Σάββατο βράδυ στην Επίδαυρο. Γιατί τι καλύτερο να κάνεις στην Αθήνα. Γιατί όταν τα πράγματα ζορίζουν καλό είναι να κοιτάς λίγο στο σοφό παρελθόν σου. Γιατί εκεί “διδάσκονται” οι “Αχαρνείς”.

Το πλήθος από νωρίς έχει αρχίσει να συγκεντρώνεται. Και να ανηφορίζει σιγά σιγά προς το θέατρο. Μπλέκω με το πλήθος. Προσπαθώ να ακούσω τις συζητήσεις τους. Κάποιοι ήδη σε διακοπές. Κάποιοι σχεδιάζουν διακοπές. Κάποιοι αναπολούν διακοπές. Την ίδια στιγμή ήταν σε εξέλιξη ένα ακόμη eurogroup. Η εξέλιξη του οποίου μάλλον δεν απασχολούσε κανέναν. Με παραξενεύει, αλλά μετά από πρόχειρη σκέψη δεν το βρίσκω και τόσο παράξενο. Είναι λογικό οι άνθρωποι να θέλουν στιγμές ξεγνοιασιάς και ψυχαγωγίας μετά από ένα μακρό διάστημα πίεσης και έντασης.

Μπαίνουμε στον επιβλητικό χώρο και καθόμαστε. Λίγο μετά τις πίσω θέσεις καταλαμβάνει μια παρέα-μικρό πολύβουο σόι. “Αχαρνείς” συστήνονται στον χώρο που ήρθαν να δουν την παράσταση αναφορά στα “ξαδέρφια” τους. Πριν ακόμη “καθίσει” ο θόρυβος της εγκατάστασης των Αχαρνών, δύο μαξιλάρια τοποθετούνται προσεκτικά στα μπροστά μου μάρμαρα. Από μια τσάντα βγαίνει ένα θερμός, ένα κινητό και το απαραίτητο πλέον σε κάθε εξόρμηση selfie stick.

Το ζευγάρι -από τη Δράμα μας ανακοινώθηκε- τοποθέτησε με προσοχή το κινητό στο selfie stick και άρχισε να αποθανατίζει τον χώρο και εαυτούς από κάθε δυνατή γωνία. Κυριολεκτικά. Μετά ρωτηθήκαμε εάν θέλουμε να φωτογραφηθούμε εμείς. Αρνηθήκαμε με προσποιητή ευγένεια. Ακάθεκτος ο φωτογράφος συνέχισε με τους Αχαρνείς. Δέχτηκαν με χαρά. Πόζαραν με στόμφο. Και μπριο.

Ο ήλιος αφού έκανε ένα μικρό παιχνίδι με τα χρώματα αποσύρθηκε και έδωσε έτσι το σύνθημα να αρχίσει η παράσταση. Οι “Αχαρνείς” βαδίζοντας σε παράταξη ξεκίνησαν την διδασκαλία.

Την υπόθεση την είχα διαβάσει μικρός σε κάτι κόμικ που είχαν διασκευάσει τις κωμωδίες του μεγάλου δημιουργού. Από αναζήτηση στο ίντερνετ πριν την παράσταση είχα μάθει ότι την συγκεκριμένη κωμωδία (την τρίτη του) την είχε ολοκληρώσει στα 20. Είχε κερδίσει μάλιστα και το πρώτο βραβείο στα Λήναια το 425 π.Χ.

Φωτορυθμικά και δυνατή μουσική αναλαμβάνουν να μας μεταφέρουν στην Αθήνα του Πελοποννησιακού πολέμου. Μια Αθήνα που προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της από τον φοβερό λοιμό που αποδεκατίζει τον πληθυσμό της. Με τον πόλεμο στον έβδομό του χρόνο και τους κατοίκους όλης της Αττικής στριμωγμένους στα Μακρά Τείχη να παρασιτούν μακριά από τον τόπο τους και τις δημιουργικές τους ασχολίες.

Και κάπου εκεί εμφανίζεται ο Δικαιόπολις. Από τις Αχαρνές. Μπουχτισμένος από την πολεμοκαπηλεία και από την αναγκαστική αργία στην οποία έχει τεθεί. Και προσπαθεί να ακουστεί στο υπέρτατο όργανο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, την Εκκλησία του Δήμου. Μάταια. Η φωνή του καλύπτεται από τις ιαχές των πολεμόχαρων. Από τα απατηλά δώρα που υπόσχονται φίλιες -άλλοτε εχθρικές- δυνάμεις. Και ξαφνικά ο Αριστοφάνης γίνεται επίκαιρος.

