Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Γράφω ό,τι δεν μπορεί να πει η ιστορία»…

Γράφτηκε από την Μαρίλια Παπαθανασίου… Το πρότυπο του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες είναι οι ανοιχτοί ορίζοντες. Αυτοί που ανοίγουν συγγραφείς, Περουβιανοί όπως ο Βάργκας Λιόσα, Αμερικανοί όπως ο Φιλιπ Ροθ, Γάλλοι όπως ο Φλωμπέρ. Που διευρύνονται, όπως μας είπε ο συγγραφέας, από την μουσική των Βρετανών Beatles, του Βέλγου Ζακ Μπρελ και τον Γερμανού Μπαχ. Εκείνος γράφει για την Κολομβία, είναι πολίτης του κόσμου, προτιμά τον Βάργκας Λιόσα από τον Μάρκες και είναι εναργής συνείδηση, πέρα από ταμπέλες και εξιδανικεύσεις. Τον συναντήσαμε στην Αθήνα, όπου βρέθηκε για να παρουσιάσει το βιβλίο του, Οι πληροφοριοδότες.

Τον περασμένο Ιούνιο, λίγο πριν από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος από τον Αλέξη Τσίπρα, επισκέφθηκε την Αθήνα ο κολομβιανός συγγραφέας  Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες. Αφορμή ήταν η κυκλοφορία ενός ακόμη βιβλίου του στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Ικαρος, με τίτλο Οι πληροφοριοδότες. Είχε ήδη προηγηθεί, το 2013, επίσης από τις εκδόσεις Ικαρος, και σε μετάφραση επίσης του Αχιλλέα Κυριακίδη, ο Ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν. Ένα βιβλίο καθηλωτικό, που δικαίως τιμήθηκε με σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, όπως το βρετανικό English Pen Award και το ισπανικό Alfaguara.

Συναντήσαμε τον συγγραφέα στο ξενοδοχείο του, στο κέντρο της Αθήνας. Η πόλη έβραζε, ήταν οι μέρες των συγκεντρώσεων υπέρ του «Ναι» και του «Όχι» στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Ο Βάσκες, ήρεμος και προσηνής, με βαθιά φωνή και άρθρωση ηθοποιού του θεάτρου, είχε εντυπωσιαστεί από το ενδιαφέρον των ελλήνων αριστερών για τη Λατινική Αμερική. Εχοντας ζήσει πολλά χρόνια στην Ευρώπη, δυσκολευόταν να αντιληφθεί για ποιο λόγο ένα αποτυχημένο λατινοαμερικανικό πολιτικό μοντέλο έμοιαζε να έχει τόση απήχηση στην Ελλάδα. Αναμενόμενο, η συζήτησή μας να αρχίσει απο την πολιτική πριν αφιερωθεί στη λογοτεχνία.

Στην Ελλάδα έχουμε υποφέρει πολύ από το λαϊκισμό. Και το τελευταίο διάστημα, από ένα λαϊκισμό που παραπέμπει ευθέως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής. Εσείς, που έχετε ζήσει στην Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική, διακρίνετε κοινά σημεία ανάμεσα στον ευρωπαϊκό και τον λατινοαμερικανικό λαϊκισμό;

