Ο χορός των Ελλήνων στο δράμα του 21ου αιώνα

Το “θέατρο” είναι ο χώρος όπου το κοινό -οι θεατές- παρακολουθούν την εξέλιξη της επί σκηνής δράσης.

Το “δράμα”, δηλαδή η αρχαία μορφή της σκηνικής δράσης, όπου ο χορός αποτελούσε ένα από τα βασικά του στοιχεία, παραπέμπει στην τελετουργία, από την οποία και αντλούσε την ουσία του.

Μιλώντας για “δράμα”, προϊόν της δράσης, μιλάμε για την κίνηση, την σωματοποιημένη έκφραση του συναισθήματος και της ιδέας , και τον αρθρωμένο λόγο, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρείται ακέραια η οργανικότητα της σκηνικής πράξης.

Ο χώρος, η σχέση του με το σώμα και την φωνή, ως μέσο έκφρασης κι επικοινωνίας του αφηρημένου, μεταλλάσσουν την νοηματική συγκρότηση της πραγματικότητας: το σώμα μπορεί να είναι ήχος και σιωπή, όπως η φωνή μπορεί να είναι κίνηση και στάση.

Κι εδώ επεμβαίνει το πέμπτο συστατικό του δράματος: ο χρόνος. Η σκηνική δράση έχει ανάγκη από τον χρόνο για να λειτουργήσει, και κατά συνέπεια να τροφοδοτήσει με ενέργεια όλο τον θεατρικό χώρο.

Ο χώρος, λοιπόν, σαν σταθερά της δραματικής εξέλιξης και ο χρόνος σαν μεταβλητή της αξία, είναι δύο παράμετροι που επηρεάζουν άμεσα την οργανικότητα και την λειτουργία της σκηνικής δράσης.

Είναι επίσης οι δύο ουσιαστικές παράμετροι για την εξέλιξη της σκηνικής δράσης, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το “δράμα” είναι “δράση” και το “θέατρο” είναι “χώρος”.

Η Ελλάδα, λέμε, έγινε θέατρο δραματικών εξελίξεων: δηλαδή στον χώρο “Ελλάδα” παίζεται ένα δράμα σε εξέλιξη, κι αφού εμείς είμαστε στον χώρο, άρα εμείς το παίζουμε και κάποιοι άλλοι παρακολουθούν. Μένει να δούμε τον ρόλο μας στο δράμα που παίζεται, τον ρόλο όλων ημών των “ανωνύμων” Ελλήνων.

Θα παρεμβάλλω εδώ τα λόγια του Ελύτη :

“Έχω, αγαπητέ μου, από λίαν ενωρίς ενταχθεί με το μέρος της αθωότητας και ισχυρίζομαι ότι έφτασε ο καιρός να σημειωθεί μια κινητοποίηση των επαναστατικών της δυνάμεων που υπάρχουν και είναι, πιστεύω, εάν όχι περισσότερο, τουλάχιστον εξίσου ισχυρές με τις δυνάμεις του “πονηρού”.
Υπολανθάνει επί Γης ένας παράδεισος που έχει κι αυτός τα δικαιώματά του. Προσπαθώ να τραβήξω το παραπέτασμα, να δω πέραν του απαγορευμένου. Ότι δεν μιλώ την γλώσσα του Ιησού ή του Μαρξ, δε σημαίνει ότι έχω λιγότερους λόγους ν’ αντιστρατεύομαι την υπάρχουσα τάξη του κόσμου.”

Και συνεχίζω με εφαλτήριο το δράμα  και ιδιαίτερα την έννοια του χορού στο αρχαίο ελληνικό δράμα.

-Τι ήταν ο χορός για την αρχαία τραγωδία;

-Ήταν η παρούσα θέση του λαού στα πράγματα.

Ο χορός δεν σχολιάζει στενά το θέμα της πλοκής, ποτέ.

Μιλάει για τον εαυτό του, για την ζωή -την στιγμή που αυτή βιώνεται-, για την  υπάρχουσα τάξη των πραγμάτων, συμφωνώντας ή όχι. Ανατρέποντας ή κρίνοντας.

Ο χορός είναι μια πραγματική, σύγχρονη δράση.

Είναι ο μάρτυρας των διαδραματιζομένων πράξεων.

Είναι η ηθική και πολιτική συνείδηση του καιρού του.

Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι η έννοια του δράματος και της ποίησης είναι πάντα στενά -άρρηκτα- δεμένες με την πόλη.

