Τα μηδενικά επιτόκια δεν θα κρατήσουν για πάντα

Τραπεζικά στελέχη, εποπτικές αρχές και οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι έχει παραταθεί υπερβολικά η εποχή των μηδενικών επιτοκίων και εκφράζουν φόβους για ενδεχόμενες νέες φούσκες και διεύρυνση της ανισότητας.

Καθώς οι χρηματαγορές ετοιμάζονται για την πρώτη αύξηση των επιτοκίων σε ΗΠΑ και Βρετανία έπειτα από σχεδόν μια δεκαετία, επικρατεί η αίσθηση ότι οι πολιτικές του μηδενικού κόστους δανεισμού, του τυπώματος χρήματος και των αγορών ομολόγων δημιουργούν δυσανάλογα πολλά προβλήματα.

«Είναι λάθος να διατηρούνται τα επιτόκια χαμηλά για τόσο καιρό καθώς καλλιεργούν αίσθημα υπερβολικής ασφάλειας και οδηγούν σε κοινωνική ανισότητα» δήλωσε στο Ρόιτερς υψηλόβαθμο στέλεχος βρετανικής τράπεζας.

Η ίδια άποψη ακούγεται σε πολλούς τραπεζικούς κύκλους και μεταξύ εποπτικών αρχών. Οι κύκλοι αυτοί εκφράζουν φόβους πως έχουν εξαντληθεί τα αποθέματα της νομισματικής πολιτικής για την περίπτωση νέου σοκ στην οικονομία ή στις χρηματαγορές καθώς και για το ότι ο υπερβολικά φθηνός δανεισμός έχει οδηγήσει ομόλογα και μετοχές σε ιστορικά υψηλά επίπεδα χωρίς ανάλογη επιτάχυνση στην παγκόσμια ανάπτυξη.

Παράλληλα πρέπει να αντιμετωπισθεί η έλλειψη ορατού καταφυγίου σε έναν κόσμο υπερτιμημένων περιουσιακών στοιχείων. «Τα κλασικά ασφαλή καταφύγια ίσως δεν είναι τόσο ασφαλή» επισημαίνει ο Ρους Κέστεριχ της Blackrock. «Οταν προσπαθούμε να σταθεροποιήσουμε τις αγορές, η ποσοτική χαλάρωση αποδίδει» επισημαίνει ο Αντριου Μπολς της PIMCO. Τονίζει, όμως, πως «όταν προσπαθούμε να εναρμονίσουμε ανάπτυξη και πληθωρισμό, όλα δείχνουν πως η ποσοτική χαλάρωση δεν είναι το κατάλληλο εργαλείο».

Ακόμη και ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, που φέτος κατέφυγε στην ποσοτική χαλάρωση, αναγνώρισε την περασμένη εβδομάδα πως οι επενδυτές πρέπει να συνηθίσουν στην αστάθεια στις αγορές ομολόγων και στην άνοδο των αποδόσεων των γερμανικών δεκαετών ομολόγων που βρίσκονταν για καιρό σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα.

Εκείνο, όμως, που έχει προκαλέσει δημόσια αντιπαράθεση και πολιτική πίεση για αλλαγή πορείας είναι η ανησυχία ότι τα μηδενικά επιτόκια και η ποσοτική χαλάρωση έχουν διευρύνει το χάσμα της ανισότητας. Πολλοί εκφράζουν φόβους πως το φθηνό χρήμα μπορεί αρχικά να βοηθήσει τους εργαζόμενους σταθεροποιώντας και ενισχύοντας την απασχόληση αλλά η δυσανάλογη και επίμονη άνοδος των μετοχών, των ομολόγων και των ακινήτων, που κατέχουν κυρίως οι πλουσιότεροι, έχει οξύνει την ανισότητα ενώ περικόπτονται οι δημόσιες δαπάνες.

Ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτζ υποστηρίζει πως η ποσοτική χαλάρωση ενίσχυσε τον πλούτο της ελίτ που συνήθως έχει πολύ περισσότερες μετοχές και ακίνητα από τη μεσαία τάξη. Από το 2012, για παράδειγμα, συνολικά οι αποδόσεις των μετοχών έχουν αυξηθεί κατά 50%. Οι έρευνες για τους εκατομμυριούχους επενδυτές, συμπεριλαμβανομένης μιας που εξεπόνησε φέτος η Morgan Stanley, καταδεικνύουν πως έχουν στην κατοχή από το 50% ώς τα 2/3 των μετοχών και των ακινήτων και λιγότερο από το 30% των μετρητών και των ομολόγων. Την ίδια στιγμή ερευνητές της Federal Reserve της Φιλαδέλφειας εκτιμούν πως η νομισματική πολιτική λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό εξισορροπητικά και συνδράμει στην αναδιανομή του πλούτου.

Επισημαίνουν, για παράδειγμα, πως το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού, που κατέχει το 1/3 του συνολικού πλούτου στις ΗΠΑ, έχει κερδίσει τα 2/3 του εισοδήματός του από επενδύσεις κεφαλαίου και επιχειρήσεις, κυρίως δηλαδή από μετοχές και περιουσιακά στοιχεία που έχουν ενισχυθεί τόσο από τα χαμηλά επιτόκια. Υπεραμυνόμενος της ποσοτικής χαλάρωσης υπό την προεδρία του, ο πρώην πρόεδρος της Fed, Μπεν Μπερνάνκι, υποστήριξε την περασμένη εβδομάδα ότι περιμένουμε πολλά από τις κεντρικές τράπεζες τονίζοντας: «αν όσοι χαράσσουν δημοσιονομική πολιτική προωθούσαν περισσότερο την ανάκαμψη και την απασχόληση, η νομισματική πολιτική θα ήταν λιγότερο επιθετική».

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