Έπειτα από δεκαέξι χρόνια στην Ευρώπη, επέστρεψα στην Κολομβία, σε μια περίοδο που η χώρα μου «περιστοιχίζεται» από χώρες όπου την εξουσία κατέχουν λαϊκιστικές κυβερνήσεις. Η οδός του λαϊκισμού όμως δεν είναι η οδός που πρέπει να επιλέξει η Αριστερά. Η περίπτωση της Βενεζουέλας, είναι ιδιαιτέρως εύγλωττη. Από τότε που ο Τσάβες ανέλαβε την εξουσία, η Βενεζουέλα εξελίχθηκε σε μια από τις πιο βίαιες χώρες στον πλανήτη. Η διαφορετική γνώμη, η ελευθερία της έκφρασης, τιμωρούνται με φυλάκιση. Η Βενεζουέλα έγινε μια χώρα όπως η Κούβα, η οποία ήταν πάντα το πρότυπο του Τσάβες, όπως ο ίδιος έλεγε  απερίφραστα. Τα μέσα ενημέρωσης στην Βενεζουέλα ζουν, με εξαίρεση την Κούβα, τη χειρότερή τους περίοδο στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Αυτή η Αριστερά, η Αριστερά της σημερινής Βενεζουέλας, δεν είναι η Αριστερά που εγώ θέλω για τη Λατινική Αμερική. Δεν είναι μια Αριστερά δημοκρατική, είναι ένας υποτιθέμενος σοσιαλισμός που οδήγησε τη χωρα αυτή στα χειρότερα οικονομικά αποτελέσματα της ιστορίας της, σε μια πρωτοφανή φτώχεια. Για μένα, η Αριστερά συνδέεται πάντα με την υπεράσπιση αδιαπραγμάτευτων αξιών όπως οι πολιτικές ελευθερίες ,τα ατομικά δικαιώματα, ο πλουραλισμός. Και όλα αυτά, οι κυβερνήσεις χωρών όπως η Βενεζουέλα δεν τα υπερασπίζονται. Θα παρότρυνα λοιπόν τους Ελληνες να δουν την τεράστια καταστροφή που συντελείται στη Βενεζουέλα και κατόπιν να λάβουν τις αποφάσεις τους.

Στην Ελλάδα όμως, αν κάποιος υποστηρίξει όσα ισχυρίζεστε για τη Βενεζουέλα, συνήθως δεν τον πιστεύουν. Με το αντεπιχείρημα ότι στη Λατινική Αμερική υπάρχει πάντα ο δάκτυλος των Ηνωμένων Πολιτειών. Είναι αδιαμφβισβητητος ο ρόλος των ΗΠΑ στη λατινοαμερικανική ήπειρο τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Εκτοτε όμως έχει περάσει καιρός και τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ή μήπως όχι; 

Η κατάσταση της Βενεζουέλας δεν αποτελεί επινόηση της αμερικανικής προπαγάνδας εναντίον του σοσιαλισμού. Σήμερα, εναντίον του καθεστώτος στη Βενεζουέλα τάσσονται με θέρμη διάσημοι αριστεροί με εύσημα, όπως ο Τεοντόρο Πέτκοφ, εκ των θεμελιωτών του σοσιαλισμού στη Βενεζουέλα. Ο Πέτκοφ πιστεύει στη δημοκρατία. Ούτε ο σημερινός πρόεδρος της χώρας, ο Νικολάς Μαδούρο, ούτε ο προκάτοχός του, ο Τσάβες, εφάρμοσαν τη δημοκρατία.

Πώς σχολιάζετε την πολιτική κατάσταση στη δική σας χώρα, την Κολομβία;

Από πολιτικής απόψεως, η Κολομβία ζει μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδο της ιστορίας της, η οποία χαρακτηρίζεται από τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις της κολομβιανής κυβέρνησης με τους αριστερούς αντάρτες FARC. Διαπραγματεύσεις που έχουν στόχο τον τερματισμό του εμφυλίου στην Κολομβία ο οποίος διαρκεί 50 χρόνια και έχει προκαλέσει περισσότερα από έξι εκατομμύρια θύματα, αν λάβετε υπ’ όψη τους  νεκρούς, τους τραυματίες, τους εκτοπισμένους. Στην Κολομβία, η κυβερνώσα Δεξιά, η Δεξιά του τέως προέδρου Ουρίμπε, προκατόχου του σημερινού προέδρου Σάντος, είναι πολύ σκληρή, ψεύδεται και επιχειρεί με νόμιμα και παράνομα μέσα να σαμποτάρει την ειρηνευτική διαδικασία. Εφτασε ώς το σημείο να χρησιμοποιήσει χάκερς για να υποκλέψουν τις συνομιλίες μεταξύ κυβέρνησης και ανταρτών, προσπαθεί να εκφοβίσει την αντιπολίτευση, κατασκόπευσε τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η μισή Κολομβία εξακολουθεί να υποστηρίζει αυτή τη Δεξιά, εκτός των άλλων διότι είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτεί ειρηνευτικές διαδικασίες με μια οργάνωση τρομοκρατών όπως είναι οι FARC, που επί δεκαετίες χρησιμοποιούσαν τις δολοφονίες και τις απαγωγές δήθεν ως πολιτικά όπλα. Είμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με μια πολύ δύσκολη κατάσταση, η έκβαση της οποίας είναι αβέβαιη.

