Γραφει ο Φελνικος… Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι οριακή. Η κυβέρνηση για να είναι συνεπής έναντι των δανειστών της χώρας και στο πλαίσιο του μνημονίου που έχει υπογράψει θα πρέπει να λάβει επαχθή μέτρα για εργαζόμενους, συνταξιούχους, αγρότες, φορολογούμενους. Η κοινωνική και πολιτική ένταση, ως είναι φυσικό, είναι μεγάλη και δικαιολογεί την ανησυχία όλων για τα επερχόμενα. Ανησυχία που γίνεται ακόμη μεγαλύτερη καθώς ταυτοχρόνως σημειώνονται και εξελίξεις που απειλούν ευθέως την εθνική ασφάλεια της χώρας. Το πολεμικό κλίμα στις σχέσεις Ρωσίας – Τουρκίας, η εκατόμβη νεκρών στο Παρίσι από τον ISIS, η κατάργηση ουσιαστικά του Σένγκεν και το σφράγισμα των συνόρων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οι πολεμικές επιχειρήσεις σε Συρία και Ιράκ και τα καραβάνια των προσφύγων που κατακλύζουν τη χώρα μας περιγράφουν μια “ατζέντα αίματος” στην οποίαν μπορεί να πνιγούμε. Και μεις και ολόκληρη η Ευρώπη.

Σε άλλες εποχές το αίτημα του πρωθυπουργού για σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας θα γίνονταν ασμένως δεκτό, το πιθανότερο ήταν να το απαιτούσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και οπωσδήποτε θα είχε θετική απήχηση στην κοινή γνώμη. Σε άλλες εποχές και σε μια στοιχειωδώς σοβαρή χώρα. Τώρα, αυτό το αίτημα αντιμετωπίστηκε με καχυποψία, δίχασε αντί να ενώσει τον πολιτικό κόσμο και έγινε η αφορμή για έναν ακόμη “παραπολιτικό πόλεμο” μεταξύ κυβερνήσεως και αντιπολιτεύσεως.

Σίγουρα των χειρών αδίκων ήρξατο ο πρωθυπουργός. Δεν μπορεί να τηλεφωνεί από το Ισραήλ στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος βρίσκεται στην Ιταλία, και να ζητά σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών. Δεν είναι ότι είναι άκομψο ή απαράδεκτο ούτε συνιστά μεγάλο πρόβλημα το γεγονός ότι δεν ακολούθησε τα συνταγματικώς προβλεπόμενα και δεν συννενοήθηκε προηγουμένως με τους αρχηγούς των άλλων κομμάτων. Το λάθος του Αλ. Τσίπρα είναι ότι με τον τρόπο που ο ίδιος -ή για να είμαστε περισσότερον ακριβείς το επικοινωνιακό του επιτελείο- χειρίστηκε το θέμα δόθηκε η εντύπωση ότι α) αντιμετωπίζει ένα θέμα εξόχως σοβαρό με ελαφρότητα, β) προσεγγίζει με βιασύνη και προχειρότητα ένα δομικό πρόβλημα που τα επόμενα πολλά χρόνια θα ταλανίζει τη χώρα μας, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, γ) αυτό που πρωτίστως τον ενδιαφέρει είναι να εκθέσει την αντιπολίτευση και ιδιαίτερα την αξιωματική που στερείται ηγεσίας και δ) προσπαθεί να εκβιάσει τη συναίνεση όχι για το προσφυγικό, την τρομοκρατία και τους κινδύνους που εγκυμονεί η κρίση στις σχέσεις Μόσχας – Άγκυρας, αυτή θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αλλά για τις επικείμενες ψηφοφορίες στη Βουλή, για τα προαπαιτούμενα και τον προϋπολογισμό.