Πρέσβεις των Αθηνών φέρνουν υποσχέσεις για χρηματική βοήθεια από τους Πέρσες. Ο προαιώνιος εχθρός που δεν κατάφερε να επιβληθεί με την στρατιωτική πυγμή ζητάει την ιστορική ρεβάνς με την δύναμη του χρήματος. Και οι Σκύθες. Ένας λαός αμόρφωτος -σύμφωνα με τους Αθηναίους που τους είχαν για να αστυνομεύουν τα της Πολιτείας τους την καλή εποχή- στέλνουν ένα στρατιωτικό σώμα. Όχι ακριβώς αξιόμαχο, σίγουρα ιδιαίτερα πεινασμένο. Οι αναγωγές δικές σας.

Ο ήρωάς μας όμως δεν κάμπτεται. Επιχειρεί και καταφέρνει να κάνει ειρήνη με τους Σπαρτιάτες. Και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, τα “εκτός γραμμής” νέα ταξιδεύουν γρήγορα. Και ο συμπαθής Δικαιόπολις γίνεται γρήγορα ο προδότης. Και καταδιώκεται για αυτό. Για ποιο; Γιατί ήθελε να επιστρέψει στην κανονικότητα του. Να επιστρέψει στην παραγωγική διαδικασία, στην οικογένειά του, στους Θεούς του.

Εν αρχή ην ο λόγος, και με τη βοήθειά του ο πρωταγωνιστής καταφέρνει και πείθει μέρος των συμπολιτών του, που του παραχωρούν το δικαίωμα να γυρίσει στο μέρος του. Και το πρώτο πράγμα που κάνει για να εδραιώσει την ειρήνη, είναι να φτιάξει την αγορά. Για να μπορέσει να παράξει και να εμπορευθεί τα εμπορεύματά του. Να δημιουργήσει σχέσεις με τις υπόλοιπες Πολιτείες που δεν θα βασίζονται στην παραμορφωτική δύναμη της στρατιωτικής ισχύος.

Η κωμωδία τελείωσε με μια γιορτή αφιερωμένη στον Διόνυσο. Και σιγά σιγά οι θεατές άρχισαν να παίρνουν τον δρόμο τις επιστροφής. Οι περισσότεροι κοίταγαν τα κινητά τους. Κάποιοι τα social media, άλλοι ενημερωτικά sites. Τα γεγονότα ήταν ακόμη σε εξέλιξη.

Σκεφτόμουν αν είναι τόσο επίκαιρος ο Αριστοφάνης, ή αν το ανθρώπινο είδος είναι καταδικασμένο να ζει σε συνεχείς ιστορικές λούπες. Σκεφτόμουν τις τελευταίες μέρες. Και προσπαθούσα να καταλάβω αυτές που έπονται.

Θα μπορούσαμε, πιθανόν, να καταναλώσουμε την ενέργεια που σπαταλάμε για να σφαχτούμε μεταξύ μας στην προσπάθεια να αλλάξουμε τη χώρα (που τόσο αγαπάμε) και να αποδείξουμε πόσο σπουδαίο έθνος είμαστε (ακόμα). Μάλλον ναι.

Θα μπορούσαμε ως απάντηση σε οτιδήποτε να επανέλθουμε στην παραγωγική μας διαδικασία. Στην πλέον δημιουργική της μορφή. Ο κόσμος αλλάζει, αλλά οι απαιτήσεις είναι οι ίδιες. Στο χθεσινό θρίλερ των Βρυξελλών οι μέχρι πρότινος ισορροπίες δείχνουν ότι αλλάζουν. Οι “αρχαίοι λαοί” -κυρίως της Μεσογείου-  δείχνουν ότι θυμούνται την ιστορία τους και δεν συντάσσονται με το γερμανικό μπλοκ. Αυτό το μόρφωμα που πάει να  δημιουργηθεί δεν είναι η Ευρώπη που “θυμάται” το DNA τους. Και κάποια στιγμή σύντομα θα κληθούν να την αλλάξουν και να την διαμορφώσουν σύμφωνα με την επιθυμία τους. Και εμείς οφείλουμε να είμαστε εκεί, ανάμεσά τους. Δημιουργώντας και προσφέροντας. Όπως ο Δικαιόπολις που τελικά δικαιώθηκε. Αλλιώς θα παραμείνουμε όπως οι υπόλοιποι Αχαρνείς. Καρβουνιάρηδες να προσφέρουμε το προϊόν μας σε μια ατμομηχανή που δεν θα είναι δικιά μας.