Μάικλ Τζάκσον: Η “γύμνια” του μοναχικού βασιλιά

“Μου αρέσουν οι πλαστικές κούκλες. Επειδή μάλλον πιστεύω ότι μπορώ να τις ζωντανέψω”. Και καθώς προφανώς δεν κατάφερε ποτέ να ζωντανέψει κάποια πλαστική κούκλα, αποφάσισε να αντιστρέψει την διαδικασία και να μετατρέψει τον εαυτό του σε μια πλαστική κούκλα. Η ιστορία του Μάικλ Τζάκσον του επονομαζόμενου “βασιλιά της ποπ” ενώ έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να καταγραφεί ως άλλη μια ιστορία από αυτές που δημιουργούν μύθους και γεμίζουν τα ταμπλόιντ στην πραγματικότητα είναι μια ιστορία ενός μοναχικού παιδιού.

-Ένας από τους ασφαλέστερους τρόπους να κατανοήσεις έναν καλλιτέχνη είναι μέσω του αποσυμβολισμού των έργων του.

Τόσο κατά τη διάρκεια της μεγάλης καριέρας του, όσο και στα χρόνια που μεσολάβησαν από τον θάνατό του έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά τόσο για τον χαρακτήρα του όσο και για την ίδια του τη ζωή. Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε πραγματικά το ποιος ήταν ο Μάικλ Τζάκσον να είναι μια ματιά στο πως ο ίδιος αντιμετώπιζε την ζωή του και την δημοσιότητα που έριχνε εκτυφλωτικά φώτα σε κάθε του βήμα από την τρυφερή παιδική του ηλικία. Μιας ζωής απόλυτα μοναχικής. Για αυτό και η εμμονή του με τις κούκλες. “Φαντασιώνομαι ότι είναι οι φίλοι που δεν είχα ποτέ. Μόνο δυο φίλους θα έλεγα ότι έχω. Όταν είσαι διασκεδαστής δεν ξέρεις ποιος είναι πραγματικά φίλος σου. Δεν μπορούν να σε δουν σαν γείτονα, σε βλέπουν σαν σταρ. Εγώ θέλω φίλους πραγματικούς, κι επειδή δεν γίνεται, μιλάω στις κούκλες”. Και όταν τα δολάρια στον τραπεζικό του λογαριασμό του το επέτρεψαν δημιούργησε την κατοικία του με το πλέον ταιριαστά ουτοπικό όνομα: “Neverland”. Η χώρα του ποτέ σε ελεύθερη απόδοση, εκεί όπου θα επιχειρούσε να ζήσει αυτό που ποτέ δεν του επέτρεπαν θα δοκιμάσουμε μια δική μας – αρκετά αυθαίρετη είναι η αλήθεια – ερμηνεία.

Όταν η προσπάθειά του να ζωντανέψει τις πλαστικές κούκλες και να επικοινωνήσει μαζί τους αποδεικνυόταν απέλπιδα, ο Μάικλ στρεφόταν στον πραγματικό κόσμο για να δοκιμάσει και πάλι τη γεύση της απογοήτευσης. “Έχω υπάρξει πολύ μόνος, οδυνηρά μόνος. Δεν έχεις ιδέα. Περπατούσα στον δρόμο και έψαχνα ανθρώπους να μιλήσω. Ήμουν ήδη στο απόγειο της καριέρας μου. Πήγαινα σε άγνωστους ανθρώπους και τους έλεγα “Θες να γίνουμε φίλοι;” Και αυτοί με κοίταζαν κι έλεγαν “Θεέ μου, ο Μάικλ Τζάκσον!”, που ήταν ακριβώς ό,τι δεν ήθελα να ακούσω”.