Η απάντηση των επιτελών του Αλ. Τσίπρα είναι ότι ο πρωθυπουργός ήθελε να κάνει ενωρίτερον τη σύσκεψη, αλλά περίμενε να ολοκληρωθεί η διαδικασία ανάδειξης αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όμως μετά το φιάσκο στη Ν.Δ. και επειδή ουδείς γνωρίζει πότε θα εκλεγεί Πρόεδρος στη Ν.Δ. αποφάσισε να προχωρήσει και να ζητήσει να γίνει τώρα η σύσκεψη των αρχηγών. Επίσης, σύμφωνα πάντα με τους συνεργάτες του πρωθυπουργού, περίμενε να ολοκληρωθεί η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και να εγκριθεί η εκταμίευση της δόσης ώστε η σύσκεψη να γίνει σε θετικό κλίμα και η συναίνεση την οποίαν επιδιώκει να μην εκληφθεί ως συγκυριακό αίτημα βοηθείας προς την κυβέρνηση. Αντίθετα, με τη σύσκεψη, εκτός της χάραξης κοινής εθνικής γραμμής για να αντιμετωπιστούν οι εξωτερικές απειλές, ήθελε να θέσει και τα άλλα κόμματα προ των ευθυνών που έχουν από τούδε και στο εξής να μην ανακοπεί η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν χρόνια δομικά προβλήματα όπως το ασφαλιστικό, που αποτελεί “βόμβα στα σπλάγχνα του έθνους” ή να μην ψηφιστούν εκείνα τα προαπαιτούμενα της τρόϊκας (φορολογία, αγρότες κ.α.) που είναι sine qua non για τη συνέχιση της δανειακής σύμβασης και του Προγράμματος Στήριξης.

Επιπροσθέτως, ο πρωθυπουργός και με δεδομένες τις απουσίες από τη σύσκεψη των Κουτσούμπα (ΚΚΕ) και Μιχαλολιάκου (Χ.Α.) ήθελε να τονίσει πως όσοι παρευρίσκονται ψήφισαν το μνημόνιο τον Αύγουστο, ενώ υπέρ ήταν και ο Βας. Λεβέντης που τότε ήταν εκτός Βουλής. Στον αντίλογο ότι “ψηφίσαμε το μνημόνιο, αλλά όχι τα μέτρα” η απάντηση που δίνει ο πρωθυπουργού είναι: “ξέρανε και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν και δεν μπορούν τώρα να παριστάνουν τις μωρές παρθένες”. Στο επιχείρημα ότι τα θέματα κυβερνητικής πολιτικής είναι αρμοδιότητα της Βουλής και όχι σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και αν ήθελε τη συναίνεση θα έπρεπε να το αποδείξει σχηματίζοντας κυβέρνηση ευρύτερης αποδοχής τον Σεπτέμβριο και όχι να συνέχιζε με τους ΑΝΕΛ, η απάντηση που δίνει ο Αλ. Τσίπρας είναι: “με αυτό που λένε αποδεικνύεται ότι δεν θέλουν συναίνεση, αλλά συγκυβέρνηση. Το πρόβλημά τους δεν είναι η έλλειψη συνεννόησης, αλλά η απουσία τους από το γκουβέρνο”.

Στο σημείο αυτό αρχίζουν και τα δύσκολα. Κάποιοι συνεργάτες του πρωθυπουργού τού εισηγούνται να ρίξει το γάντι και να τους προτείνει να συμμετάσχουν εφόσον το επιθυμούν στην κυβέρνησή του προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι εξωτερικοί κίνδυνοι και οι εσωτερικές δυσκολίες. Ένα είδος οικουμενικής εκτάκτου ανάγκης, η οποία παρέχει στον Τσίπρα και το πλεονέκτημα να δικαιολογήσει τη “δεξιά στροφή” του ΣΥΡΙΖΑ και ισχυρισθεί, έναντι των αριστερών επικριτών του, ότι τα όσα πράττει τώρα είναι εξ ανάγκης και την ορίτζιναλ “πρώτη φορά αριστερά” κυβέρνηση θα τη δούμε αμέσως μετά, μόλις λήξει η περιπέτεια με την εγχώρια δημοσιονομική κρίση και τις πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή μας. Μια τέτοια στρατηγική, λένε, του δίνει τη δυνατότητα όταν χρειαστεί να προσφύγει, εν ευθέτω χρόνω, στις κάλπες να συνεχίσει να επικαλείται ότι ομιλεί στο όνομα της αριστεράς. Το πρόβλημα είναι ότι αποκλείεται να γίνει αποδεκτό από την αντιπολίτευση χωρίς να υπάρξει αλλαγή και πρωθυπουργού. Οι εισηγούμενοι όμως αυτή την πρόταση υποστηρίζουν ότι εφόσον απορριφθεί η κυβέρνηση θα μπορεί να υποστηρίζει ότι η θεωρία της συναίνεσης είναι κούφια λόγια της αντιπολίτευσης και το μόνο που την νοιάζει είναι να φύγει από την πρωθυπουργία ο Τσίπρας.

Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να εντατικοποιηθούν οι παρασκηνιακές συνομιλίες με παράγοντες του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού για να ενταχθούν αυτά τα δύο κόμματα στην κυβέρνηση και να σχηματιστεί μια προοδευτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα υπερβαίνει τους 180 βουλευτές, η οποία θα προχωρήσει και τις ευρύτερες θεσμικές αλλαγές που θα προβλέπονται στη δρομολογούμενη συνταγματική αναθεώρηση. Αυτή η πρόταση θεωρείται περισσότερον πραγματιστική και διαχειριστική της εξουσίας και φλερτάρει με τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε δύναμη της Κεντροαριστεράς. Όμως και σ’ αυτή την πρόταση αντιδρούν η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι καθώς θεωρούν πως οι διερευνητικές προσεγγίσεις που γίνονται είναι προσχηματικές και μόνο στόχο έχουν να βγουν ο Τσίπρας και η κυβέρνησή του από τη δύσκολη θέση που βρίσκονται ενόψει της ψήφισης του ασφαλιστικού, του αγροτικού και του φορολογικού.

“Ψάχνουν συνενόχους στο έγκλημα” λένε Φώφη Γεννηματά και Σταύρος Θεοδωράκης και συμπληρώνουν “αν εννοεί πραγματικά ο Τσίπρας αυτά που διοχετεύουν οι συνεργάτες του περί δήθεν κυβερνητικής συνεργασίας δεν έχει παρά να μας καλέσει επισήμως να συνδιαμορφώσουμε ένα εθνικό σχέδιο προτεραιοτήτων και αλλαγών που θά έχει προοδευτικό πρόσημο και θα στηρίζεται από τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις”. Πάντως οι εισηγούμενοι αυτή την πρόταση στον πρωθυπουργό επιμένουν πως η στρατηγική της “κεντροαριστερής πλαγιοκόπησης” θα ευδοκιμήσει επειδή ανταποκρίνεται αφενός στη θέληση της μεγάλης πλειοψηφίας των οπαδών της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και του Ποταμιού και αφετέρου επειδή αποτελεί επιθυμία και των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών. Αν Δημοκρατική Συμπαράταξη και Ποτάμι συνεχίσουν να την αρνούνται τελικός κερδισμένος, λένε, θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Θα συμβεί ότι και με το ΚΚΕ, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2012-2014 το καλούσε να διαμορφώσουν ένα κοινό πρόγραμμα αριστερής διακυβέρνησης και ο Περισσός αρνούνταν με αποτέλεσμα τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στον αριστερό κόσμο να εκτιναχθούν, ενώ το ΚΚΕ μειώθηκαν.

Τέλος κάποιοι άλλοι εισηγούνται να παρακάμψει ο Τσίπρας τα κόμματα της αντιπολίτευσης και να προσπαθήσει να εμφανιστεί ως ο μοναδικός πόλος σταθερότητας και εξουσίας. Στόχος της εισήγησης αυτής είναι να γίνει ο πρωθυπουργός φορέας ανατροπής του μίζερου και φθαρμένου πολιτικού σκηνικού. “Αυτή τη στιγμή”, λένε, “ο Αλέξης είναι ο μόνος ισχυρός παίχτης και ο μόνος αποδεκτός και φερέγγυος συνομιλητής των ξένων. Η αξιωματική αντιπολίτευση οδηγείται σε παρακμή και διάσπαση όπως συνέβη και με το ΠΑΣΟΚ. Αντί λοιπόν να ζητάει συναίνεση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και να αντιμετωπίζει τσιριμόνιες θα έπρεπε να καλέσει σε σύσκεψη όχι τους πολιτικούς αρχηγούς υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά τους πρώην πρωθυπουργούς στο Μαξίμου για να συζητήσει μαζί τους, επικαλούμενος τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους, για το τι νομίζουν ότι πρέπει να κάνει η χώρα προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αιφνίδιες εξωτερικές απειλές και τα εσωτερικά δομικά προβλήματα. Περισσότερα και πιο χρήσιμα είναι αυτά που θα του πουν ο Σαμαράς, ο Παπανδρέου, ο Καραμανλής, ο Σημίτης ακόμη και ο Μητσοτάκης παρά αυτά που του είπαν ο Πλακιωτάκης, η Φώφη, ο Σταύρος και ο Λεβέντης. Μια τέτοια πρόσκληση οι πρώην πρωθυπουργοί δεν μπορούν να μην την αποδεχθούν αφού σε διαφορετική περίπτωση θα κατηγορηθούν ότι δεν θέλουν να βοηθήσουν και θα ήταν ωσάν να αναιρούν την πολιτική τους διαδρομή και το αξίωμα που κατείχαν.