Προσωπικώς εξακολουθώ να στηρίζω το διάλογο, την ειρηνευτική διαδικασία, παρά τις υποχωρήσεις που πρέπει να γίνουν. Ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο, όμως την ειρηνευτική διαδικασία της χώρας σου δεν τη διαπραγματεύεσαι με τους φίλους σου αλλά με τους εχθρούς σου. Η πόλωση στην Κολομβία είναι εντονότερη από ποτέ. Oι FARC δεν έχουν πλέον στήριξη από την κολομβιανή κοινωνία, όμως όταν ο μισός πληθυσμός της χώρας αντιτίθεται στην ειρηνευτική διαδικασία, γιατί έχει πιστέψει τα ψέματα της σκληρής Δεξιάς που υποστηρίζει ότι με αυτή τη διαδικασία, η Κολομβία παραδίδεται στον «τσαβισμό», τότε τα πράγματα γίνονται περίπλοκα.

Γιατί αποφασίσατε να επιστρέψετε στην Κολομβία σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία;

Επέστρεψα για οικογενειακούς λόγους – η σύζυγός μου είχε την ιδέα. Κατ’ αρχάς, θεώρησα την ιδέα καταπληκτική γιατί ήθελα να δω πώς είναι να γράφω, επιτέλους, τα βιβλία μου στην Κολομβία. Μέχρι την επιστροφή μου, είχα γράψει χίλιες σελίδες μυθοπλασίας για την Κολομβία, ζώντας όμως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Είχα την περιέργεια να δω πώς θα αντιμετωπίσω το λογοτεχνικό μου υλικό, που μού το έδινε η χώρα μου, ζώντας στην πατρίδα μου. Επίσης ήθελα οι δίδυμες κόρες μου, που σήμερα είναι εννέα ετών, να ζήσουν την παιδική τους ηλικία στην Κολομβία, όπως την έζησα και εγώ.

Τι αποκομίσατε από την εμπειρία σας στην Ευρώπη; Γνωρίζετε πολύ καλά την κλασική και τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, της οποίας οι επιρροές είναι εμφανείς στο έργο σας, όπως άλλωστε είναι εμφανείς και οι επιρροές από τον Μπόρχες και τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Τι σας πρόσφερε η εμπειρία σας στην Ευρώπη, δεδομένου ότι τη ζήσατε κατά την περίοδο σημαντικών κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών;

Το 1996, όταν έφτασα στο Παρίσι, ήμουν 23 ετών. Ανάμεσα στα πολλά πράγματα που έμαθα εκεί, ήταν η πειθαρχία, ότι η λογοτεχνία απαιτεί πειθαρχία. Έμαθα να γράφω πολύ και πολλές ώρες κάθε μέρα. Το γεγονός ότι είμαι μοναχικός τύπος με βοήθησε να δημιουργήσω ένα ιδανικό κλίμα για να μπορώ να γράφω με την ησυχία μου. Ηταν για μένα σημαντική μαθητεία. Κατόπιν, έζησα ένα χρόνο στο Βέλγιο, επίσης πολύ σημαντική περίοδος, γιατί κατάλαβα επιτέλους τι είδους συγγραφέας ήθελα να είμαι. Στο Παρίσι έφτασα όντας σε κρίση με τη δική μου προσωπική λογοτεχνία και στο Βέλγιο ανακάλυψα τον λογοτεχνικό δρόμο που ήθελα να ακολουθήσω. Ακολούθησαν δεκατρία χρόνια στη Βαρκελώνη, πόλη που αγαπώ πολύ, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να κερδίσω τη ζωή μου με αυτό που ήθελα πάντα να κάνω, δηλαδή γράφοντας. Στη Βαρκελώνη μετέφρασα βιβλία από τα αγγλικά και τα γαλλικά, δίδαξα λογοτεχνία, έγραψα λογοτεχνικές κριτικές, εργάστηκα ως αναγνώστης σε εκδοτικούς οίκους, έως ότου σιγά σιγά άρχισα να ζω από τα δικά μου βιβλία. Απέκτησα σπουδαίους φίλους, συγγραφείς όπως ο Χαβιέρ Θέρκας, όπως ο Ιγνάσιο Μαρτίνες ντε Πισόν, ο Ενρίκε ντε Έριθ. Η Βαρκελώνη είναι η πόλη όπου κυκλοφόρησα όλα μου τα βιβλία εκτός απο το τελευταίο, Las Reputaciones (σσ. κυκλοφόρησε το 2013, δεν εχει μεταφραστεί στα ελληνικά), είναι η πόλη όπου έγινα συγγραφέας, ο συγγραφέας που είχα επιλέξει να γίνω.