Είναι προφανές ότι η πιο πειστική εξήγηση για αυτό που έγινε ο Μάικλ Τζάκσον βρίσκεται στην παιδική του ηλικία. Την ανύπαρκτη παιδική ηλικία, καθώς όταν όλοι συνομήλικοι του ανακάλυπταν την ανέμελη χαρά του παιχνιδιού, ο ίδιος στριμωχνόταν σε παρασκήνια μαζί με τα αδέρφια του και ετοιμαζόταν να προσφέρουν άλλη μια παράσταση των Jackson 5. Η επιλογή όχι δική του, αλλά του πατέρα του που προφανώς ήθελε να κάνει απόσβεση των όσων είχε προσφέρει στα παιδιά του. Ο ίδιος πάντως δείχνει να κατανοεί την στάση του γεννήτορα του. “Αρχίζω να πιστεύω ότι η βαρβαρότητα του πατέρα μου ήταν ένα είδος αγάπης. Μια ατελής αγάπη σίγουρα, αλλά αγάπη παρόλα αυτά. Με πίεσε επειδή με αγαπούσε. Δεν ήθελε ποτέ κανείς να περιφρονήσει τα παιδιά του. Με το πέρασμα του χρόνου, αντί για πικρία, νιώθω ευλογία. Η αρχική μου οργή υποχώρησε, τον έχω συγχωρέσει”.

Στο μεταξύ το όνομά του φτάνει μέσω τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών διαύλων σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Από τα μέσα της δεκαετίας του 80 και εντεύθεν αποτελεί το πιο εμπορικό όνομα στην μουσική βιομηχανία. Πλήθη συρρέουν για να τον παρακολουθήσουν όπου και αν εμφανίζεται. Ο ίδιος παρακολουθεί τις σκηνές με το ίδιο συναίσθημα. Με το ίδιο σφίξιμο στην καρδιά κάθε βράδυ. “Κάθομαι στα παρασκήνια και λέω “Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, μη με φωνάξετε. Ντρέπομαι υπερβολικά”. Αλλά όταν βρεθώ στη σκηνή, επανακτώ τον έλεγχο. Είναι μαγεία, ασύγκριτο συναίσθημα. Νιώθεις ταυτόχρονα την ενέργεια του καθενός που βρίσκεται στο ακροατήριο. Την αισθάνεσαι σωματικά. Όταν με φωτίζουν οι προβολείς, καμιά συστολή δεν έχω, σας το ορκίζομαι”.

Ένας από τους ασφαλέστερους τρόπους να κατανοήσεις έναν καλλιτέχνη είναι μέσω του αποσυμβολισμού των έργων του. Στην συγκεκριμένη περίπτωση των στίχων και των τίτλων των τραγουδιών του. Έστω και αν ο ίδιος ποτέ δεν αποδέχτηκε την δική του υπογραφή στο έργο του. “Ξυπνάω από τα όνειρά μου και σκέφτομαι “Αυτό πρέπει να το γράψεις”. Είναι περίεργο. Ακούς τις λέξεις, όλο το τραγούδι υπάρχει εκεί μέσα στο μυαλό σου. Και σκέφτεσαι “Σόρι, αλλά αυτό δεν το έγραψες εσύ. Ήταν ήδη έτοιμο”. Γι` αυτό δεν μου αρέσει να θεωρούνται τα τραγούδια μου “δικά μου”. Πιστεύω ότι κάπου αλλού, κάποιος άλλος τα έχει ήδη γράψει, κι εγώ είμαι απλώς αυτός που τα μεταφέρει εδώ. Αλήθεια το πιστεύω αυτό”.

Πίστευε ότι το έργο του ήταν αποτέλεσμα της σύνδεσής του με την ίδια την Πηγή της Δημιουργίας. “Η συνείδηση εκφράζεται μέσω της δημιουργίας. Όλος ο κόσμος είναι ένας χορός, ο Χορός του Δημιουργού μας. Οι χορευτές έρχονται και φεύγουν από αυτόν τον κόσμο, μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, αλλά ο χορός συνεχίζεται. Πολλές φορές, ενώ χόρευα, ένιωσα να με αγγίζει κάτι ιερό. Αυτές τις στιγμές νιώθω το πνεύμα μου να απογειώνεται και να ενώνεται με όλα τα ζωντανά πράγματα. Μεταμορφώνομαι σε όλους τους πλανήτες και το φεγγάρι μαζί. Γίνομαι ο εραστής και ο ερωμένος. Ο νικητής και ο κατεκτημένος. Ο κύριος, αλλά και ο σκλάβος. Ο τραγουδιστής και το τραγούδι. Ο γνώστης, αλλά και η γνώση. Συνεχίζω να χορεύω και τότε γίνομαι ο Αιώνιος Χορός της Δημιουργίας. Ο Δημιουργός και το Δημιούργημα γίνονται η Χαρά Ενσαρκωμένη. Συνεχίζω να χορεύω μέχρι να υπάρχει μόνο ο χορός”.

