36 χρόνια από το θάνατο της Σοφίας Βέμπο…

Από τη μια, η «ανορθόδοξη» φωνή, η ντίβα που γέμιζε τα θέατρα, η τραγουδίστρια της νίκης, η ηρωίδα της αντίστασης στη Μέση Ανατολή, τα φώτα, το ταλέντο, τα χειροκροτήματα, η αποθέωση. Και από την άλλη, τα βαρβιτουρικά, το αλκοόλ, οι αποτοξινώσεις, οι βίαιες σκηνές ζήλειας, ο παράφορος έρωτας, το πικρό τέλος. Η αληθινή ιστορία της γυναίκας που έζησε και πέθανε σαν αληθινή rock star.  

«Ένα βράδυ θυμάμαι, την ώρα που φεύγαμε, δεν είχε κολληθεί ακόμα το όρντινο για την αυριανή πρόβα και περνώντας από το καμαρίνι του Τραϊφόρου ρώτησα “Κύριε Μίμη, τι ώρα έχω πρόβα αύριο;” και ακούω μια φωνή: “Άκου να σου πω, δεν έχεις καμιά δουλειά με τον κύριο Μίμη! Άλλη φορά να ρωτάς εμένα. Τ’ άκουσες;”. “Μα”, τόλμησα να πω, “αφού ο κύριος Μίμης είναι καλλιτεχνικός διευθυντής”, “Αυτό που σου λέω”. “Μάλιστα”, είπα. Κατάλαβα μόλις εκείνη τη στιγμή ότι ζήλευε τόσο πολύ τον Μίμη – και όμως, στην περίπτωση τη δική μου είχε τελείως άδικο. Πολύ άδικο, διότι εγώ ούτε κατά διάνοια δεν κοίταξα πονηρά τον Μίμη και εκείνος δεν μου είχε ριχτεί ποτέ.
Και η μπόρα ξέσπασε ένα βράδυ -και τι βράδυ!- που έφαγα το ξύλο της χρονιάς μου… “Έλα εδώ Βρανά”. Μου φάνηκε πως δεν άκουσα καλά. “Εμένα είπατε κυρία Βέμπο;”, ρώτησα. “Ναι, εσένα. Δεν μου λες, πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι, σε μπουλούκι και κάνεις ό,τι θες;”. Αυτή τη φορά, θύμωσα πολύ. “Όχι σε μπουλούκι κυρία Βέμπο, με πήρατε από το Ακροπόλ νομίζω”. Και είχα σκοπό να συνεχίσω, αλλά δεν πρόλαβα διότι με άρπαξε απ’ τα μαλλιά και άρχισε να με δέρνει με πολλή κακία. Τα έχασα, οι άλλοι είχαν κατέβει κάτω. Ο Μίμης προσπαθούσε να τη συγκρατήσει και όσο προσπαθούσε ο Μίμης, τόσο άφριζε αυτή. Εγώ έκλαιγα και προσπαθούσα να της ξεφύγω προς τις σκάλες. Μου είχε καταματώσει τα χέρια με τα νύχια της και το πρόσωπό μου ήταν στα μαύρα του τα χάλια. (…) Τι να σου πω, έγινε μεγάλη φασαρία. Είχα στενοχωρηθεί με αυτήν την κατάσταση, γιατί η Σοφία μου άρεσε πολύ ως τραγουδίστρια, πάρα πολύ, και καθόμουν στις κουίντες όταν τραγουδούσε για να την ακούω. Και από εκείνο το βράδυ, πήγαινα και κρυβόμουν για να τη δω. Έβγαινε πάντα μεθυσμένη και τραγουδούσε. Ήταν μεγάλη τραγουδίστρια, καλή της ώρα…».

