Γραφει ο Πάνος Θεοδωρίδης… Σε αυτά τα μέρη, το καλοκαίρι η τουλάχιστον η στεγνή περίοδος κρατούσε από είκοσι μέρες έως δύο μήνες.Ο ακίνητος κόσμος, ο μονόχρωμος και εχθρικός, πλημμύριζε χρώματα, οσμές και μελωδίες, κυρίως αυτές που βγαίνουν από το ανθρώπινο κέφι.

Η αποστολή,έφτασε στους πρόποδες των βουνών και τότε είδαν ότι τα βράχια ήταν πολύ απότομα, δεν υπήρχε χώμα ούτε γιά δείγμα, και οι προσβάσεις έπρεπε να αναζητηθούν μέσα από βραχείες και βαθειές μισγάγγειες,που στρέφονταν μέσα στους όγκους και η απόληξή τους ήταν άγνωστη.

Ταλαιπωρήθηκαν αρκετές ημέρες μπαίνοντας σε αυτούς τους αυλούς και επιστρέφοντας μετά από κοπιαστικό ανήφορο,επειδή τα ξηρορέμματα ξεκινούσαν από γκρεμούς.Πουθενά δεν βρήκαν υποψία ανοίγματος σε απόσταση είκοσι ημερών από την Γετολύγη.

Όταν άρχισαν δυνατές βροχές, άκουσαν απίστευτης ορμής νερό να κατεβαίνει κλιμακωτά και όταν έφτασαν στην πηγή των ήχων, είδαν έκθαμβοι ένα ποτάμι με μικρούς καταρράκτες που ανέβαινε ψηλά,κι όσο τους επέτρεπε η θέα, κατέβαινε από δυσθεώρατο ύψος, έως και πέντε χιλιάδων ποδών.Κι όμως, ήταν ένας ζυγός εκεί, ένα σαμάρι.

Οι αποφάσεις τους ήταν δύσκολες. Επέστρεψαν σε δάσος που είχαν προσπεράσει, έκοψαν ποικιλία ξύλων,τα έφεραν εκεί όπου το ποτάμι συνέβαλε στην πεδιάδα,κατασκεύασαν φορητές κλίμακες μεγέθους είκοσι, τριάντα και σαράντα ποδών σε ζεύγη, έσφαξαν όλα τα ζωντανά, τα πάστωσαν,ξεχειμώνιασαν σε άθλιες συνθήκες και την επόμενη άνοιξη,μοίρασαν μεταξύ τους τα φορτία και τις κλίμακες και άρχισαν τον ανήφορο.Ανά μικρές αποστάσεις έθεταν σημάδια, λαυράτα και σύμβολα, ώστε να γνωρίζουν την επιστροφή τους.

Με λίγες απώλειες, έφτασαν στον ζυγό σκαρφαλώνοντας από τον Απρίλιο έως το Σεπτέμβριο και μπόρεσαν να δούν τον ανατολικό ορίζοντα.Ηταν μιά ορεινή, κακοτράχαλη έρημος,στεφανωμένη στο βάθος από μεγάλα δάση,που άφηνε να διαφανεί το περίγραμμα ενός άλλου ζυγού, ακόμη υψηλότερου, σε απόσταση είκοσι μιλίων, καθαρά προς βορρά.Το δεύτερο ξεχειμώνιασμα, σε μεγάλο υψόμετρο, διαμόρφωσε εκ τών πραγμάτων μιά ικανή ομάδα κυνηγών, που μέσα στα κενά ανάμεσα στις χιονοθύελλες,εντόπισε τους πρώτους κοκαλωμένους πεθαμένους που έμοιαζαν ναρκωμένοι.

Ηταν κάτι κοντά ανθρωπάκια, ντυμένα με πολλές στρώσεις τομάρια,αλλά από ελάφια και αρκούδες,ενώ τα στολίσματά τους ήταν κυρίως φτερά. Πουθενά κανένα θαλάσσιο είδος, φώκιες ή θαλάσσιοι λέοντες.Αν αυτοί είχαν γνώση της θάλασσας, θα ήταν θαύμα που μάλλον δεν συνέβη ποτέ.