Η διαδικασία αποδείχτηκε εξαιρετικά επιτυχημένη. Κάθε μέρα που περνούσε κατέρριπτε και ένα ρεκόρ. Παραμονής στα charts, πώλησης δίσκων, θαυμαστών που γέμιζαν ασφυκτικά τις αρένες όπου εμφανιζόταν. Μια επιτυχία που νομοτελειακά ακολουθήθηκε από τον φθόνο. Σίγουρα τον πείραξε πολύ. Το αντιμετώπισε με θαυμαστή στωικότητα. Ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε. “Τη στιγμή που ξεκίνησα να σπάω όλα τα ρεκόρ στις πωλήσεις δίσκων, τα ρεκόρ του Έλβις, τα ρεκόρ των Beatles, τη στιγμή που το “Thriller” ήταν ο πιο επιτυχημένος δίσκος όλων των εποχών, ξαφνικά έγινα ένα τέρας. Έγινα ομοφυλόφιλος. Έγινα παιδεραστής. Με κατηγόρησαν ότι ασπρίζω το δέρμα μου. Έκαναν το ανθρωπίνως δυνατό ώστε να στρέψουν το κοινό εναντίον μου”.

Κανείς δεν μπορεί να πει αν κατάφεραν τελικά να στρέψουν το κοινό εναντίον του. Οι ρωγμές στην ούτως ή άλλως ευαίσθητη ψυχολογία του Μάικλ Τζάκσον γινόταν μέρα με την μέρα παραπάνω από εμφανείς. “Η ελπίδα είναι πολύ όμορφη λέξη, αλλά δυστυχώς συχνά αποδεικνύεται εύθραυστη. Οι ανθρώπινες ζωές, χωρίς να υπάρχει καμιά ανάγκη, συνεχίζουν να πλήττονται ή και να καταστρέφονται”. Και η δική του είχε ήδη πληγεί ανεπανόρθωτα όπως αποδείχτηκε. Σε σημείο που ο θάνατος να φαντάζει η μόνη λυτρωτική λύση. Και όταν ξημέρωσε εκείνο το πρωινό της 25ης Ιουνίου 2009 και ο Μάικλ έπαψε να είναι ανάμεσά μας, ίσως μόνο τότε «βίωσε» την γαλήνη που του στέρησαν από μικρή ηλικία.

Ο ερωτευμένος Μάικλ
Ένας από τους τρόπους για να γίνεις βασιλιάς είναι να ακολουθήσεις τη “γραμμή διαδοχής”. Πιστός σε αυτή την άποψη ο Μάικλ παντρεύτηκε την κόρη του “βασιλιά” Έλβις, Λίζα Μαρί. Δεν ήταν όμως σίγουρα ο μεγαλύτερος έρωτας του. Ούτε η “αιώνια παρθένα” της Αμερικής Μπρουκ Σίλντς. “Γιατί να μην μπορείς να μοιραστείς το κρεβάτι σου; Δεν υπάρχει ανώτερη πράξη αγάπης από το να μοιράζεσαι το κρεβάτι σου με κάποιον. Είναι μαγεία, είναι πολύ γλυκό. Αυτό πρέπει να κάνουμε όλοι”.

Αυτή που φέρεται ότι μπορούσε να σταθεί στις παραπάνω προδιαγραφές ήταν η Γουίτνει Χιούστον. Μπορεί η σχέση τους να κράτησε όχι περισσότερο από δύο βδομάδες, αλλά το σημάδι που άφησε ήταν ανεξίτηλο. Όσες και αν πέρασαν από τη ζωή του ή του αποδόθηκαν ότι πέρασαν δεν κατάφεραν ποτέ να το σβήσουν. Ίσως και γιατί ένας μεγάλος και ανεκπλήρωτος έρωτας είναι απαραίτητο συστατικό στη δημιουργία ενός μύθου.