Τι ξεχωριστό έχει η Βαρκελώνη για έναν συγγραφέα, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τη Μαδρίτη;

Η Βαρκελώνη έχει παράδοση στους λατινοαμερικανούς συγγραφείς. Τη δεκαετία του 1970, ζούσαν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο ο Μάριο Βάργκας Λιόσα και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (σσ. συγγραφείς που έχουν και οι δύο τιμηθεί με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1982 και το 2010 αντιστοίχως). Tην ίδια εποχή, στη Βαρκελώνη, ζούσε ο συγγραφέας από τη Χιλή Χοσέ Δονόσο και ο Περουβιανός Αλφρέδο Μπράις Ετσενίκε. H Βαρκελώνη ήταν και είναι, ένας κόσμος όπου η λατινοαμερικανική λογοτεχνία διαβάζεται πολύ και εκτιμάται πολύ.

Ως συγγραφέας αισθάνεστε πιο κοντά στο έργο του Γκαρσία Μάρκες  ή του Βάργκας Λιόσα;

Ο Γκαρσία Μάρκες διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην απόφασή μου να ασχοληθώ με τη γραφή. Το βιβλίο του Εκατό χρόνια μοναξιά ήταν ένα από τα δύο τρία βιβλία που έβαλαν στο μυαλό μου την ιδέα να γίνω συγγραφέας.  Ωστόσο, παρ’ ότι ο Μάρκες ταυτίστηκε με τον μαγικό ρεαλισμό, εγώ ένιωθα ότι δεν μπορώ να ακολουθήσω την ίδια οδό. Ο μαγικός ρεαλισμός ήταν μια θαυμάσια επινόηση ενός λογοτεχνικού είδους της δεκαετίας του 1960, πολύ χρήσιμου, γιατί μας άνοιξε ένα παράθυρο για την ερμηνεία της λατινοαμερικανικής πραγματικότητας. Ο μαγικός ρεαλισμός γεννήθηκε από την ιδιοσυγκρασία, την κουλτούρα και το ταμπεραμέντο των ανθρώπων της Καραϊβικής. Μια κουλτούρα εντελώς διαφορετική από την δική μου που μεγάλωσα στην Μπογκοτά, την πρωτεύουσα της Κολομβίας, μια πόλη κρύα, ανάμεσα σε βουνά, πολύ μακριά από την κουλτούρα της Καραϊβικής. Η λογοτεχνία γεννιέται και από τις προσωπικές εμπειρίες του καθενός. Ο Γκαρσία Μάρκες, που είχε μεγαλώσει στις ακτές της Κολομβίας στην Καραϊβική, και εγώ, που μεγάλωσα στην Μπογκοτά, έχουμε τελείως διαφορετικές εμπειρίες. Πέραν όμως αυτού, ο μαγικός ρεαλισμός ως εργαλείο, δεν μπορούσε να μου είναι χρήσιμος, γιατί όταν εγώ άρχισα να γράφω το ρεύμα αυτό είχε ήδη εξαντληθεί, δεν αποτελούσε κάτι καινούργιο, δημιουργούσε απλώς σχολές συγγραφέων αυτού του ύφους ανά τον κόσμο.

Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα υπήρξε πολύ σημαντικότερος για μένα, υπό την έννοια ότι καθόρισε τι είδους συγγραφέας ήθελα να γίνω και πώς να το καταφέρω. Με καθόρισε η ιδέα του ότι η λογοτεχνία είναι πειθαρχία, ότι ο συγγραφέας είναι κάποιος που παρατηρεί, που διερευνά τη σκοτεινή πλευρά των κοινωνιών μας. Ο Βάργκας Λιόσα είναι επίσης πολύ σημαντικός για μένα και ως προσωπικότητα που μετέχει στον δημόσιο διάλογο.

Γνωρίζετε ότι ο Βάργκας Λιόσα έχει δεχτεί οξύτατη κριτική για τις πολιτικές θέσεις που υιοθετεί ή για τις επιλογές του να ασχοληθεί με ζητήματα που οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι δεν γνωρίζει, όπως το Μεσανατολικό.

Έχει δημιουργηθεί μια παρανόηση σχετικά με τον Βάργκας Λιόσα, η οποία εξακολουθεί να μού προκαλεί κατάπληξη. Οσοι τον χαρακτηρίζουν συντηρητικό και δεξιό, είτε είναι αδαείς είτε κακώς πληροφορημένοι. Ο Βάργκας Λιόσα είναι ένας άνθρωπος που σε όλη του τη ζωή έχει υπερασπιστεί τον διαχωρισμό του Κράτους από την Εκκλησία, τον γάμο μεταξύ των ομοφυλόφιλων, τη νομιμοποίηση των ναρκωτικών και, επιπλέον, με πάθος, όλες τις ελευθερίας που η Αριστερά θεωρεί δικές της. Τον επικρίνουν κυρίως για τις θέσεις του για την οικονομία.

Και όχι μόνο. Η εναντίωσή του, ήδη απο το 1965, στο καθεστώς του Κάστρο στην Κούβα προκάλεσε τη δυσφορία μεγάλου τμήματος της ευρωπαϊκής Αριστεράς, ένα τμήμα της οποίας εξακολουθεί να θεωρεί την Κούβα μια εξωτική σοσιαλιστική χώρα.

Είναι αλήθεια. Και αυτή είναι μια ακόμη διαφορά του Λιόσα με τον Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος υπερασπιζόταν το καθεστώς της Κούβας μέχρι το θάνατό του, εξ αιτίας και της προσωπικής τους φιλίας με τον Φιντέλ Κάστρο. Ο Μάρκες αναγνώριζε ότι το κουβανικό καθεστώς είχε πολλά προβλήματα, ότι ήταν ένα καθεστώς καταστολής, πίστευε όμως ότι όλα αυτά έπρεπε να ρυθμιστούν «ιδιωτικώς», στο πλαίσιο μυστικών διαπραγματεύσεων, και όχι στο φως της ημέρας.

Ποιο βιβλίο του Βάργκας Λιόσα σας ενέπνευσε περισσότερο;

Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω ένα συγκεκριμένο, γιατί πέρασα μια ολόκληρη περίοδο διαβάζοντας και μελετώντας το έργο του με πάθος. Το βιβλίο του Converacion en la catedral (σσ. δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά) εξακολουθεί να με μαγεύει όπως και Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου (εκδ. Εξάντας, 2002) αλλά και Το πράσινο σπίτι (εκδ. Καστανιώτη, 2005) και Η πόλη και τα σκυλιά (εκδ. Καστανιώτη, 2009)  το πρώτο βιβλίο που έγραψε σε ηλικία 26 ετών – ένα αριστούργημα.

Έχετε πει ότι ο Μπόρχες σάς έπεισε ότι κάθε συγγραφέας μπορεί να γράψει για οποιοδήποτε θέμα. Σας απωθεί συνεπώς η ιδέα ότι οι λατινοαμερικανοί συγγραφείς πρέπει να γράφουν αναγκαστικά για τη Λατινική Αμερική;

