Όλοκληρη η αναβαθμισμένη προσθήκη στην έκθεση του ΔΝΤ

Διαβάστε ολόκληρη την ανανεωμένη έκθεση βιωσιμότητας του ΔΝΤ για το Ελληνικό χρέος.

IMFDSA

Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας έχει καταστεί εξαιρετικά μη-βιώσιμο. Αυτό οφείλεται στην χαλάρωση των πολιτικών του τελευταίου έτους, με την χειροτερεύση του μακροοικονομικού κλίματος λόγω του κλεισίματος του τραπεζικού συστήματος που επιβάρυνε σημαντικά την ήδη αρνητική δυναμική.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες μέχρι το τέλος του 2018 εκτιμώνται στα 85 δις ευρώ και το χρέος αναμένεται να κορυφωθεί κοντά στο 200% του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, με την προϋπόθεση μίας γρήγορης επίτευξης συμφωνίας για πρόγραμμα στήριξης. Το Ελληνικό χρέος μπορεί πλέον να καταστεί βιώσιμο μόνο μέσω μέτρων ελάφρυνσης του που πάνε πέρα από όσα η Ευρώπη ήταν διατεθημένη να συζητήσει μέχρι στιγμής.
1: Η έκθεση βιωσιμότητας που δημοσιεύθηκε από το ΔΝΤ πριν από δύο εβδομάδες σημείωνε:
  • Πριν από ένα χρόνο, αν οι πολιτικές του προγράμματος είχαν εφαρμοστεί όπως έιχαν συμφωνηθεί, δεν θα υπήρχε ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους για την επίτευξη των στόχων του Νοεμβρίου 2012 (124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 και κάτω από το 110% του ΑΕΠ μέχρι το 2022)
  • Αλλά οι σημαντικές αποκλίσεις από την εφαρμογή του προγράμματος κατά την διάρκεια του τελευταίου έτους, έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών -περισσότερα απο 60 δις ευρώ- σύμφωνα με υπολογισμούς πριν από μερικές εβδομάδες. Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό χρέους επί του ΑΕΠ για το 2022 προβλέπεται να αυξηθεί στη νέα εκτίμηση στο 142%, σημαντικά μεγαλύτερο από τον στόχο των 110% του ΑΕΠ. Αυτό θα απαιτούσε περισσότερα μέτρα υπό το πρόγραμμα του 2012, για την μείωση αυτού του ποσοστού.

