Μέρες της ζωής μας…

Κάθε που σκοτεινιάζει το καλοκαίρι είναι λες και το κάθε χωριό ή η κάθε πόλη, ειδικά αυτά που αποτελούν τουριστικούς προορισμούς, να πασχίζει να αλλάξει φυσιογνωμία. Να απαλλαγεί από την αρμύρα της ημέρας και να κλέψει λίγο την χάρη των βραδινών ενδυμάτων.

Η πιο προσαρμοστική στην αλλαγή αυτή ήταν μια παρέα προέφηβων που σε κάποιο τουριστικό θέρετρο στην πάνω πλευρά του κορινθιακού κατέστρωνε με προσοχή τα πλάνα της για το βράδυ. Μια φορά την βδομάδα περιελάμβανε επίσκεψη στον θερινό σινεμά. Μια επίσκεψη διαφορετική από τους  υπόλοιπους θεατές. Μια επίσκεψη που περιελάμβανε σκαρφάλωμα σε δέντρα ή στην παρακείμενη οικοδομή προκειμένου να παρακολουθήσουν την προβολή. Δεν ήταν το αντίτιμο του εισιτηρίου που λειτουργούσε αποτρεπτικά. Ήταν η σύνδεση στο μυαλό εκείνων των παιδιών. Θερινό σινεμά ίσον ελευθερία. Σε όλα. Χωρίς τοίχους, χωρίς πατατάκια,  χωρίς εισιτήριο.

Ήταν μέρος μιας ευρύτερης τελετής ενηλικίωσης η συμμετοχή σε αυτό το δρώμενο. Και σίγουρα έλλειπε η ρομαντική διάσταση που είχε δώσει ο Κηλαηδόνης με αρώματα γιασεμιού και αγιοκλήματος.

Μπορεί η ηλικία εκείνη που να μην βοηθούσε στην συναισθηματική επεξεργασία των δεδομένων. Αρκετά χρόνια μετά ένα μέλος εκείνης της παρέας των λαθροθεατών και ο φέρων την ευθύνη του παρόντος κειμένου έβγαλε όλο τον λανθάνον συναισθηματισμό για τους θερινούς κινηματογράφους, όχι από την αίσθηση που αποκόμιζε παρακολουθώντας – από τα καθίσματα πλέον – κάποια ταινία, αλλά συλλογιζόμενος την οριστική παρέλευση εκείνης της εποχής.

Η παρέα εκείνη «σκόρπισε». Προς τέρψη όλων εκείνων που είχαν υπάρξει θύματα της ασυλλόγιστης εφηβικής ορμής της. Τα μέλη της έπαψαν να αποτελούν μια αγέλη και προσαρμόστηκαν στις επιταγές της ζωής. Πέρασαν από φοιτητικά αμφιθέατρα, από επαγγελματικά interviews, από ρομαντικά ραντεβού, από αίθουσες αναμονής μαιευτηρίων. Προσαρμόστηκαν. Ανέλαβαν ευθύνες. Άλλες τους αναλογούσαν, άλλες όχι. Τις ανέλαβαν όμως. Προσαρμόστηκαν σε αυτό που αποτελούσε την ρεαλιστική θεώρηση της ζωής.

Αλλά ποτέ δεν πρόδοσαν το παρελθόν τους. Στις διδαχές που περνούσαν στα παιδιά τους. Στον τρόπο που αντιμετώπιζαν έφηβους ή μικρότερους, όταν πλέον οι ίδιοι αποτελούσαν «θύματα» του ασίγαστου πάθους για σαμποτάζ ή φάρσα.

Ακόμη και σήμερα υπάρχει μια κοινή αναφορά στον σχεδόν στωικό τρόπο που αντιμετωπίζει τέτοιες καταστάσεις ένας από μας. «Εμείς κάναμε χειρότερα».

Κυριακάτικη νοσταλγία; Όχι. Απλώς συσσωρευμένη θλίψη των ημερών. Θλίψη που εκπορεύεται από την παρατήρηση των φαινομένων. Θλίψη από τον εκφυλισμό της ιδέας και της γενεσιουργούς δυνάμεως της αριστεράς. Η αριστερά – εγχώρια και μη – αποτελούσε διαχρονικά το πιο εύκολο θύμα bulling(sic) της ιστορίας. Και κατάφερε – επίσης διαχρονικά – να επιβιώσει και να προσφέρει στο ιστορικό προτσές υπερασπιζόμενη της ιδέες της, μπολιάζοντας με αυτές κάθε τι που επρόκειτο να δημιουργηθεί.

Και έπρεπε να αναλάβει την εξουσία για να δείξει – τουλάχιστον εδώ – ότι προκειμένου να τη διατηρήσει, έπρεπε απλώς να ξεχάσει κάθε τι που την όριζε. Να προδόσει τις αρχές της. Η σημερινή άρχουσα αριστερά δεν δικαιολογεί την αντίθετη άποψη. Την τραμπουκίζει. Δεν έχει προσλαμβάνουσες από το διαφορετικό. Το ακυρώνει. Το γκρεμίζει. Όχι για να χτίσει κάτι επάνω. Απλώς για να μην υπάρχει και να θυμίζει κάτι άλλο.

Η αριστερά ανέλαβε την εξουσία τον Ιανουάριο όχι εξαιτίας της συγκυριακής κατάστασης που δημιούργησαν τα μνημόνια και η ανέχεια που αυτά προκάλεσαν. Απλώς αυτά συνέτειναν στην επίσπευση των γεγονότων. Αποτελούσε ιστορική ανάγκη η ανανέωση του πολιτκού σκηνικού. Όχι όμως από μισάνθρωπους που ευαγγελίζονται μοντέλα δυστυχίας. Αλλά από ανθρώπους που θα μπορέσουν να δώσουν πνοή εξέλιξης. Και αυτό είναι πλέον το στοίχημα του πρωθυπουργού στις επερχόμενες εκλογές. Να στελεχώσει τα ψηφοδέλτια με ανθρώπους που οραματίζονται και μπορούν να υλοποιήσουν την πρόοδο. Και όχι εκφραστές μιας απαρχαιομένης – στα όρια μεταφυσικής τιμωρίας – μιζέριας.