Όχι συναίνεση στο λάθος

Γράφει ο δικηγόρος Τάσος Αβραντίνης

“Η πρόσφατη ετυμηγορία του Ελληνικού Λαού δεν συνιστά εντολή ρήξης, αλλά εντολή συνέχισης και ενίσχυσης της προσπάθειας για την επίτευξη μιας κοινωνικώς δίκαιης και οικονομικώς βιώσιμης συμφωνίας.
Προς αυτή την κατεύθυνση η Κυβέρνηση αναλαμβάνει την ευθύνη για την συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Και ο κάθε Πολιτικός Αρχηγός θα συμβάλλει, αντιστοίχως, στο πλαίσιο του θεσμικού και πολιτικού του ρόλου.
Κοινός στόχος είναι η επιδίωξη λύσης η οποία θα διασφαλίζει:
  • Την επαρκή κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της Χώρας.
  • Αξιόπιστες μεταρρυθμίσεις, με κριτήριο την δίκαιη κατανομή των βαρών και προώθηση της ανάπτυξης, με τις κατά το δυνατόν λιγότερες υφεσιακές επιπτώσεις.
  • Ισχυρό, εμπροσθοβαρές, αναπτυξιακό πρόγραμμα, πρωτίστως για την καταπολέμηση της ανεργίας και την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας.
  • Δέσμευση για την έναρξη ουσιαστικής συζήτησης ως προς την αντιμετώπιση του προβλήματος της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους.
  • Άμεση προτεραιότητα αποτελεί η αποκατάσταση της ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ.”

Οι παραπάνω ρητορικής κενολογίας επιδιώξεις περιλαμβάνονται στο κοινό ανακοινωθέν που υπογράφεται από τους Α. Τσίπρα, Π. Καμμένο και τους ηγέτες της δημοκρατικής αντιπολίτευσης μετά την ολοκλήρωση του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς επί της αρχής στις παραπάνω προφανείς αλήθειες και ταυτοχρόνως απίστευτα ανιαρές κοινοτοπίες. Η ουσία δεν μπορεί να βρίσκεται σε αερολογίες τύπου “Εάν δεν τέλειωνε την Κυριακή θα ζούσε λιγουλάκι ακόμη”, ακόμη κι αν συγγραφείς τους είναι οι πολιτικοί αρχηγοί των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή.

Είναι αλήθεια ότι για δεκαετίες η πολιτική της συναίνεσης και της ομοψυχίας ασκούσε μια μυθική γοητεία στους πολλούς ενώ προβάλλεται ως η λύση όλων των προβλημάτων μας. Κι αν βεβαίως συναίνεση νοούμε τον ουσιαστικό σεβασμό των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού, τη διεξαγωγή πολιτισμένου διαλόγου, την αποφυγή ύβρεων, προσωπικών επιθέσεων και ακροτήτων πάει καλά.

Νοείται όμως συναίνεση στην ουσία της πολιτικής με κόμματα που τα προγράμματά τους και οι αρχές τους παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές ή ακόμη κάποιο μέρος είναι αποδεδειγμένα και κατ’ εξακολούθηση αναξιόπιστο; Υπό την έννοια αυτή οι ηγέτες της δημοκρατικής αντιπολίτευσης διέπραξαν ένα σοβαρό λάθος και υπέκυψαν στην κυβερνητική πανουργία που με μαεστρία ανέπτυξε ο Α. Τσίπρας.

Χαρακτηριστικό της αντιευρωπαϊκής πελατειακής αριστεράς που κυβερνά είναι οι δεξιοτεχνικοί (κατά την πολιτική ορολογία της Ζωής “αριστεροτεχνικοί”) τακτικισμοί και η ευστροφία των τεχνασμάτων πολιτικής παγίδευσης και έκθεσης του αντιπάλου και παραπλάνησης των πολιτών.

Η παγίδα την οποία έστησε ο Α. Τσίπρας και έπεσαν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί (πλην Κουτσούμπα), τον διευκολύνει να έρθει σε μια καλά προσχεδιασμένη ρήξη με τους εταίρους μας χωρίς να χρεωθεί αυτός μόνος την ολοκληρωτική καταστροφή της χώρας ή ακόμη ακόμη και να τη χρεώσει στην αντιπολίτευση κατηγορώντας την ότι υπαναχωρεί ή ότι τηρεί αντεθνική στάση όταν η τελευταία θα ξυπνήσει καθυστερημένα και θα αντιληφθεί το λάθος της.

Η δημοκρατική αντιπολίτευση, θέλω να πιστεύω από βαρύτατη αμέλεια, δεν κατάλαβε ότι ο Τσίπρας προσέρχεται στη σύνοδο κορυφής για να τα “σπάσει” και όχι για να επιτύχει οποιασδήποτε μορφής συμφωνία. Σε μια τέτοια περίπτωση στην αφελέστατη κοινή γνώμη θα παρουσιαστεί μια κυβερνητική εκδοχή περίπου έτσι:

“Έδιωξα τον Βαρουφάκη, όπως μου ζήτησαν οι δανειστές, κάλεσα τα άλλα κόμματα και συμφώνησα μαζί τους στους στόχους της διαπραγμάτευσης και στο κείμενο που θα προτείνουμε, το οποίο μάλιστα έχει ως βάση την πρόταση Γιουνκέρ κι αυτοί οι τοκογλύφοι εταίροι μας αρνούνται κάθε συζήτηση. Σαν να μην έφτανε αυτό οι ντόπιοι ξενόδουλοι νενέκοι του Μνημονίου υπαναχώρησαν και ως πέμπτη φάλαγγα έριξαν νερό στο μύλο των ξένων αφεντικών τους. Ως εδώ και μη παρέκει, είμαστε ανεξάρτητη και υπερήφανη χώρα, καλύτερα φτωχοί παρά προσκυνημένοι και ξενόδουλοι”.

