Ζωή και πεπρωμένο

Το βιβλίο του Βασίλι Γκρόσμαν “Ζωή και πεπρωμένο” είναι ένας ύμνος στην ελευθερία, τον άνθρωπο και την προσωπική βούληση. Μέσα από τις σελίδες του αριστουργήματος του Γκρόσμαν, περιγράφονται οι τρομακτικές συγκρούσεις στο Στάλινγκραντ. Με τη γραφίδα του επάνω στα ερείπια και τον θάνατο, ο συγγραφέας συντρίβει τον ολοκληρωτισμό και εξυμνεί τον άνθρωπο μέσα από τους επίστρατους πολίτες, ως στρατιώτες πλέον του κόκκινου στρατού.

Ο Βασίλι Γκρόσμαν γεννήθηκε στις 12  Δεκεμβρίου του 1905 στην πόλη Μπερντίτσεβ της Ουκρανίας, που εκείνη την εποχή ήταν έδρα της μεγαλύτερης εβραϊκής κοινότητας στην Ανατολική Ευρώπη. Ο πατέρας του, ήταν χημικός μηχανικός και η μητέρα του, καθηγήτρια γαλλικών. Αποφοίτησε το 1929 από το Τμήμα Χημείας του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας. Στη συνέχεια εργάστηκε ως μηχανολόγος, σε ανθρακωρυχείο του Ντόνετσκ, στο Περιφερικό Ινστιτούτο Παθολογίας της Ουκρανίας και στο Τμήμα Χημείας της Ιατρικής. Παράλληλα άρχισε να γράφει τα πρώτα του διηγήματα, με θέματα παρμένα από τον εμφύλιο πόλεμο και τη ζωή των ανθρακωρύχων. Το 1933 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, όπου δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα.

-Η μόνη πραγματική και αιώνια αλήθεια της πάλης της ζωής, βρίσκεται στο υποκειμενικό, στις ασήμαντες ιδιομορφίες του και στο δικαίωμά του να τις έχει

Στη διάρκεια των εκκαθαρίσεων του 1937, συνελήφθησαν πολλοί φίλοι και συγγενείς του, συμπεριλαμβανομένης της συζύγου του. Στο μεταξύ είχε αφιερωθεί αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Ο Γκρόσμαν δεν εγκατέλειψε ποτέ το όραμα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Τον Ιούνιο του 1941, με την κήρυξη του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας του Κόκκινου Στρατού “Ερυθρός Αστέρας”.

Έτσι, έγινε αυτόπτης μάρτυρας τόσο της αιματηρής ήττας του ρωσικού στρατού όσο και της ηρωικής αντεπίθεσης του. Πολέμησε στο Στάλινγκραντ μέχρι και την τελευταία μέρα. Παρασημοφορήθηκε και προβιβάστηκε σε αντισυνταγματάρχη, για την αυτοθυσία που επέδειξε. Όταν ο Κόκκινος Στρατός άρχισε την προέλασή του προς το Βερολίνο, ο Γκρόσμαν ήταν ένας από τους πρώτους ανταποκριτές που μπήκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης του Μαϊντάνεκ και της Τρεμπλίνκα. Το διήγημα του “Η Κόλαση της Τρεμπλίνκα” υπήρξε η πρώτη γραπτή μαρτυρία για τα ναζιστικά στρατόπεδα. Μετά το τέλος του πολέμου, συνεργάστηκε με τον Ιλιά Έρενμπουργκ για τη σύνταξη της “Μαύρης Βίβλου”, μιας λεπτομερούς παρουσίασης της γενοκτονίας των Εβραίων στα κατεχόμενα από τους Γερμανούς εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν αποκάλυψη του μεγέθους της θηριωδίας των Γερμανών, θύμα της οποίας έπεσε πολύ νωρίς η μητέρα του, στην οποία έδωσε ζωή μέσω του “χαρακτήρα” της Άννα Σεμιόνοβα.