Κι όχι μόνο, όλη η έννοια της ηθικής στάσης αφορά στην πόλη: ακόμη και στην “Αντιγόνη” η ηθική είναι κέλευσμα των θεσμών, όχι φόβος των Θεών. Η Αντιγόνη δεν θα παραβεί τους αρχαίους θεσμούς που την δένουν με την ζωή, με την συμβιωτική σχέση με τους άλλους, ο Αίμωνας απαντά στον πατέρα του ότι “δεν υπάρχει εξουσία χωρίς την πόλη”, κι ο χορός κρίνει τα από αρχαίων χρόνων πεπραγμένα και κείμενα, τα δρώμενα των ανθρώπων, βάζοντας τον Κρέοντα μπροστά στην τρομερή αλήθεια του ότι το να παραβαίνεις την ηθική που θεσπίζει τον σεβασμό στο ανθρώπινο ον, σημαίνει ύβρη και η ύβρη επισύρει την δίκη και η δίκη επισύρει την τιμωρία κι αυτή την κάθαρση.

Η ηθική είναι κομμάτι της πόλης, ο πολι-τισμός είναι αποτέλεσμα (ακόμη και ετυμολογικά) του τρόπου να βιώνει -να συμβιώνει- το άτομο την νοητή και πραγματική ενότητα της πόλης.

Φανταστείτε, τα ελληνικά είναι η μόνη γλώσσα όπου η έννοια του πολιτισμού (και ετυμολογικά) και της πολιτικής έχουν άμεσα κατανοητή κοινή ρίζα: δεν υπάρχει άτομο έξω από την κοινή πολιτική συνείδηση και δεν υπάρχει πόλις που να αρνείται την αποκλειστική της σχέση με το άτομο. Κι ο πολιτισμός προκύπτει ακριβώς από αυτήν την σχέση.

Δεν εννοώ ότι στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν “κακώς κείμενα”. Εννοώ ότι όταν δεν υπάρχει μια “φόρμα” για να εκφράσεις κάτι, τότε χάνεσαι σε περιφράσεις και ενδεχομένως δεν φτάνεις ποτέ στο συγκεκριμένο νόημα.

Ενώ όταν η φόρμα, η νοητική συνισταμένη, υφίσταται, τότε μπορείς -εάν και εφόσον δύνασαι και θέλεις- να σκεφτείς περαιτέρω και να εξελίξεις το ήδη υπάρχον νόημα.

Στα λατινικά ο πολιτισμός είναι Cultura, πάει να πει “καλλιέργεια” και υπονοεί την ατομική σχέση του εγώ με το υπερ-εγώ, καταλύοντας την τοποθέτηση του εγώ στον χώρο (και στον χορό).

Αλλά κανένα εγώ δεν μπορεί να υπάρξει έξω από τον χώρο, η ύπαρξή μας είναι αδιανόητη χωρίς χώρο.

Το να εντρυφείς σ’ εσένα, αδιαφορώντας για τον “χώρο”, ισοδυναμεί με το να μετατρέπεσαι σε μια “μαύρη τρύπα”, όπου οι δράσεις είναι ανύπαρκτες γιατί δεν υπάρχει δράση εκτός χώρου.

(τρόπον τινά, δικαίως βγήκε κι η γνωστή μας έκφραση “κουλτουριάρης-άρικο” κλπ., δηλαδή “αερολογία”, “ανυπόστατο”)

Κι έτσι, δυστυχώς, στεκόμαστε σήμερα μπροστά σε κεφαλαιώδη “πολιτικά” ζητήματα, παντελώς αδιάφοροι για την ρίζα τους.

Δεν είναι “κουλτουριάρικος αστεϊσμός” το να σκεφτεί κανείς ότι ο πολιτισμός καταρρίπτεται από την στιγμή που η πόλις (= ο “χορός” των πολιτών της) μετατρέπεται σε ανύπαρκτη έννοια: είναι σειρήνα συναγερμού.

Αν συνεχίσουμε έτσι, σε λίγο δεν θα υπάρχουμε, τουλάχιστον όχι με τον ορισμό που έως τώρα δίναμε στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Οι επιταγές του σύγχρονου καπιταλισμού είναι η πλήρης καταστροφή των ανθρωπίνων αξιών, η εξαφάνιση της συλλογικής μνήμης, η διαγραφή των πολιτισμικών κριτηρίων και, κατά συνέπεια, η μετα-μόρφωση του ανθρωπίνων όντων σε αδύναμες, μη σκεπτόμενες και εμβόλιμα χειραγωγούμενες μονάδες.

Όμως η μνήμη έχει διαφυλάξει “μοντέλα” και μας τα αποκαλύπτει σαν τα ψιχουλάκια του Κοντορεβιθούλη.

