Μέρος Α`

(Διαβάστε εδώ το Μέρος Β`)

Με βάση τις τελευταίες εξελίξεις, επιβάλλεται πλέον όταν συζητάμε για την τύχη της χώρας να είμαστε ρεαλιστές και τις έννοιες που χρησιμοποιούμε στο διάλογο να τις αντιλαμβανόμαστε όλοι όπως αυτές ορίζονται επιστημονικά.

Έννοιες* όπως οικονομία, αγορές (χρηματαγορές), ανάπτυξη, λογιστική, Α.Ε.Π. (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) έχουν σαφώς συγκεκριμένο νόημα και ορισμό.

Επίσης όταν τις αξιοποιούμε στη συζήτηση, πρέπει να εμπεριέχουν αληθινά αριθμητικά μεγέθη και στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από αξιόπιστες πηγές π.χ. την Eurostat, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Γενικό λογιστήριο του κράτους τον ΟΔΔΗΧ (οργανισμός δημοσίου χρέους), κλπ.

-Το ζητούμενο για τους “θεσμούς” είναι η Ενιαία Βαλκανική Αγορά χαμηλού κόστους. Όποια και να είναι η κατάληξη των διαπραγματεύσεων, το οικονομικό αποτέλεσμα για τον ελληνικό λαό είναι ένδεια και ανεργία.

Κάτω από αυτή την οπτική, η τωρινή οικονομική κατάσταση της χώρας διαμορφώνεται στην ακόλουθη πραγματικότητα:

Η χώρα όπως λογιστικά αποτυπώνεται, φέρεται να οφείλει στους πιστωτές της 349,3 δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία αντιπροσωπεύουν το 188,9% του Α.Ε.Π. στο κλείσιμο του 2014.

Σύμφωνα με σημείωμα του επικεφαλής των οικονομολόγων του ΔΝΤ, Ολιβιέ Μπλανσάρντ, ο στόχος του μνημονίου του 2012 ήταν το χρέος το πολύ να φτάσει στο 120% του Α.Ε.Π.

Η σημερινή απόσταση της “οφειλής” από αυτή την εκτίμηση είναι τεράστια και φυσικά είναι αδύνατον να εξυπηρετηθεί από την Ελλάδα.

Ας αφήσουμε λοιπόν κατά μέρος τις μειώσεις μισθών και συντάξεων ή των αμυντικών δαπανών, διότι και νηστικοί και άστεγοι και άοπλοι να μείνουμε, το υποτιθέμενο χρέος δεν μπορούμε να το εξυπηρετήσουμε για αντικειμενικούς λόγους.

Όπως και να είναι η κατάσταση, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να συντηρεί προσωπικό που ως επί το πλείστον “χαζολογάει” στο οκτάωρο του ή ότι πρέπει το κράτος να επιβάλει και άλλους φόρους με υψηλούς συντελεστές, που δικαιώνουν ηθικά και επιβραβεύουν εν τέλει τη φοροδιαφυγή στο κοινό περί δικαίου αίσθημα.

Το κράτος επιτρέπει -με μάλλον υπολογισμένη αδράνεια- να διαφεύγουν από το ταμείο του τεράστια ποσά από το λαθρεμπόριο καυσίμων, τσιγάρων και ποτών, ενώ από την άλλη η γελοιώδης σοβαροφάνεια λίγο έλειψε να στείλει μέσω του ΥΠ.ΟΙΚ. εθελοντές τουρίστες στα νησιά να παριστάνουν το ΣΔΟΕ.

Αφού λοιπόν και τα δυο μέρη -οι “θεσμοί” και η κυβέρνηση- που υποτίθεται ότι διαπραγματεύονται, γνωρίζουν ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο.

Αφού η κυβέρνηση δια στόματος Βαρουφάκη το αποδέχθηκε ως “νόμιμο χρέος”, προς τι οι ανέξοδοι λεονταρισμοί?

