Η ζωή την εποχή της λιτής ευτυχίας…

Γράφει ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης… Με βλέμμα θαυμαστικό, διαπορών, διαβάζει κανείς τις ειδήσεις περί διορισμού καθαριστριών στα δικαστήρια, ενώ την ίδια στιγμή άνθρωποι δημιουργικοί που έχουν προσφέρει στην ελληνική κοινωνία αναγκάζονται, λόγω της παρατεταμένης οικονομικής καχεξίας να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους με φαρμακωμένη την καρδιά.

Θα πάει μακριά αυτή η βαλίτσα; Θα συνεχίσει έτσι για πολύ; Θα βάλουμε τελικά ταφόπλακα σε σχέδια, όνειρα, ζωές; Αυτά ταλανίζουν το νου νέων και γέρων που έχουν μάθει να δουλεύουν και να προσφέρουν και που βλέπουν, καθημερινά, άλλοτε να στενεύουν τα περιθώρια και άλλοτε να κλείνουν οι πόρτες των επιλογών.

Έχω ένα φίλο νευροχειρουργό 58 ετών που μαθαίνει νορβηγικά για να μεταναστεύσει αφού, όπως λέει ο ίδιος, «δεν έχω ούτε τα στοιχειώδη μέσα πια για να σώσω ζωές», ενώ ένας λίγο μικρότερός του, 54 ετών, φιλόλογος, ετοιμάζεται να φύγει για τη Γερμανία, αφού εδώ πια δεν υπάρχει η παραμικρή ελπίδα. Άνθρωποι ανήσυχοι, δημιουργικοί, άνθρωποι που ποτέ δεν βολεύτηκαν σε κομματικά θερμοκήπια και κρατικά υπνωτήρια με εξασφαλισμένους πόρους και «προοπτικές», ασφυκτιούν σε ένα περιβάλλον, όπου εκτός από τη συστηματική, άγαρμπη και ξεδιάντροπη εξόντωση κάθε τι που δεν ανήκει στο πελατειακό κράτος, δηλαδή όλων εκείνων που αγόγγυστα το συντηρούν με τους φόρους τους, έχουν να αντιμετωπίσουν και την παρακμιακή ιδεολογία της ήσσονος προσπάθειας και την αντιπνευματική ισοπεδωτική ατμόσφαιρα που καλλιεργείται εδώ και δεκαετίες.

Μέσα σε αυτό το καφκικό περιβάλλον, μέσα στο περιβάλλον του σκότους και του ζόφου όμως θα πρέπει, όσοι μείνουμε, όχι μόνο να αντέξουμε την κακοδαιμονία των καιρών αλλά και να ξαναφτιάξουμε τις ζωές μας. Δεν μπορούμε να φύγουμε όλοι από τη χώρα. Δε γίνεται να μεταναστεύσουμε κάπου αλλού, αναζητώντας τη Γη της Επαγγελίας. Πολλοί θα μείνουμε εδώ και θα παλέψουμε, όσο μπορεί και όσο αντέχει ο καθένας, να οργανώσει τη ζωή του σύμφωνα με τα νέα δεδομένα.

Δεν θα έχει η νέα ζωή την αφθονία της προηγούμενης. Θα ζήσουμε και, πολλοί από εμάς, θα τελειώσουμε τις μέρες μας σε μια εποχή που θα την έλεγα της λιτής ευτυχίας. Με μέσα λιγοστά και φτωχικά θα πρέπει να ξανακάνουμε σχέδια και να τα υλοποιήσουμε. Παράλληλα, ο μόνος τρόπος για να γίνει κάτι σ’ αυτόν τον τόπο, σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, είναι η απομόνωση των τοξικών ανθρώπων, των ανθρώπων που τα τελευταία έξι χρόνια έσπειραν το διχασμό, το μίσος, τη δυσανεξία. Είναι τα κινούμενα ανθρώπινα βαρέλια με πυρηνικά απόβλητα, τα οποία μολύνουν το περιβάλλον, το έδαφος της σποράς και το πλούσιο δημιουργικό υπέδαφος, με τη λατρεία της μετριότητας και τη θεοποίηση της κομματοκρατίας. Ζούμε στην εποχή όπου το κόκκινο πλαστικό γάντι είναι το σύμβολο της αναξιοκρατίας, του ανερυθρίαστου κομματισμού, της δολοφονίας κάθε υγιούς και δημιουργικής δύναμης σε αυτό τον τόπο.

Η συγκυβέρνηση των δύο άκρων αυτοσχεδιάζοντας πάνω στα γνωστά εμμονοληπτικά της μοτίβα, απονεκρώνει και αποτελειώνει ό,τι είχε καταφέρει να μείνει όρθιο τα τελευταία χρόνια. Κυρίως όμως δολοφονεί την ελπίδα για μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή ζωή. Στόχος της δεν είναι άλλος από τη δημιουργία μιας κοινωνίας κλειστοφοβικής, εσωστρεφούς, καχεκτικής και δυσανεκτικής, όπου το άχθος της καθημερινής βιωτής δεν θα αφήνει περιθώρια για σκέψη και αναστοχασμό, για δημιουργία και ανδρεία αντιμετώπιση των προκλήσεων και των ανησυχιών του πνεύματος. Μια κοινωνία σε μαρασμό είναι πιο εύκολο να την διοικείς από μια κοινωνία σε δημιουργική πτήση. Αυτό ήθελαν εξ αρχής και πάντα να κάνουν, αυτό κάνουν. Θα τους αφήσου

Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης – BooksJournal.gr