Tην ιστορία, περιγράφει με τον δικό της μοναδικό τρόπο η Σπεράντζα Βρανά στο βιβλίο της «Τολμώ». Και βέβαια, είναι παράδοξη, είναι αντιφατική η εικόνα μιας τραγουδίστριας-θρύλου να τραγουδάει μεθυσμένη και να δέρνει θεατρινούλες, αλλά αυτή ήταν η Βέμπο:  ένα καλλιτεχνικό «παράδοξο» εξαρχής, το λαϊκό κορίτσι που έγινε σούπερ σταρ, η ηρωίδα, η παράφορα ερωτευμένη και ζηλιάρη γυναίκα, η πλούσια, η φτωχιά, η νευρική, η περήφανη, η μεγαλειώδης, η τραγική. Με τον καιρό, οι αντιφάσεις της, έγιναν μέρος του μύθου της,

ΜΙΑ «ΤΣΙΓΓΑΝΑ ΔΙΧΑΖΕΙ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Πρώτα-πρώτα, «Βέμπο», τη βάφτισε το κοινό. Το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία -Έφη τη φώναζαν- Μπέμπου. Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910, στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης, από πολύ φτωχή οικογένεια – ο πατέρας της, Θανάσης Μπέμπος ήταν καπνεργάτης και είχε άλλα τρία αδέρφια: τον Τζώρτζη, την Αλίκη και τον Ανδρέα. Μετά το ’14, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Τσαριτσάνη και από κει στο Βόλο. Τα ‘φερναν πέρα με δυσκολία. Για να τους βοηθήσει, η μεγάλη τους κόρη δούλευε ταμίας σε ένα κατάστημα και γρατζούνιζε ερασιτεχνικά μια κιθάρα – ούτε λόγος φυσικά, για να γίνει ντιζέζ, σαν καμιά από κείνες τις «ελαφρές»…

Το 1933, το Σεπτέμβρη η 23χρονη Έφη Μπέμπου -μια κούκλα, λεπτή, ψηλή, με μεγάλα μαύρα μάτια που αναστάτωναν τους Βολιώτες- πήρε την κιθάρα της και μπήκε σε ένα καράβι, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Σκοπός της, ήταν να βρει τον μεγαλύτερο αδελφό της (σ.σ. είχε πάει να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο) και να ψάξει για δουλειά. Πάνω στο καράβι, στο κατάστρωμα, για να διασκεδάσει την ανία του ταξιδιού άρχισε να τραγουδάει τα αγαπημένα της τραγούδια – κάτι παλιά πολίτικα και το σουξέ της εποχής, το «Γελεκάκι». Αμέσως, επιβάτες και πλήρωμα, μαζεύτηκαν γύρω της και χειροκροτούσαν, ενθουσιασμένοι με τη φωνή της. Ανάμεσά τους ήταν κι ένας ιμπρεσάριος, ο Κωνσταντίνος Τσίμπας (σ.σ. που αργότερα, στη διάρκεια της Κατοχής -ω ειρωνεία!- θα γινόταν πράκτορας των Γερμανών) που γοητεύεται και της προτείνει να τη «λανσάρει» ως τραγουδίστρια. Οι πρώτες της δειλές εμφανίσεις γίνονται τον Οκτώβριο του 1933 στο καθώς πρέπει ρεστοράν «Αστόρια Β» και είναι μάλλον επώδυνες για κείνη: οι αστοί της Θεσσαλονίκης ζητούν διαρκώς τανγκό και φοξ τροτ και η Σοφία ξελαρυγγιάζεται να τραγουδάει σε τόνο πολύ ψηλότερο από τον φυσικό της, για να ακολουθήσει το trend της εποχής. Παρόλα αυτά κάνει επιτυχία κι αυτό ερεθίζει το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Τσίμπα. Μέσα σε λίγες μέρες της βρίσκει δουλειά, στο αθηναϊκό θέατρο «Κεντρικόν», με ένα μισθό αστρονομικό για την εποχή – και για τη Σοφία: 14.000 δραχμές το μήνα!

Τον Οκτώβρη του 1933 η «Έφη Μπέμπου» πατάει για πρώτη φορά το πόδι της σε θεατρική σκηνή – παίζει στην επιθεώρηση του Αντώνη Βώττη «Παπαγάλος 1933», με το θίασο Σαμαρτζή-Μηλιάδη. «Αυτή τραγουδάει σαν άντρας!», σχολιάζει στις πρόβες ο συγγραφέας. Για να λύσουν το «πρόβλημα» τη ντύνουν τσιγγάνα και της δίνουν να πει ένα ανάλογο τραγούδι. Η πρεμιέρα, είναι ένας θρίαμβος για τη Σοφία, το θέατρο σείεται από τα χειροκροτήματα. Εκείνη, υποκλίνεται, κρεμάει την κιθάρα της στον ώμο και κατευθύνεται προς τα παρασκήνια, ενώ οι άλλοι ηθοποιοί της φωνάζουν:
Πού πας, δεν ακούς τον κόσμο που σου φωνάζει «μπιζ»;
Και τι με νοιάζει εμένα αν φωνάζουν «μπιζ»; αποκρίνεται η Σοφία, μη γνωρίζοντας καν τον θεατρικό όρο που σημαίνει «επανάληψη».