Αυτά κι άλλες τέτοιες μπούρδες και κούφια νταηλίκια θα πει ο δημαγωγός Τσίπρας στην κατά τον Παλαμά “ψόφια στάνη” κι αυτή αποχαυνωμένη από εξήντα χρόνια συστηματικής αριστερής προπαγάνδας θα τον πιστέψει και δεν θα αντιδράσει στην έξοδο από την Ευρώπη, στην επικείμενη φοροκαταιγίδα και στην άμεση φτωχοποίηση του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού.

Μάλιστα η δραματική φτωχοποίηση της άλλοτε μεσαίας και ευκατάστατης τάξης, το βαρύ πλήγμα μέσω κυρίως της δυσβάστακτης φορολογίας κατά των παραγωγικών και δημιουργικών πολιτών που δεν διαθέτουν και δεν διέθεταν άλλωστε ποτέ πολιτική εκπροσώπηση, θα ικανοποιήσει και τα άσβεστα αισθήματα φθόνου –αν όχι καθαρού μίσους– των κρατικοδίαιτων πελατειακών και προσοδοθηρικών ομάδων που χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν το κράτος για να μεταφέρουν πόρους στις τσέπες τους και των οποίων τα συμφέροντα, ανοιχτά και απροκάλυπτα, υπηρετεί η σημερινή κυβέρνηση.

Η πορεία της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙZΑΝΕΛ όλους αυτούς τους μήνες διέψευσε πανηγυρικά όσους από μας ανήκαμε στο σε αυτούς που πίστεψαν το αναπόδεικτο θεώρημα της “κωλοτούμπας” (κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Τάκη Μίχα), πιστεύαμε δηλαδή ότι μόλις η κυβέρνηση ερχόταν σε επαφή με την πραγματικότητα θα εγκατέλειπε τις εξωπραγματικές προεκλογικές της εξαγγελίες.

Δυστυχώς, ο Α. Τσίπρας απέδειξε ότι δεν επιθυμεί τη σωτηρία της χώρας, θέλει τη χώρα εκτός Ευρώπης για να εφαρμόσει τις ιδεοληπτικές κομματικές ανοησίες του κόμματός του και την στρατηγική κατάληψη της εξουσίας που θα του επιτρέψει τη μετατροπή του δημοκρατικού καθεστώτος σε ημιολοκληρωτικό καθεστώς της Λατινικής Αμερικής, με δίκες των σημαντικότερων πολιτικών του αντιπάλων, με περιορισμό της ελευθεροτυπίας κα της ελευθερίας λόγου με διόγκωση του κράτους και κρατικοποιήσεις και με άνευρη, ανυπόληπτη και διασπασμένη την αντιπολίτευση, ανίκανη να αντιδράσει στις καταστροφικές μεθοδεύσεις του.

Συμφωνία δεν θα επιτευχθεί, γιατί κανενός είδους συμφωνία εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου δεν θα μπορεί να εμφανιστεί από τον Α. Τσίπρα στο κομματικό του ακροατήριο ως νίκη. Ταυτοχρόνως οι εταίροι μας έπαθαν κι έμαθαν πέντε μήνες τώρα, δεν είναι πλέον οι αφελείς καλοπροαίρετοι συνομιλητές των πρώτων μηνών της νέας κυβέρνησης και δεν δείχνουν διατεθειμένοι να αφήσουν να διαλύσει το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα μια κυβέρνηση που πολλά στελέχη της εξακολουθούν να έχουν ως πρότυπο τον Λένιν και το εφιαλτικό σοβιετικό μοντέλο των εκατοντάδων εκατομμυρίων νεκρών.

Η χώρα σήμερα είναι εξαιτίας των πράξεων και παραλείψεων της κυβέρνησης σε σαφώς χειρότερη από οικονομική άποψη θέση σε σχέση με αυτή στην οποία βρισκόταν πριν από 10 μέρες και σε χείριστη θέση σε σχέση με αυτή της 26ης Ιανουαρίου. Οι ηγέτες της δημοκρατικής αντιπολίτευσης έπρεπε λοιπόν στην προχθεσινή σύνοδο των πολιτικών αρχηγών να ζητήσουν τη δέσμευση του πρωθυπουργού σε πολύ συγκεκριμένες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θα περιλαμβάνονται στη συμφωνία και έχει ανάγκη ο τόπος (δραστικό περιορισμό των δημοσίων δαπανών, μείωση της γραφειοκρατίας και των φόρων, σταθερό, σαφές και ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον, ιδιωτικοποιήσεις, άρση των κανονιστικών ρυθμίσεων στις εργασιακές σχέσεις κοκ.) και όχι να προσχωρήσουν στην καταστροφική και στρεψόδικη πολιτική της “δημιουργικής ασάφειας” ή να παραδοθούν άνευ όρων στις επιλογές του.

Ο Α. Τσίπρας εμφανίστηκε στο συμβούλιο των αρχηγών σαν τον μητροκτόνο εκείνο που ζητούσε την επιείκεια των δικαστών επειδή ήταν …ορφανός. Το παράδοξο είναι ότι αυτοί τελικά τον πίστεψαν.

CAPITAL