Στο ξεχειμώνιασμα αυτό έχασαν μερικούς συντρόφους, όχι από πείνα ή κρύο ,αλλά από έναν εκρηκτικό καβγά μεταξύ των διαβασμένων, που τσακώθηκαν έντονα, ώσπου βγήκαν τα μαχαίρια γιά μία νεοπλατωνική παράγραφο περί αισθήσεων.Τρείς νεκροί.Άλλοι τέσσερις γύρισαν πίσω και διηγήθηκαν στον Πρόχορ την έως τότε πρόοδο της Άλφακου.

Το ολόγυρο των οροσειρών δημουργούσε ενδιαμέσως εξαιρετικά μαλακές πλαγιές που χωρίζονταν από αβυσαλέες χαράδρες.Οι πιό ικανοί ανιχνευτές, εκτίμησαν μεταξύ δύο μηνών και τεσσάρων ετών την κάλυψη της απόστασης από τον ένα ζυγό, της διαμονής στον άλλον, του βορρά.Δοκίμασαν αυτή τη διαδρομή και φαρμακώθηκαν ,επειδή κάθε μίλι τους προκαλούσε πάμπολλά προβλήματα, πόνους, ακρωτηριασμούς, πείνα, απώλεια χρησίμων και θανάτους.

Γι΄αυτό και ξαφνιάστηκαν μεταξύ επομένης άνοιξης και θέρους, όταν διέκριναν καπνό από σπίτια σε μεγάλη απόσταση,χωρισμένα από την θέση τους από έναν πολύ βαθύ γκρεμό. Τους πήρε δύο μήνες ακριβώς να κατεβούν και να ανεβούν την χαράδρα, περνώντας περιπέτειες που δεν είναι εύκολο να τις περιγράψω, επειδή αφ΄ενός δεν ήμουνα αυτόπτης, αφ΄έτέρου επειδή οι αυτόπτες της΄Αλφακου μπέρδεψαν τα λόγια τους περισσότερο κι από το μυαλό τους, καθώς ξεπερνώντας τον θάνατο σε εκείνην την φάση, τυλίχτηκαν με ένα προστατευτικό σκέπασμα από υπερβολές και παρανοήσεις, ώστε η υπόλοιπη ζωή τους να δικαιολογηθεί απολύτως.

Τα σπίτια που ανακάλυψαν, ήταν ξύλινα και κατοικημένα από μιά ομάδα καλοντυμένων ανθρώπων, λευκών και εξεζητημένων, που είχαν αρχηγό κάποιον ψηλό και δυνατό άνδρα που τον έλεγαν Βερενίκη.Ναι ,είχε γυναικείο όνομα, επειδή παρά το φύλο του, τον ποθούσαν όλοι οι συγκάτοικοί του και τους έδινε δημόσια και απλόχερα τις ηδονές που περνούσαν από το σώμα του.

’Ηταν καμιά εικοσαριά, οπλισμένοι με τα τελειότερα όπλα, με πολλές ευκολίες στα δωμάτιά τους, εξυπηρετούμενοι από πολλές φυλές που κατοικούσαν ακόμη πιό βόρεια.Βρέθηκαν εκεί ακολουθώντας τον λεγόμενο δρόμο του παραδείσου, αρχικά κάτοικοι στην όχθη ενός μεγάλου ποταμού, του Βόλγα, κι από εκεί, μετά από πέντε χρόνια πορεία, που συνέβη πρίν δεκαπέντε χρόνια, απέτυχαν να ανακαλύψουν τον παράδεισο που έψαχναν και εγκατέστησαν έναν δικό τους.Οι γονείς τους ήταν Χάζαροι ενώ αυτοί έτρεχαν πίσω από την κόμη της Βερενίκης.