Ναι, παρ’ ότι τα δικά μου βιβλία αναφέρονται πάντα στην Κολομβία. Υποστηρίζω ότι οι λατινοαμερικανοί συγγραφείς έχουν δικαίωμα να γράφουν για την Αραβία του 15ου αιώνα, ακριβώς όπως ο Σαίξπηρ είχε δικαίωμα να γράφει για την Ιταλία –για τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα– ή τη Δανία – όπου εκτυλίσσεται η πλοκή του Άμλετ.  Οι λατινοαμερικανοί συγγραφείς έχουμε κληρονομήσει από τον Μπόρχες την εκπληκτική περιέργεια για ολόκληρη την παράδοση της Δύσης. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε δικαίωμα, ίσως και χρέος, να αφομοιώνουμε, να διερευνούμε τη δυτική παράδοση, τις παραδόσεις άλλων χωρών, για να γράψουμε για τις δικές μας χώρες. Ο Βάργκας Λιόσα και ο Γκαρσία Μάρκες έγραψαν τα πιο λατινοαμερικανικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα χρησιμοποιώντας όσα είχαν μάθει από τον Φώκνερ, τον Καμύ, τον Φλωμπέρ, τον Χεμινγουέι.

Γι’ αυτό και εσείς, στα έργα σας, δεν περιορίζεστε σε ζητήματα που θεωρούνται αμιγώς λατινοαμερικανικά. Για παράδειγμα, στους Πληροφοριοδοτες, ένα μυθιστόρημα για τη συλλογική μνήμη, μιλάτε για τη γερμανική κοινότητα στην Κολομβία, την περίοδο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ένα ζήτημα άγνωστο στο ευρωπαϊκό κοινό. Πώς επιλέξατε το θέμα αυτό;

Ποτέ δεν επιλέγω τα θέματά μου. Εννοώ ότι τα μυθιστορήματά  μου δεν γεννιούνται από αφηρημένες και γενικές σκέψεις, δεν σκέφτομαι ότι θα ήταν ωραίο να έγραφα ένα βιβλίο για τους Γερμανούς της Κολομβίας, ή τους Εβραίους της Κολομβίας, ή ένα βιβλίο για το εμπόριο ναρκωτικών στην Κολομβία τη δεκαετία του 1970 (σσ. το θέμα του βιβλίου του, Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν). Τα μυθιστορήματά μου γεννιούνται από το πάθος μου για ένα πρόσωπο. Στην περίπτωση των Πληροφοριοδοτών, αφορμή στάθηκε η γνωριμία μου, το 1999, με μια γυναίκα, μια Γερμανίδα, που είχε έρθει με την οικογένειά της στην Κολομβία το 1936, για να γλιτώσει από τους ναζί. Η γυναίκα αυτή μού αφηγήθηκε πώς ο πατέρας της υπέστη διωγμό στην Κολομβία ως φιλοναζιστής μόνο και μόνο επειδή είχε γερμανικό διαβατήριο. Μιλώντας μαζί της επί τρεις μέρες, ανακάλυψα ότι, τη δεκαετία του 1940, η κυβέρνηση της Κολομβίας, είχε επιτρέψει και είχε ενθαρρύνει τη δημιουργία ομάδων πληροφοριοδοτών, με σκοπό να ελέγξει την εξάπλωση της ναζιστικής προπαγάνδας. Αυτοί οι πληροφοριοδότες κατέληξαν να καταδίδουν αθώους ανθρώπους, Γερμανούς που δεν είχαν καμιά σχέση με το ναζισμό, η Εβραίους που μιλούσαν γερμανικά και είχαν γερμανικό διαβατήριο με αποτέλεσμα να θεωρούνται ύποπτοι μόνο γι’ αυτό.

Πριν από τη συνάντησή σας με αυτή τη γυναίκα, δεν γνωρίζατε τίποτε για τη συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας της Κολομβίας;

Τίποτε απολύτως. Γι’ αυτό λέω συχνά ότι στη ζωή δεν υπάρχουν βεβαιότητες, ότι τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή. Λένε συνήθως ότι οι συγγραφείς γράφουν για τα μέρη που γνωρίζουν, ο Βάργκας Λιόσα για τη Λίμα, ο Τζόυς για το Δουβλίνο, ο Ντοστογιέφσκι για την Αγία Πετρούπολη. Είναι αλήθεια ότι οι συγγραφείς καταλαβαίνουν καλύτερα τις πόλεις τους. Νομίζω όμως ότι γράφουμε για τις πόλεις μας γιατί δεν παύουν να μας καταπλήσσουν. Εγώ γράφω για την Μπογκοτά, γιατί νόμιζα ότι τη γνώριζα. Και ξαφνικά συμβαίνει κάτι, όπως η συνάντησή μου με αυτή τη γυναίκα, και συνειδητοποιώ ότι δεν γνωρίζω τίποτε. Αυτό είναι το κίνητρό μου. Ότι συνειδητοποιώ πως ο τόπος που γεννήθηκα είναι γεμάτος σκοτεινές γωνίες, γεμάτος μυστικά, γεμάτος εκπλήξεις.

