Ο βιομηχανικός προστατευτισμός και η εμπορική δύναμη της ΕΕ αποδίδουν…

Ένας απ’ τους τομείς που υπέστησαν τη μεγαλύτερη αποβιομηχάνιση στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια είναι η χαλυβουργία. Η σημαντικότερη αιτία της κρίσης είναι οι υπερβολικές ικανότητες παραγωγής της Κίνας, η οποία είχε συσσωρεύσει υπερβολικό κεφάλαιο για την κατασκευή γραμμών παραγωγής στις καλές εποχές της διεθνούς οικονομίας, όταν η ναυτιλία, η αυτοκινητοβιομηχανία, οι σιδηρόδρομοι και τα έργα υποδομής ανέβαιναν συνεχώς.
Η κατανάλωση και οι επενδύσεις στις δυτικές χώρες – και κυρίως στην Ευρώπη – επλήγησαν μετά την κρίση του 2008-09, με αποτέλεσμα να απομείνει αχρησιμοποίητο το 32% των ικανοτήτων παραγωγής της κινέζικης χαλυβουργίας το 2015. Αυτή η κρίση υπερσυσσώρευσης, με τη σειρά της, έφερε κατάρρευση των τιμών του χάλυβα παγκοσμίως διότι οι Κινέζοι παραγωγοί πλημμύρισαν τις αγορές με φτηνό χάλυβα, ως ένα είδος έμμεσης επιδότησης εξαγωγών από την κινέζικη κομμουνιστική γραφειοκρατία, και αυτή η κατάρρευση των τιμών έφερε αλυσιδωτές πτωχεύσεις πολλών άλλοτε κραταιών ευρωπαϊκών εταιρειών. Ακόμα και η ArcelorMittal, η μεγαλύτερη χαλυβουργία του κόσμου, εξαναγκάστηκε να κλείσει τις τελευταίες υψικαμίνους στη Γαλλία, χώρα της σιδηρουργίας Arcelor που εξαγόρασε ο Ινδός μεγιστάνας Lakshmi Mittal, λόγω των ζημιών ύψους 3 δισεκατομμυρίων ευρώ που συσσώρευσε το 2015.
Η δε ραγδαία αποβιομηχάνιση σε παλιές βιομηχανικές περιοχές όπως η Λωρραίνη έφερε, με τη σειρά της, μια εκρηκτική άνοδο της Άκρας Δεξιάς της Marine Le Pen, η οποία τρέφεται με την ανεργία, τη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και την οικονομική εξαθλίωση του πρώην προλεταριάτου.
Και η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα σ’ όλα αυτά; Πολλοί την κατηγόρησαν και συνεχίζουν να την κατηγορούν για ολιγωρία ή και αδράνεια μπροστά στη ραγδαία αποβιομηχάνιση, ενώ το πνεύμα των καιρών επιτάσσει να αναδεικνύουν τα θεσμικά της όργανα πόσο οικονομικά φιλελεύθερη, ανοιχτή και μη προστατευτική είναι η Ένωση, παρά τις ραγδαίες οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις με την παγκοσμιοποίηση.
Στην πραγματικότητα, η ΕΕ έχει ήδη αρχίσει να εφαρμόζει βιομηχανικό προστατευτισμό εκμεταλλευόμενη το οικονομικό και εμπορικό της μέγεθος, χωρίς όμως να το λέει. Και πολύ καλά κάνει, διότι αποδίδει, όπως αποδεικνύεται από δύο αλληλοσυνδεόμενες δημόσιες πολιτικές.
Η ΕΕ πρόσφατα θέσπισε φορολογικά μέτρα anti-dumping για να πλήξει τον αθέμιτο ανταγωνισμό των προϊόντων της κινέζικης και της ρωσικής χαλυβουργίας.
Αυτό το μέτρο έφερε αποτελέσματα: οι εισαγωγές μειώθηκαν δραματικά από την Κίνα και τη Ρωσία και οι τιμές παραγωγού ανέβηκαν για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία. Τόσο οι βιομήχανοι όσο και τα εργατικά συνδικάτα διαπίστωσαν εν τοις πράγμασιν ότι η ευρωπαϊκή πολιτική κινείται και ότι βελτιώνει τις συνθήκες αγοράς.
Σε αυτό το πρώτο μέτρο δημόσιας πολιτικής προστέθηκε ένα δεύτερο. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ δήλωσε πρόσφατα ότι «είναι κρίσιμο να αποδείξουν οι κινεζικές αρχές πως αντιμετωπίζουν αξιόπιστα το πρόβλημα των υπερβολικών ικανοτήτων παραγωγής, διότι αυτό θα είναι ένα τεστ την εποχή που η Επιτροπή μελετά τη μεταχείριση της Κίνας σε έρευνες anti-dumping και κρυφών επιδοτήσεων».
Πράγματι, μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου 2016, η ΕΕ θα πρέπει να αποφασίσει αν θα δώσει στην Κίνα το πολυπόθητο «καθεστώς οικονομίας της αγοράς», κάτι που θα ανοίξει περισσότερο τις αγορές σε εισαγωγές εκατέρωθεν, με μειωμένο κίνδυνο φορολογικών και δασμολογικών μέτρων anti-dumping.
Το μήνυμα ήταν σαφές: Αν η Κίνα δε συνεργαστεί, με δεδομένο ότι οι μεγάλες χαλυβουργίες της είναι ελεγχόμενες είτε από το ίδιο το κράτος είτε από τις περιφέρειες, θα τεθεί σε κίνδυνο ο μεγαλύτερος εξαγωγικός προορισμός της κινέζικης οικονομίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και ω! του θαύματος, η κρατικά ελεγχόμενη χαλυβουργική εταιρεία Wisco ανακοίνωσε στις 20 Σεπτεμβρίου ότι θα συγχωνευθεί με τον γίγαντα Baosteel για να δημιουργήσει τον δεύτερο μεγαλύτερο όμιλο στον κόσμο μετά την ArcelorMittal.
Ενώ κανονικά θα έπρεπε η ανάδειξη ενός νέου ισχυρού ανταγωνιστή να ανησυχήσει τον ινδοευρωπαϊκό κολοσσό, στην πραγματικότητα τον χαροποιεί, διότι η συγχώνευση θα φέρει μείωση της παραγωγής χάλυβα έως 150 εκατομμύρια τόνους έως το 2020 (12,5% της σημερινής κινέζικης παραγωγής).
Απομένει βέβαια – και αυτό θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον – να δούμε πώς θα διαχειριστεί το κινέζικο μανδαρινάτο την απόλυση 500.000 εργατών στη χαλυβουργία και σιδηρουργία χωρίς να ξεσπάσουν τοπικές εξεγέρσεις. Διότι η τελευταία – αλλά όχι λιγότερο σπουδαία – επίπτωση των μέτρων βιομηχανικού προστατευτισμού, που επιτέλους αποφάσισε να ενεργοποιήσει η ΕΕ, δεν είναι άλλη από τη σταδιακή μεταμόρφωση της Κίνας σε μια οικονομία περισσότερο βασισμένη στις υπηρεσίες και στην κατανάλωση της – πελώριας πια – μεσαίας της τάξης.
φωτο:Η δυναστεία των Krupp