Ταυτοχρόνως, το μήνυμα προς τους πολίτες θα ήταν αφενός ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης και οι υφιστάμενες ηγεσίες τους ελάχιστα έχουν να προσφέρουν και αφετέρου πως η ανάγκη ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού είναι αδήριτη. Και φυσικά ο Τσίπρας θα εμφανιζόταν ως ο μόνος και αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής των εξελίξεων, ενώ οι ηγεσίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης θα περιέρχονταν σε θέση άμυνας και θα γκρίνιαζαν γιατί ο Τσίπρας τους παρακάμπτει”. Η τρίτη αυτή πρόταση προσομοιάζει περισσότερο σε ένα “περονικό μοντέλο”, όπου ουσιαστικά το μόνο που υπάρχει -σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και απαξίωσης του πολιτικού συστήματος- είναι ο ηγέτης και η αδιαμεσολάβητη σχέση του με το λαό. Είναι ήκιστα θεσμική και δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα του ευρωπαϊκού και δημοκρατικού παιχνιδιού. Τη στηρίζουν λίγοι και κυρίως αυτοί που θεωρούν πως η μόνη πηγή εξουσίας και λαϊκής νομιμοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο Τσίπρας.

Να σημειώσουμε πάντως εδώ ότι ο Τσίπρας, όταν άκουσε τις ενστάσεις της αντιπολίτευσης είπε σε στενούς του συνεργάτες: “Όταν δεν κάνω συσκέψεις και διάλογο με κατηγορούν, τώρα που κάνω πάλι με κατηγορούν. Ας διαλέξουν τι θέλουν. Θέλουν εθνική συνεννόηση ή συγκυβέρνηση. Ας βγουν και να το πουν”. Αυτό εκτιμάται πως είναι και ένα επιχείρημα που μπορεί να οδηγήσει και κάποιους βουλευτές της αντιπολίτευσης να έλθουν σε σύγκρουση με τις ηγεσίες τους ή για να το πούμε πιο καθαρά να χρησιμοποιηθεί απ’ όσους βουλευτές της αντιπολίτευσης θα ήθελαν να βρίσκονται στα έδρανα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είτε επειδή θεωρούν πως τα κόμματά τους είναι απαξιωμένα και επομένως δεν εξασφαλίζονται οι ίδιοι μελλοντικά είτε επειδή θέλουν να μετέχουν στα ωφελήματα από τη διαχείριση της κρατικής εξουσίας είτε για αλλότριους λόγους που ανάγονται στις συστημικές ισορροπίες του συστήματος.

Σημειώνουμε πάντως πως τη διεύρυνση και ανασύνθεση του κυβερνητικού σχήματος προκειμένου αυτό να γίνει πιο λειτουργικό και αποτελεσματικό, να ανταποκρίνεται στα μνημονιακά δεδομένα, αλλά και επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση, με τα όσα τραγελαφικά συμβαίνουν με την ανάδειξη νέας της ηγεσίας, δεν θεωρείται φερέγγυα ως εν δυνάμει εναλλακτικός κυβερνητικός πόλος, την επιθυμούν και κέντρα που βρίσκονται στις Βρυξέλλες και την Αθήνα.

Προσώρας, ο Τσίπρας και οι συν αυτώ θα επιθυμούσαν να τους παρασχεθεί συναίνεση για να ξεπεράσουν τον σκόπελο των επόμενων προαπαιτουμένων χωρίς να αναγκαστούν να αλλάξουν το κυβερνητικό σχήμα. Εάν αυτό δεν καταστεί τελικά δυνατό η δεύτερη επιλογή τους είναι να αναπληρώσουν τις όποιες απώλειες παρουσιαστούν με κάποιους βουλευτές του Λεβέντη, του Ποταμιού και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και όχι με κυβερνητική συνεργασία με ένα ή περισσότερα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Αφενός γιατί θεωρούν πως με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι είναι δύσκολο να επιτευχθεί κυβερνητική συνεργασία, αλλά και επειδή δεν τη θέλουν καθώς τα προβλήματα που θα δημιουργούνταν στον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν περισσότερα από αυτά που θα έλυνε και αφετέρου επειδή σύμπραξη με το κόμμα του Βας. Λεβέντη θα γελοιοποιούσε την έννοια “κυβέρνηση της Αριστεράς” με δεδομένη και τη συμμαχία με τους δεξιόστροφους ΑΝΕΛ. “Θα γέλαγαν οι κότες αγκαλιά με τις μαϊμούδες” λένε χαρακτηριστικά υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.

