Ένα βράδυ πού `βρεχε…

Τον γνώρισα από κοντά. Ήταν το 1971, όταν γύριζε στον Πειραιά, με τον Μπελμοντό, τη Νικόλ Καλφάν, και τη Νταϊάν Κίτον, τους “Διαρρήκτες” του Ανρί Βερνέιγ, σε μουσική του θεϊκού Ένιο Μορικόνε.

Ήταν εκείνη η ταινία, στην οποία απολαύσαμε το πιο απίθανο κυνηγητό με αυτοκίνητα, που άρχισε από την “Παγόδα” του ΟΛΠ και τέλειωσε στον Προφήτη Ηλία!

Πιτσιρικάς ρεπόρτερ τότε, είδα έναν απλούστατο άνθρωπο, γοητευτικό, λες και δεν ήταν ο μεγάλος σταρ. Στην ταβέρνα του Καμαράτου, τότε που ο Προφήτης Ηλίας είχες ακόμα χωματόδρομους, απολάμβανε μεζέδες και έπινε ρετσίνα, σιγοτραγουδώντας ελληνικά τραγούδια, ενώ τον συνόδευε στη κιθάρα ο Βαγγέλης Μεταξάς, από το “Τρίο Κιτάρα”.

Ο Ομάρ Σαρίφ, έζησε μια ζωή έντονη, καθοδηγούμενος από το μεγάλο του πάθος για το τσιγάρο και την αδυναμία του στο επαγγελματικό μπριτζ.

Ένα απόγευμα, πριν χρόνια, προσπαθούσα να μαγειρέψω, κοιτάζοντας από την κουζίνα μας τη θάλασσα. Έκοβα κρεμμύδια και καρότα, για να φτιάξω μια σάλτσα δικής μου εμπνεύσεως, βλέποντας ταυτόχρονα τηλεόραση. Αφού είχα γλιτώσει στο “παρά ένα” τα δάχτυλά μου από το κοφτερό μαχαίρι, βλέπω, ξαφνικά, στην οθόνη τον Νίκο Αλιάγα, να συνομιλεί με τον Ομάρ Σαρίφ!

Ήταν τότε που ο σπουδαίος αυτός Έλληνας περφόρμερ, έκανε εκπομπές στην ελληνική τηλεόραση και είχε πετύχει τον Σαρίφ κάπου στη Γαλλία.

Εκεί, μεταξύ κουζίνας, θάλασσας και μαχαίρας, άκουσα τον Σαρίφ να λέει ότι το μεσαίο του όνομα είναι “Δημήτρης”, ότι δεν υπήρξε ποτέ “γόης”, αλλά αντίθετα, είχε πολύ μετρημένες σχέσεις με γυναίκες στη ζωή του.

Για κοίτα, βρε παιδί μου. Ο γόης Ζιβάγκο, έλεγε ότι ζούσε από χρόνια μια μοναχική ζωή, ότι δεν είχε κατακτήσεις, ότι ήταν μάλλον ντροπαλός και δύσκολος με τις γυναίκες!

Κι όταν γαλήνεψε ακόμη περισσότερο, αυτός ο άνθρωπος με την ελληνικότατη κατατομή και έκφραση, άρχισε τις αποκαλύψεις.

“Μεγάλωσα στην Αλεξάνδρεια, παρέα με πολλούς Έλληνες. Έμαθα να τραγουδάω ελληνικά και να γλεντάω ελληνικά. Ερχόμουν πολλές φορές για να γλεντήσω στην Ελλάδα, στα μπουζούκια. Μου άρεσε να σπάω πιάτα! Γιατί σταματήσατε το σπάσιμο των πιάτων; Δεν μου αρέσει που πετούν λουλούδια στην πίστα! Πιάτα, μόνο πιάτα! Αγαπώ την Ελλάδα, είναι στο αίμα μου”.

Κι ενώ χαμογελούσε στο φακό, με εκείνο το υπέροχο χαμόγελο, παρά το ότι οπ χρόνος άρχιζε να σμιλεύει το καθαρό του πρόσωπο , που θύμιζε Έλληνα ομορφάντρα της εποχής της καλής Ελλάδας, άρχισε να τραγουδάει σε άπταιστα ελληνικά.

“Ένα βράδυ πού `βρεχε/ πού `βρεχε μονότονα”….

Μάλλον δεν έβρεχε στο Κάιρο, την πόλη που επέλεξε να πεθάνει ο Σαρίφ, επιστρέφοντας στη γη που τον γέννησε.

Γειά σου ρε Ομάρ, Δημήτρη. Σε αγαπήσαμε…