Τελικά, εκείνο το βράδυ θα αναγκαστεί να επαναλάβει το τραγούδι τέσσερις φορές για να ικανοποιήσει το κοινό που τη χειροκροτεί όρθιο. Κι ωστόσο, την επόμενη μέρα, ένας κακόβουλος κριτικός θα γράψει για κείνη πως το καλύτερο που έχει να κάνει είναι «να πάει σπίτι της και να πλένει πιάτα». Αντί για άλλη απάντηση, η Βέμπο -βαφτισμένη έτσι πια, από τον Πολ Νορ- πάει στο γραφείο του και του ρίχνει ένα γερό χαστούκι. Λίγο πριν -θρυλείται- πως είχε ρίξει μια γροθιά στο πρόσωπο του Τσίμπα, όταν της είπε πως, χωρίς τη βοήθειά του, «θα είχε καταντήσει μια πουτάνα»!
Στην επόμενη επιθεώρηση του «Κεντρικόν», η Σοφία πετάει από πάνω της τα τσιγγάνικα και ερμηνεύει ρομάντζες με τρόπο ατόφια θεατρικό. Το αθηναϊκό κοινό διχάζεται – άλλοι τη θεωρούν σπουδαία, μοναδική, γράφουν ύμνους για τη βαθιά φωνή και τη θεατράλε παρουσία της και άλλοι μιλούν για «φιάσκο» και για «αίσχος». Αλλά το θέατρο γεμίζει. Το ελληνικό τραγούδι έχει μόλις συναντήσει την πρώτη του ντίβα…

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΟΞΑΣ
Η πενταετία 1935-1940 είναι τα χρόνια της μεγάλης δόξας της Βέμπο. Κάνει πάταγο στα αθηναϊκά θέατρα, πανελλαδικές περιοδείες, θριαμβευτικές εμφανίσεις στην «Αλεξάνδρεια» (όπου αντιστέκεται στην πολιορκία αρκετών ερωτευμένων μεγιστάνων), απανωτές δισκογραφικές επιτυχίες («Συγγνώμη σου ζητώ», «Κλαίς», «Κάτι με τραβά κοντά σου», «Πόσο λυπάμαι», «Χειμώνας» κ.ά.) παίζει και στην ομιλούσα ταινία του ‘38 «Η προσφυγοπούλα», με διθυραμβικές κριτικές. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, όταν εγκαθίσταται ραδιοφωνική κεραία στο Ζάππειο, τα τραγούδια της Βέμπο, ακούγονται στην πρώτη, πειραματική μετάδοση! Η Σοφία απαιτεί -και το πετυχαίνει!- από την Columbia να εισπράττει το 10% από τις πωλήσεις των δικών της, όταν όλοι οι άλλοι τραγουδιστές πληρώνονται μόνο για την ηχογράφηση!. Ζει με άνεση πλέον, στο διαμέρισμά της στα Εξάρχεια, είναι μια σταρ που τολμά να είναι διαφορετική.

