλωση, λειτουργεί μέσα σε ένα πλαίσιο συναίνεσης. Για πάρα πολλούς συμπολίτες μας και για μια σειρά από διαφορετικούς λόγους, το μοντέλο αυτό έχει πάψει να σημαίνει κάτι. Για άλλους επειδή δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες τους – λογικές και δίκαιες ή εξωπραγματικές. Και για άλλους, κυρίως τους νέους, επειδή από καιρό έχουν διαρρήξει τη σχέση τους με την πολιτική. Συνήθως απέχουν και στην καλύτερη περίπτωση ακολουθούν πρόσωπα – όσο αντέχουν και έως ότου αναπόφευκτα τους απογοητεύσουν.

Λέμε ότι η Ελλάδα έχει ιδιαιτερότητες. Αυτό που συμβαίνει, ωστόσο, σήμερα στη χώρα μας έχει συμβεί και άλλου. Το πιο κοντινό παράδειγμα είναι ίσως η κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων στην Ιταλία. Εχει ενδιαφέρον ότι εκεί, τόσα χρόνια μετά, το πολιτικό σύστημα δεν έχει ακόμα ισορροπήσει. Πιθανώς να ζήσουμε το ίδιο. Το αν θα είναι καλύτερα ή χειρότερα τα πράγματα το κρίνει ο καθένας από τη σκοπιά του. Το σίγουρο είναι ότι η πολιτική έχει γίνει πιο σκληρή, πιο ρηχή, απρόβλεπτη και με λιγότερες άμυνες απέναντι στα άκρα. Σε λίγα χρόνια μπορεί να αναπολούμε αυτό που σήμερα τόσο εύκολα απορρίπτουμε.