  • Όπως παρουσιάστηκε στην έκθεση, υπό τις συνθήκες που το περισσότερο χρέος πλέον οφείλεται στους θεσμικούς Ευρωπαίους πιστωτές σε ευνοϊκότερους όρους από αυτούς της αγοράς, θα μπορούσε να γίνει αλλαγή από την επικέντρωση στο μέγεθος του χρέους, στην επικέντρωση στις χρηματοδοτικές ανάγκες. Αυτό θα υποστήριζε το συμπέρασμα πως ένα κούρεμα θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν στη θέση του γινόταν μια σημαντική επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής ολόκληρου του χρέους προς Ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, μέσω του διπλασιασμού της περιόδου χάριτος και τελικής αποπληρωμής, με παρόμοια χαρακτηριστικά και για τη νέα χρηματοδότηση. Στον πυρήνα αυτού του συμπεράσματος είναι η θεμελιώδης κατανόηση πως το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να αναμένεται να αναληφθεί από ιδιώτες με επιτόκια που θα εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα, μέχρι το χρέος να μειωθεί σημαντικά. Η Ελλάδα δεν μπορεί να γυρίσει στις αγορές στο ορατό μέλλον με αποδεκτά επιτόκια, τουλάχιστον στη μεσοπρόθεσμη προοπτική.
2: Τα γεγονότα των τελευταίων 2 εβδομάδων -το κλείσιμο των τραπεζών και η επιβολή κεφαλαικών ελέγχων- επιβαρύνουν πολύ σημαντικά τον τραπεζικό τομέα και την οικονομία, οδηγώντας σε σηματική χειροτέρεψη της βιωσιμότητας του χρέους σε σχέση με την προ 2 εβδομάδων έκθεση. Μια πλήρης και τεκμηριωμένη αναθεώρηση της έκθεσης μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μελλοντικά, καθώς ακόμα δεν μπορούν να υπολογιστούν οι επιπτώσεις της τραπεζικής αργίας και των πολιτικών που ακόμα δεν έχουν συμφωνηθεί. Πάντως, είναι ήδη ξεκάθαρο πως θα αυξηθούν σημαντικά οι χρηματοδοτικές ανάγκες.
Οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις των τριών θεσμών είναι ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα αυξηθούν μέχρι το τέλος του 2018 στα 85 δις ευρώ, ή 25 δις περισσότερα από την εκτίμηση της προ 2 εβδομάδων έκθεσης, κατά βάση λόγω μεγαλύτερων αναγκών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Τροποποιώντας μηχανιστικά την έκθεση βιωσιμότητα σε αυτές τις αλλαγές και λαμβάνοντας υπόψιν την αναμενόμενη πτώση του ρυθμού ανάπτυξης για τα επόμενα 2 χρόνια, συντελούνται οι ακόλουθες αναθεωρήσεις:
  • Το χρέος θα κορυφωθελι κοντά στο 200% του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα 2 χρόνια. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με ποηγούμενες εκτιμήσεις ότι η κορυφή -του 177% του ΑΕΠ το 2014- έχει ξεπεραστεί.
  • Το 2022, το χρέος αναμένεται να είναι στο 170% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με την πρόβλεψη του 142% που δημοσιεύθηκε στην έκθεση βιωσιμότητας.
  • Οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες θα αυξηθούν πολύ παραπάνω από όσο υπολογίζονταν στην έκθεση (και πάνω από το όριο του 15% του ΑΕΠ που θεωρείται ασφαλές) και θα συνεχίσουν να αυξάνονται μακροπρόθεσμα.
3: Περαιτέρω, αυτές οι εκτιμήσεις είναι ανοιχτές σε κινδύνους επιπλέον υποβάθμισης, με την πιθανότητα πρόσθετης χρηματοδότησης από Κράτη Μέλη σε συνθήκες χειροτέρεψης της δυναμικής του χρέους:
  • Μεσοπρόθεσμος στόχος πλεονάσματος: Η Ελλάδα αναμένεται να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% για αρκετές επόμενες δεκαετίες. Ελάχιστες χώρες το έχουν καταφέρει ποτέ. Το πισωγύρισμα σε μεταρρυθμίσεις-κλειδιά του δημόσιου τομέα, όπως οι συντάξεις και η δημόσια διοίκηση, χωρίς τη συγκεκριμενοποίηση ισοδύναμων μέτρων, αυξάνει τις ανησυχίες για την ικανότητα της Ελλάδας να πετύχει το στόχο. Επίσης η αδυναμία της αντίστασης σε πολιτική πίεση για χαλάρωση του στόχου, που εμφανίστηκε μόλις το πρωτογενές ισοζύγιο έγινε πλεονασματικό, αυξάνει τις αμφιβολίες ότι τέτοιος στόχος μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα. Η κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι εταίροι οφείλουν να καθησυχάσουν αυτές τις ανησυχίες τους επόμενους μήνες.
  • Ανάπτυξη: Η Ελλάδα ακόμα αναμένεται να φτάσει από τα χαμηλότερα στα ψηλότερα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και στην αύξηση παραγωγικότητας στην ευρωζώνη, κάτι που απαιτεί φιλόδοξες και σταθερές μεταρρυθμίσεις. Για να συμβεί αυτό, η κυβέρνηση -που φρέναρε σημαντικές μεταρρυθμίσεις- πρέπει να διευκρινίσει ισχυρές και αξιόπιστες εναλλακτικές στις συζητήσεις για το επόμενο πρόγραμμα.
  • Στήριξη τραπεζών: Η προτεινόμενη ενίσχυση των τραπεζών, θα είναι η τρίτη μεγάλη ενίσχυση των τελευταίων 5 ετών τροφοδοτούμενη από το δημόσιο. Επιπλέον κεφαλαιακές ενισχύσεις είναι πιθανό να χρειαστούν στο μέλλον, αν δεν βρεθεί ανατρεπτική λύση στα διοικητικά προβλήματα που είναι η ρίζα των προβλημάτων του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Προς στιγμή δεν υπάρχουν συγκεκριμένα σχέδια προς αυτή την κατεύθυνση.
4: Η δραματική χειροτέρευση στα σημεία βιωσιμότητας του χρέους, καταδεικνύει την ανάγκη για ελάφρυνση χρέους σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από ότι έχει συζητηθεί μέχρι τώρα – και από ότι έχει προταθεί από τον ESM. Υπάρχουν μερικές επιλογές. Αν η Ευρώπη προτιμάει να παράσχει ελάφρυνση του χρέους και πάλι μέσω επέκτασης ωριμότητας, θα πρέπει να υπάρξει πολύ μεγάλη περίοδος χάριτος, κοντά στα 30 χρόνια στο σύνολο του χρέους του επίσημου τομέα, περιλαμβανομένης της νέας στήριξης. Αυτό αντανακλάται στη βασική υπόθεση πως το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να μεταφερθεί στους ιδιώτες με επιτόκια που θα εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα, μέχρι το επίπεδο του χρέους να μειωθεί σημαντικά. Άλλες επιλογές περιλαμβάνουν τις απευθείας ετήσιες επιδοτήσεις του Ελληνικού προϋπολογισμού ή βαθύ εμπροσθοβαρές κούρεμα. Η επιλογή ανάμεσα στις πιθανές λύσεις εναπόκειται στην Ελλάδα και στους Ευρωπαίους εταίρους της.”
IMF