Στου Μαξίμου πάντως παρακολουθούν με ενδιαφέρον τα όσα συμβαίνουν στη Ν.Δ. και δεν αποκλείουν εάν η αξιωματική αντιπολίτευση διασπαστεί να υπάρξουν ανεξαρτοποιήσεις βουλευτών, κάποιοι από τους οποίους θα μπορούσαν να στηρίξουν την κυβέρνηση. Ο Παν. Καμμένος υποστηρίζει πως θα μπορούσε, στην περίπτωση αυτή, η κυβερνητική πλειοψηφία να ενισχυθεί με 5-7 βουλευτές. Δύο-τρεις βουλευτές που θα στήριζαν σε περίπτωση κρίσης την κυβέρνηση υπάρχουν, όπως λέγεται, και στην Ένωση Κεντρώων. Κυρίως εντοπίζονται σ’ εκείνους που δεν θα ήθελαν να παραδώσουν, μετά από εξάμηνη ή ενιαύσια θητεία, τη βουλευτική τους έδρα, όπως έχει δεσμευθεί δημόσια ότι θα γίνει ο Βας. Λεβέντης.

Από το χώρο του Ποταμιού βουλευτές, όπως η Κατερίνα Μάρκου και ο Σπύρος Δανέλλης θα μπορούσαν επίσης, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, να στηρίξουν την κυβέρνηση καθώς και οι δύο προέρχονται από τη ΔΗΜΑΡ. Στο χώρο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης είναι δύσκολο να υπάρξουν αποσκιρτήσεις. Από τους βουλευτές της μόνον ο Κ. Σκανδαλίδης, ο οποίος θεωρεί πως ο ιστορικός κύκλος του ΠΑΣΟΚ έχει κλείσει, έχει ταχθεί υπέρ της προσέγγισης με τον ΣΥΡΙΖΑ υπό τον όρο ότι αυτός θα κάνει βήματα προσγείωσης στην πραγματικότητα. Τέτοια βήματα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει και μάλιστα πολλά, περισσότερα κι απ’ όσα ίσως θα περίμενε ο Κ. Σκανδαλίδης. Είναι όμως αυτά ικανά για τον κάνουν να αθροιστεί στην κυβερνητική πλειοψηφία; Δύσκολο. Εάν όμως το ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ κάνει αυτό το βήμα θα πρέπει μάλλον να θεωρήσουμε βέβαιο πως θα τον ακολουθήσει τουλάχιστον και ο βουλευτής Ηλείας Γιάννης Κουτσούκος.

Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση με τα μέτρα για το Ασφαλιστικό και τους αγρότες που πρέπει να ψηφίσει εισέρχεται σε διακεκαυμένη ζώνη. Το παρήγορο γι’ αυτή είναι ότι η τρόϊκα συμφώνησε να μετατεθεί για τον Ιανουάριο η συζήτηση για τους αγρότες, όπου το πρόβλημα είναι μεγάλο καθώς πληροφορίες αναφέρουν πως τουλάχιστον οκτώ (βουλευτές) θα αρνηθούν να δώσουν ψήφο. Με το Ασφαλιστικό τα πράγματα είναι πιο εύκολα αφού οι διαφωνίες, προσώρας τουλάχιστον, περιορίζονται σε δύο βουλευτές. Πάντως, όπως μας έλεγε παράγων του δημοσίου βίου, που γνωρίζει από πρώτο χέρι όσα τεκταίνονται στα πολιτικά παρασκήνια “ο Τσίπρας με τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών δεν αποζητούσε συναίνεση. Βγήκε για να ψαρέψει χάνους που θα τον βοηθήσουν να συνεχίσει να κυβερνά”. Με την τύχη που έχει δεν αποκλείεται και να τους βρει. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο πως κάποιοι, μετά και το φιάσκο με την εκλογή αρχηγού στη Ν.Δ., του έχουν δώσει το προσωνύμιο …Γκαστόνε της πολιτικής.

Φελνικος – matrix24.gr