Το 1935, τραγουδώντας από σκηνής, την τολμηρή «Κοκαΐνη» του Ντ’Ανζελίς διχάζει και πάλι την Αθήνα. Που ακούστηκε «χασικλίδικο» τραγούδι σε επιθεώρηση! Παρόλα αυτά, η «Καθημερινή» εκθειάζει την ερμηνεία της, ενώ το περιοδικό «Ατλαντίς» γράφει πως «Ο τύπος της κοκαϊνομανούς που δημιούργησε η κ. Βέμπο είναι μια δημιουργία που θα ζήλευε και η μεγαλύτερη ηθοποιός της πρόζας». Είναι τόσο πειστική που ο κόσμος πιστεύει πως είναι στ’ αλήθεια ναρκομανής – λάθος. Στην πραγματικότητα, τα βαρβιτουρικά -και μάλιστα σε συνδυασμό με μεγάλες ποσότητες αλκοόλ- η Βέμπο τα γνώρισε κατά την περιοδεία της στην Αμερική, μετά τον πόλεμο. Έτσι, τουλάχιστον, γράφει ο έγκυρος βιογράφος και φίλος της Ανδρέας Μαμάης στο βιβλίο του «Σοφία Βέμπο – Η φωνή της Ελλάδας». Άλλοι, πάλι, υποστηρίζουν πως όλα αυτά η Βέμπο τα γνώρισε στη διάρκεια της Κατοχής, στην Αίγυπτο όπου είχε καταφύγει μετά τις διώξεις από τα στρατεύματα Κατοχής. Στα επόμενα χρόνια, θα ζούσε με αλκοόλ και χάπια, με αποτέλεσμα, το ’54 να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας – ευτυχώς αποτυχημένη. Λένε πως έβγαινε και τραγουδούσε μεθυσμένη, σε πραγματικά μυθικές επιθεωρήσεις που ανέβαζε στο θέατρο Βέμπο που έφτιαξε σκορπώντας άφθονο χρήμα, στις αρχές του ‘50. Θα ακολουθήσουν αρκετές αποτοξινώσεις, στην Ισπανία, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα…

Αλλά όλα αυτά αργούν ακόμα. Εν τω μεταξύ, το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου, το κοινό αποθεώνει τη Σοφία Βέμπο στο «Μοντιάλ» για την ερμηνεία -με άψογη θεσσαλική προφορά- στο «Στη Λάρισσα βγαίνει ο Αυγερινός». Κάνει τέσσερα «μπιζ», χαλάει κόσμο. Είναι ευτυχισμένη. Το επόμενο πρωινό, θα ξυπνούσε με ουρλιαχτά από σειρήνες…

 

ΠΑΙΔΙΑ, ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, το ελληνικό θέατρο γνωρίζει ανεπανάληπτες στιγμές – όλα τα θέατρα ανεβάζουν «πατριωτικές επιθεωρήσεις» που σκίζουν μες στη γενική ευφορία που δημιουργούν οι νίκες του Ελληνικού στρατού στο αλβανικό μέτωπο.

Η Βέμπο, πλησιάζει έναν νεαρό στιχουργό, κειμενογράφο και κονφερανσιέ, τον Μίμη Τραϊφόρο, που ‘χει ακούσει πως γράφει καλά  και του ζητάει να παραλλάξει του στίχους της «Ζεχρά», της επιτυχίας της και να φτιάξει ένα πολεμικό τραγουδάκι. Ξετρελαμένος, ενθουσιασμένος από το γεγονός πως η σταρ Βέμπο ζητά τη συνεργασία του, εκείνος σε ένα διάλειμμα της παράστασης σκαρώνει το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά». Της το διαβάζει, αλλά η Σοφία βρίσκει σκληρό το τέλος που λέει «αν δεν ‘ρθείτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ». Του ζητά να το αλλάξει κι ο Τραϊφόρος αντικαθιστά τον στίχο με το «με της νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά». Το ίδιο βράδυ η Σοφία το λανσάρει στη σκηνή του Μοντιά, τραγουδώντας το -μισοδιαβάζοντας τους στίχους μέσα απ’ το χαρτί-  και μια και δύο και τρεις φορές. Το κοινό παραληρεί, ο μύθος της «τραγουδίστριας της νίκης», έχει μόλις γεννηθεί. Μαζί και ο δεσμός της με τον Μίμη Τραϊφόρο – τον μοναδικό έρωτα της ζωής της…