Θησαύριζαν πουλώντας σκοτεινά αντικείμενα πόθου.Πολύτιμες πέτρες, διαμάντια,βαρύ αλάτι, εξαιρετικά αλμυρό, δέρματα λευκής φώκιας, άμβαρη φαλαινών και λεπτουργήματα από φίνο κόκκαλο.Σε αντίθεση με τους άλλους εμπόρους, δεν έτρεμαν το χιόνι και τον πάγο, αλλά ευνοούσαν ταξίδια μέ έλκηθρα που τα έσερναν σκυλιά ή τάρανδοι στα πρόθυρα και στα τελειώματα του χειμώνα.

Έστελναν συνήθως τρείς ανθρώπους και εκατοντάδες ζώα, τα οποία έτρωγαν στην διαδρομή, ώστε φτάνοντας στα επιθυμητά και απόρρητα σημεία της δύσης που ήταν εμπορικοί σταθμοί, ξεπουλούσαν, έμεναν μερικούς μήνες και επέστρεφαν με εκλεκτά προϊόντα,τρώγωντας άλλα ζώα στο δρόμο.Οι τεράστιες αποστάσεις που κάλυπταν σε διάστημα τριών και τεσσάρων μηνών,τους έφερναν, σύμφωνα με τους σοφούς της Άλφακου,σε κάποιο σημείο , που απείχε ενός μηνός ορθόδοξη πορεία βόρεια της Κασπίας, ενώ δεν έλειπαν άλλοι φιλόσοφοι που έβρισκαν τις περιγραφές των Βερενικαίων ολότελα φαντασιώδεις και επέμεναν ότι κάπως αλλοιώς τελούνταν τα εμπόρια.

Η φιλοξενία στα ξυλόσπιτα ήταν γεναιόδωρη και εγκάρδια και έμειναν από την περίσταση μερικές ωραίες συζητήσεις ανάμεσα στους εμπόρους της Βερενίκης και τους Αλφακούτιους,Αυτό που μπέρδευε την Άλφακου και τους στυγνούς πολεμιστές της, ήταν η διχογνωμία ως προς την θέση της θάλασσας.

Οι μισοί υποστήριζαν ότι δεν ξέρουν κάν τι σημαίνει η λέξη, ενώ οι άλλοι μισοί ήξεραν ακόμη και τραγούδια προς τιμήν της (εκείνο το «θάλασσα, πικροθάλασσα ,καβούρια της παλάμης»…) και περιέγραφαν τρελίτσες σε αμμουδιές και μερικά οψάρια με λεπτομέρειες τρομερές, έως τα λέπια τους.Αλλά οι ακροατές δυσπιστούσαν και στις δύο ομάδες, επειδή οι περιγραφές της μιάς μπορούσαν να προκληθούν από αναγνώσματα, ενώ η απουσία θάλασσας από τα δόντια της άλλης μπορεί να σήμαινε επίσης προσπάθεια συσκότισης.

Καθώς η Άλφακου δεν είχε αρχηγό, στάθηκε αδύνατο να αποφασίσουν τίνος τον λόγο θα έπαιρναν τοις μετρητοίς  και καθώς η ανατολική πτύχωση των βουνών φαινόταν εχθρική και δεν υπήρχε λόγος να τρέχουν στην δύση και στον βοριά ή στον Βόλγα( η Ισπανία ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση) συνεννοήθηκαν με την Βερενίκη να στείλουν στην Γετολύγη εξερευνητές ,να πάρουν την γνώμη των σοφών της.

Εως τότε, θα δοκίμαζαν, όπως και όπου κρατούσε το καλοκαίρι τα ξέφτια του, να ζητήσουν κι άλλες πηγές οδήγησης,δηλαδή οδηγίες από τη φύση, τουτέστιν να παλουκωθούν άπραγοι φιλοσοφώντας γιά το πάχος και το είδος των νεφών, παίζοντας με τις σάρκες της Βερενίκης.

Πάνος Θεοδωρίδης – TheGreekCloud