Τι εξυπηρετεί μια συζήτηση -ας την πούμε διαπραγμάτευση- που ο πιστωτής εκ των προτέρων γνωρίζει ότι ο οφειλέτης δεν έχει πεντάρα τσακιστή;

Γιατί πρέπει να παρατηρούνται φαινόμενα θολωμένων νερών όπως πχ άρθρο σε έγκριτη καθημερινή εφημερίδα, του τέως διευθυντού στελέχους της “τέως μεγάλης και σίγουρης” τράπεζας, να συμβουλεύει την κυβέρνηση στο τι να κάνει στις “διαπραγματεύσεις”;

Η απάντηση είναι ότι όποια και να είναι η κατάληξη των διαπραγματεύσεων -συμφωνία ή ρήξη-, το οικονομικό αποτέλεσμα για τον ελληνικό λαό είναι το ίδιο και το αυτό: ένδεια και ανεργία.

Το ζητούμενο για τους “θεσμούς” είναι η Ενιαία Βαλκανική Αγορά χαμηλού κόστους. Διότι με την ενοποίηση του κόστους στα Βαλκάνια και την εξ’ ως αντικειμένου συνέπεια της δραματικής υποβάθμισης του βιοτικού μας επιπέδου, πιστεύουν ότι μπορούν να διασώσουν το μη αντιμετωπίσημο χρέος των Γερμανικών τραπεζών στην αγορά παραγώγων, που μόνο για την Deutsche Bank ανέρχεται στα 55 τρισεκατομμύρια ευρώ.

(Διαβάστε εδώ το Μέρος Β`)

*Με τον όρο Χρηματαγορά: χαρακτηρίζεται γενικά το σύνολο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, κανονισμών, καθώς και πρακτικών των οποίων κύριος στόχος είναι η διευκόλυνση οποιασδήποτε “βραχυπρόθεσμης” νόμιμης χρηματοδότησης. Η Χρηματαγορά διαφέρει της Κεφαλαιαγοράς της οποίας στόχος είναι η “μεσομακροπρόθεσμη” χρηματοδότηση. Και οι δύο, Χρηματαγορά και Κεφαλαιαγορά αποτελούν μέρη της λεγόμενης Χρηματοπιστωτικής αγοράς.
Η Οικονομία: μπορεί να οριστεί επίσημα και γενικά ως το σύνολο των συνειδητών και συστηματικών ενεργειών των ανθρώπων, που διαβιούν σε κοινωνία, και περιλαμβάνει την παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή και την κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών.
Ο όρος Ανάπτυξη στα οικονομικά αναφέρεται στην αύξηση της πραγματικής παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών σε μία οικονομία με την πάροδο του χρόνου. Κατά σύμβαση, ως μέτρο ή δείκτης της ανάπτυξης ορίζεται ο μακροχρόνιος μέσος ποσοστιαίος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Η Λογιστική: κλάδος της Οικονομικής Επιστήμης, είναι ένα σύστημα καταγραφής και ελέγχου της κερδοφορίας οικονομικών δραστηριοτήτων. Με την λογιστική γίνεται συστηματική καταγραφή της χρηματικής αξίας υλικών ή άυλων αγαθών όπως επίσης και δραστηριοτήτων που διαφοροποιούν την χρηματική αξία υλικών ή άυλων αντικειμένων. Το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται για την καταγραφή και τον έλεγχο οικονομικών πράξεων ιδιωτικού ή και δημοσίου φορέα.
Διαπραγμάτευση: η συζήτηση που γίνεται μεταξύ δύο ή περισσότερων πλευρών που διαφωνούν σε κάτι, με σκοπό την εξεύρεση μιας αποδεκτής λύσης μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις
Το Α.Ε.Π. ή Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν: (Gross Domestic Product – GDP): είναι το σύνολο όλων των προϊόντων και αγαθών που παράγει μια οικονομία, εκφρασμένο σε χρηματικές μονάδες.
Το Α.Ε.Π. ή Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν: (Gross National Product – GNP): είναι το Προϊόν ή Εισόδημα που αποκτούν οι πολίτες μιας χώρας, όποια και αν είναι αυτή. Με άλλα λόγια είναι η συνολική αξία όλων των τελικών αγαθών (υλικών και άυλων) που αποκτούν οι πολίτες μιας χώρας σε διάστημα ενός έτους. Διαφέρει από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν κατά το ότι συμπεριλαμβάνει και το Εισόδημα που απέκτησαν οι πολίτες μιας χώρας οι οποίοι κατοικούν στο εξωτερικό.