«Ήμουν γεμάτος δέος απέναντι σ’ αυτή τη γυναίκα. Γιατί το μόνο που σου επέτρεπε ήταν να τη σέβεσαι. Δεν τολμούσα να σηκώσω τα μάτια μου να την κοιτάξω» γράφει εκείνος στο βιβλίο του «Βέμπο-Τραϊφόρος / Μια ζωή». Κι ωστόσο, η κοινή τους ζωή δεν ήταν εύκολη, ούτε η σχέση τους. Από το 1940 ως το 1957, που παντρεύτηκαν τελικά, συζούσαν αλλά ο Τραϊφόρος δεν της ήταν πιστός. Συχνά, τα έφτιαχνε με νεαρές θεατρίνες του θιάσου τους -ή και άλλων θιάσων- και οι αντιδράσεις της Σοφίας ήταν παράφορες, ακραίες. Κάποια φορά, άφησε την ορχήστρα να παίζει την εισαγωγή της «Ταμπακέρας», μπήκε στα παρασκήνια και έσπασε στο ξύλο μια μπαλαρινούλα που υποψιαζόταν πως τα είχε με τον «Μίμη της». Μια άλλη φορά, κατέβηκε από τη σκηνή -σε ένα γεμάτο θέατρο!- και έπιασε από το μαλλί μια κοπέλα που είχε δει στο βάθος ότι την φλέρταρε ο Τραϊφόρος και άλλη μια κρύφτηκε μέσα σε ένα καμαρίνι και περίμενε το «παράνομο» ζευγάρι. Όταν τελικά εμφανίστηκε, έπεσε, λένε, άγριο ξύλο.

Λέγεται ακόμα, σαν ανέκδοτο, πως κάποια στιγμή, σε κάποιο τραπέζι στην Κωνσταντινούπολη ο Έλληνας πρόξενος  της είπε: «Δεν ξέρω τι λες Σοφία για τον Τραϊφόρο, αλλά για να τον κρατάς τόσα χρόνια πρέπει να διαθέτει μεγάλα προσόντα». «Α, μπα, φήμες αγαπητέ μου, φήμες… Μεγάλα προσόντα… Σιγά… Ρωτήστε και την κοπέλα που τα γνωρίζει πολύ καλά», απάντησε η Σοφία δείχνοντας μια νεαρή τραγουδίστρια που καθόταν στο τραπέζι και αφήνοντας εμβρόντητη την ομήγυρη…

Ο ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Πίσω, στον πόλεμο, η Βέμπο τραγουδά -σε θέατρα, σε νοσοκομεία, σε σπίτια- γίνεται η εθνική φωνή που δονεί και εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο. Τις πικρές μέρες του Απρίλη του ’41 όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην έρημη Αθήνα, η Σοφία Βέμπο εξακολουθούσε να τραγουδάει από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών. Ο πρώτος άνθρωπος που πιάσανε, φτάνοντας, ήταν η Βέμπο. Τη συνέλαβαν, την κράτησαν για τρεις μέρες στις φυλακές Αβέρωφ, έκαναν έρευνα στο σπίτι της μην αφήνοντας τίποτα όρθιο και εν συνεχεία πήγαν στα στούντιο της Κολούμπια όπου σπάσανε τις μήτρες όλων των πολεμικών τραγουδιών της. (σ.σ. Τα τραγούδια που υπάρχουνε σήμερα είναι από μήτρες που στάλθηκαν αργότερα από το Λονδίνο). Λίγο αργότερα επενέβη η ιταλική καραμπινιερία που της απαγόρευσε να τραγουδάει και να περιφέρεται στην Αθήνα -γιατί προκαλούσε συναγερμό η εμφάνιση της- όπως και να φοράει τσεμπέρι, το οποίο θεωρούσαν δείγμα εθνική λεβεντιάς. Ένα βράδυ καθώς επιστρέφει στο σπίτι της, στην περίφημη μπλε πολυκατοικία στα Εξάρχεια, άγνωστοι τη γρονθοκοπούν άγρια στο δρόμο. Της αφαιρούν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος – για να ζήσει αναγκάζεται να πουλήσει ένα ακίνητο, τα κοσμήματά της, το πιάνο της. Η πείνα θερίζει στο σπιτικό της, την οικογένειά της. Φυγαδεύεται, μεταμφιεσμένη σε καλόγρια, στη Μέση Ανατολή, με το υποβρύχιο «Λάμπρος Κατσώνης». Εκεί, συνεχίζει να τραγουδά για τα ελληνικά και τα συμμαχικά στρατεύματα, σε στρατόπεδα, πλοία, σε θέατρα, οπουδήποτε. Υπολογίζεται πως στους 37 μήνες που έμεινε στη Μέση Ανατολή, η Βέμπο τραγούδησε περίπου 3.000 φορές, χωρίς μικρόφωνο, με τη συνοδεία ενός απλού ακορντεόν! Ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για κούραση, ποτέ δεν αρνήθηκε πρόσκληση, ούτε δέχτηκε αμοιβή για τις υπηρεσίες της. Όλα τα χρήματα που έβγαζε -εκτός από ελάχιστα που κρατούσε για να ζει και να ανεβάζει νέες παραστάσεις- τα πρόσφερε στον ελληνικό στρατό, σε νοσοκομεία και κοινωφελή ιδρύματα.