Κι αν κάποια τα έχουν φάει τα πουλιά, τότε πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να “θεωρήσουμε” την πιθανή θέση τους, ώστε να αποκαλυφθεί η δομή του χάρτη και η λειτουργία της σύνθεσής του.

Το να “επαν-εμβαίνεις” στην κίνηση του χορού (= να παίρνεις μέρος στην συλλογικότητα των πολιτών)  και της δράσης του υπονοεί αμετάκλητα το να επανα-προσδιορίζεις την λειτουργικότητα της διαδραστικής σχέσης των πολιτών με την πολιτική. Και πάλι Ελύτης:

“Ο κόσμος έχει κουραστεί να ακούει κηρύγματα που δεν έχουν αντίκρυσμα ή που το ίδιο το αντίκρυσμά τους τα διαψεύδει. Η έμφυτη τάση του ανθρώπου να αλλάξει την απαράδεκτη σήμερα τάξη του κόσμου, αυτή η επαναστατική του διάθεση, διοχετεύεται σε σχήματα, καλουπάρεται και διατίθεται στο εμπόριο των κοινωνικών ιδεών, κατά τρόπο που υποβιβάζει την νοημοσύνη του και εξαφανίζει την ατομικότητά του.”

Ποιός είπε ότι δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική αυτοδιάθεση; Αν το σκεφτεί κανείς καλά ο μόνος λόγος που σήμερα πιστεύουμε βαθύτατα στο ανέφικτο μιας τέτοιας σκέψης είναι γιατί αμφισβητούμε καίρια την ικανότητα αντίληψης του ατόμου, δηλαδή την δική μας, δηλαδή δεν μας εμπιστευόμαστε, ή- κι αυτό είναι τρομερά σοβαρό- αποφεύγουμε την ευθύνη του να μας εμπιστευτούμε.

Δεν μ` ενδιαφέρουν τα πολιτικά κόμματα, κι ένας από τους πιο ουσιαστικούς λόγους είναι ότι δεν τα θεωρώ “πολιτικά”.

Αλλά μ` ενδιαφέρει βαθιά το ανθρώπινο ον, και δεν χρησιμοποιώ τον όρο τυχαία: αφού είμαστε όντα, ας αποδείξουμε λοιπόν ότι έχουμε εκτόπισμα.

Πιστεύω ότι οι καιροί μας απαιτούν μια άλλη μορφή αντίδρασης, μια διαφορετική στάση απέναντι στα γεγονότα, μια άλλη συνειδητότητα, γιατί καλά το ξέρουμε, όλοι, ότι αυτά δεν θα είναι περαστικά, δεν θα αποκατασταθεί καμιά “τάξη”, δεν θα επανέλθουμε ποτέ στην πλασματική κατάσταση της “εύκολης” ευφορίας.

Το να ζήσει κανείς με αξιοπρέπεια -σε βάθος χρόνου- εξαρτάται απόλυτα από το πως μπορούμε να “δώσουμε χώρο” στην εξέλιξη της ύπαρξή μας σήμερα.

Μας διαφεύγει συχνά το ότι η έννοια “λογική” υπαινίσσεται την “σχέση” ( εκ του “λόγος”), η οποία λέξη είναι μια σχέση μεταξύ του ιδεατού νοήματος και του προφερόμενου φωνήματος, του σημαίνοντος και του σημαινόμενου.

Τι μας εμποδίζει λοιπόν να σκεφτούμε και να βρούμε νέους τρόπους πραγματοποίησης του πολιτισμού και της πολιτικής; Τι μας εμποδίζει να εμπιστευτούμε την ιδεοποιητική μας ικανότητα;  Πόσο “βολευτήκαμε” στο ότι ήδη άλλοι επέλεξαν για μας “υπαρκτές” ή “διαθέσιμες” λύσεις;

Ο Οιδίποδας, όταν αντιλαμβάνεται το μέγεθος της ύβρης του, δεν λέει “συγνώμη, αλλά, ξέρετε, εγώ δεν ήξερα”, βγάζει τα μάτια του.

Κι ο χορός θρηνεί μεν, αλλά δεν συμπονεί, δεν συλλυπείται: κατανοεί και αντιλαμβάνεται την έννοια του αναγκαίου, που προωθεί την επόμενη δράση και που είναι η εξορία του: μια άκρως πολιτική στάση, τόσο απ` τον Οιδίποδα όσο κι από τον χορό.


φωτογραφία: “ΗΟΡΟΣ ΙΕΡΟΥ” (Χώρος Ιερού), μαρμάρινη επιγραφή – Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών

Τάνια Κίτσου, σκηνοθέτης- ζωγράφος