Ο Γκρόσμαν δεν αναγνωρίζει καμιά πολιτική αρχή ανώτερη από την αλήθεια. Και γι’ αυτό αρχίζουν οι “προστριβές”, με πρώτο περιστατικό τη σκληρή επίθεση που δέχθηκε από τις στήλες της κομματικής εφημερίδας Πράβδα στο ανέβασμα του θεατρικού έργου του “Αν πιστεύετε τους Πυθαγορείους”. Στο μεταξύ, γράφει το πρώτο μέρος ενός μυθιστορήματος με θέμα τη ζωή των μελών μιας ρωσικής οικογένειας, στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Για το “Ζωή και Πεπρωμένο” χρειάστηκε πέντε χρόνια ώστε να ολοκληρώσει την πρώτη μορφή του. Το 1960 επιχείρησε να το δημοσιεύσει, αλλά η ύπαρξή του τέθηκε υπόψη του κομματικού μηχανισμού. Το χειρόγραφο όχι μόνο δεν μπόρεσε να εκδοθεί, αλλά κλάπηκε! Στις 14 Φεβρουαρίου του 1961, δύο κρατικοί πράκτορες μπήκαν στο σπίτι του και πήραν τα πάντα: το χειρόγραφο, το δακτυλογραφημένο αντίγραφο, το καρμπόν και τη μελανοταινία της γραφομηχανής, για να αποκλειστεί κάθε δυνατότητα αναπαραγωγής έστω και μιας πρότασης. Όλες οι προσπάθειές να πάρει πίσω το χειρόγραφό του έπεσαν στο κενό. Ο Μιχαήλ Σουσλόφ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Κόμματος, του είπε πως το βιβλίο δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει στη Σοβιετική Ένωση πριν περάσουν διακόσια ή τριακόσια χρόνια. Σε απάντησή του, ο αρχικομισάριος σημείωνε: “Δεν έχω διαβάσει το μυθιστόρημα, αλλά διάβασα προσεκτικά τις αξιολογήσεις του χειρογράφου, που περιέχουν εκτενή αποσπάσματα” !!! Ο Χρουστσόφ, απλά δεν απάντησε στην επιστολή με την οποία ο Γκρόσμαν απαιτούσε να του παραδοθεί το χειρόγραφο. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1964, πέθανε, από καρκίνο του στομάχου.

ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ  σελ. 259-260   εκδ. ΓΚΟΒΟΣΤΗ

“Ένας στρατιώτης τραγουδούσε. Ένας άλλος ανάδευε μέσα του σκοτεινά προαισθήματα, με τα μάτια κλει8στά. Ο τρίτος σκεφτόταν το σπίτι του. Ο τέταρτος μασούσε λίγο ψωμί με λουκάνικο και σκεφτόταν το λουκάνικο. Ο πέμπτος προσπαθούσε να εντοπίσει ένα πουλί ανάμεσα στα δέντρα, με το στόμα ορθάνοιχτο. Ο έκτος ανησυχούσε μήπως προσβλήθηκε πολύ ο συνάδελφός του από τον χθεσινοβραδινό καυγά τους. ο έβδομος, θυμωμένος ακόμα, ονειρευόταν μια γερή γροθιά στο σαγόνι του επικεφαλής ενός άρματος που προπορευόταν. Ο όγδοος έφτιαχνε ένα αποχαιρετιστήριο ποίημα για το φθινοπωρινό δάσος. Ο ένατος σκεφτόταν τα στήθη μιας κοπέλας, ο δέκατος το σκυλί του, που συνειδητοποιώντας πως θα έμενε μόνο στις άδειες αποθήκες, είχε πηδήσει πάνω στο άρμα, κουνώντας σπαραξικάρδια την ουρά του, σε μια έσχατη προσπάθεια να τον ξανακερδίσει. Ο ενδέκατος, τι καλά που θα ήταν να ζούσε μόνος σε μια καλύβα στο δάσος και να πίνει δροσερό νεράκι, να τρώει βατόμουρα και να τριγυρίζει ξυπόλητος. Ο δωδέκατος αναρωτιόταν αν θα πετύχαινε να κάνει τον άρρωστο και να τον στείλουν στο νοσοκομείο. Ο δέκατος τρίτος σκεφτόταν ένα παραμύθι που είχε ακούσει μικρός. Ο δέκατος τέταρτος θυμόταν την τελευταία φορά που μίλησε με το κορίτσι το, και τον κατέκλυζε ένα κύμα ευτυχίας – δεν τον ένοιαζε πια αν εκείνος ο χωρισμός ήταν για πάντα. Ο δέκατος πέμπτος σχεδίαζε το μέλλον του – θα άνοιγε εστιατόριο μόλις τελείωνε ο πόλεμος. «Ναι είναι όλοι καλά παιδιά!

{…} Οι σκέψεις αυτών των στρατιωτών μπορεί να ήταν κοινότυπες {…}

{…} Όμως αυτές ακριβώς οι κοινοτυπίες είναι που μετράνε στη ζωή{…}

{…} Η μόνη πραγματική και αιώνια αλήθεια της πάλης της ζωής, βρίσκεται στο υποκειμενικό, στις ασήμαντες ιδιομορφίες του και στο δικαίωμά του να τις έχει.”