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ήταν τόσο φτωχή, που λέγεται πως μετά βίας συγκέντρωσε τα χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής. Αλλά οι Έλληνες την υποδέχτηκαν σαν εθνική ηρωίδα. Η αποθέωση που γνώρισε δεν είχε προηγούμενο…

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Θα ήταν λάθος να γράψει κανείς για τη rock ζωή της Σοφίας Βέμπο, χωρίς να κάνει μια αναφορά σε εκείνη τη μεγάλη περιοδεία της στη Νέα Υόρκη, τις συναυλίες της στο Carnegie Hall, τον Μάιο του ’47, τις αξεπέραστες ερμηνείες της που έκαναν τους «New York Times» να παραληρούν. Ή το θέατρό της – το θέατρο «Βέμπο», που ευτύχησε επιτέλους να αποκτήσει το 1950, στο Μεταξουργείο, και το οποίο εγκαινίασε με την πιο ακριβή επιθεώρηση που είχε ανέβει ως τότε στην Αθήνα, το «Βίρα τις Άγκυρες». Ή τις δύο και μοναδικές συμμετοχές της στον κινηματογράφο, τις μόνες «ομιλούσες εικόνες» της Βέμπο: τη μια στη «Στέλλα» και την άλλη στο «Στουρνάρα 288», όπου υποδυόταν μια ξεχασμένη δόξα του τραγουδιού.

Παραδόξως, η ιστορία αυτή «πατούσε» στην πραγματικότητα. Τα τελευταία της χρόνια, η Σοφία τα πέρασε λησμονημένη σε ένα διαμερισματάκι απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ήταν χρόνια δυστυχισμένα και μάλλον φτωχικά. Τα σοβαρά προβλήματα της υγείας της, είχαν φθείρει τη φωνή της, η πίκρα της «απόσυρσης» της έτρωγε τα σωθικά. Μόλις το ’68, η  Βέμπο, η «εθνική φωνή», η ντίβα, η βαμπ, η θιασάρχισσα για 25 χρόνια, η γυναίκα που άλλαξε την ελληνική επιθεώρηση, κατάφερε να βγάλει μια σύνταξη ανειδίκευτου εργάτη. Σε μια από τις τελευταίες της εμφανίσεις, θα κάνει το λάθος να συμμετάσχει -όπως, δυστυχώς και πολλοί, άλλοι καλλιτέχνες- σε μια χουντική φιέστα στο Καλλιμάρμαρο, όπου οι συνταγματάρχες, θα τη βάλουν με το ζόρι να πει το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά», πλαισιωμένη από τσολιάδες. Θα την κατηγορήσουν άδικα για σχέσεις με την ακροδεξιά, παρότι η ίδια, αργότερα, θα τα βάλει με τον Παττακό και τη λογοκρισία που προσπαθεί να επιβάλει στο θέατρο και το τραγούδι.  Στο τέλος, θα «ξανακερδίσει» το όνομα και την ιστορία της, όταν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του ’73 δεν θα διστάσει να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της, στη συμβολή των οδών Στουρνάρη και Πατησίων, για να περιθάλψει τους τραυματισμένους φοιτητές και φοιτήτριες που βρίσκουν καταφύγιο στο διαμέρισμά της…

Ο Τραϊφόρος βρήκε τη Σοφία νεκρή, στο κρεβάτι της, το πρωί της 11ης  Μαρτίου του 1978. Σάββατο ήταν, Απόκριες, 36 χρόνια πριν. Η Βέμπο είχε «φύγει» από εγκεφαλικό, στα 68 της. Η είδηση μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα. Τη μέρα της κηδείας της -τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, μια μέρα κρύα και βροχερή- το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών και οι γύρω δρόμοι ασφυκτιούσαν από χιλιάδες ανθρώπους, έναν λαό ολόκληρο που αποχαιρετούσε τη «φωνή» του  κλαίγοντας και τραγουδώντας. Λέγεται πως το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά», δεν ακούστηκε ποτέ ξανά από τόσο μεγάλη χορωδία…

Like.com.cy