Ανάλογο ήταν το κίνητρό σας για τον Ήχο των πραγμάτων όταν πέφτουν; Γνωρίζατε πώς άρχισε το λαθρεμπόριο ναρκωτικών στην Κολομβία στο τέλος της δεκαετίας του 1960, το ρόλο που διαδραμάτισε το αμερικανικό Peace Corps (σσ. εκπαιδευτικό πρόγραμμα των ΗΠΑ στην Κολομβία, με σκοπό τη σύσφιξη των σχέσεων των δύο χωρών); 

Κανείς δεν γνωριζε ακριβώς τον ρόλο του Peace Corps, γιατί κανείς δεν έγραψε γι’ αυτό. Νομίζω ότι έχει γυριστεί μόνο μια ταινία σχετικά με αυτό το θέμα. Η ύπαρξη όμως και ο ρόλος του Peace Corps ήταν ένα «φανερό μυστικό», όλοι το γνώριζαν, αλλά δεν τολμούσαν να μιλήσουν γι’ αυτό. Αυτό νομίζω ότι είναι ένα από τα θαυμαστά επιτεύγματα της μυθοπλασίας, το ότι δημιουργεί χώρο για ένα γεγονός για το οποίο κανείς δεν έχει απόδειξη. Εγώ είμαι μυθιστοριογράφος και δεν χρειάζεται να επαληθεύσω όσα γράφω, με στοιχεία, ούτε με μαρτυρίες ανθρώπων. Μου αρκεί το ότι έχω διαβάσει ένα σχόλιο, μια δήλωση ενός παλαιού πολιτικού της Κολομβίας, σε κάποιο βιβλίο, μου αρκούν οι αστικοί μύθοι με τους οποίους μεγάλωσα για να μπορέσω να διερευνήσω το θέμα μέσω της μυθοπλασίας. Γι’ αυτό υπάρχει η μυθοπλασία, η λογοτεχνία: για να αποκαλύπτει μυστικά, για να φωτίζει σκοτεινά σημεία, για να λέει αυτό που ένας ιστορικός ή ένας δημοσιογράφος δεν μπορεί να πει.

Και για να θέτει ερωτήματα;

Σαφώς. Αυτό για μένα είναι εμμονή: θα επικαλεστώ ξανά τον Βάργκας Λιόσα. Αγαπώ τη λογοτεχνία που μας φέρνει σε δύσκολη θέση, που μας ενοχλεί, που μας θέτει σημαντικά ερωτήματα. Δεν μου αρέσει η λογοτεχνία που καθησυχάζει, που δίνει απαντήσεις – λογοτεχνία και απαντήσεις σε ερωτήματα είναι αντίφαση. Μέσω των βιβλίων μου  προσπαθώ να δώσω αυτό που έχω εισπράξει ως αναγνώστης από τα σημαντικά βιβλία που έχω διαβάσει – και αυτό δεν ήταν ποτέ, μα ποτέ, απαντήσεις. Δεν νομίζω ότι κανείς από τους σημαντικούς συγγραφείς, από τον Προυστ, τον Φώκνερ, ώς τον Φιλιπ Ροθ, τον Ντον ντε Λίλλο και τον Τζων Μπάνβιλ, δίνει απαντήσεις. Στα έργα τους υπάρχει ένα κόσμος λέξεων και ένας κόσμος αισθημάτων και αξιών, στον οποίο ο αναγνώστης μπορεί να διατυπώσει ερωτήματα και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα. Γι’ αυτό ακριβώς και η λογοτεχνία, ως εκπαίδευση, είναι πολύ πιο σημαντική από την πολιτική ή τη θρησκευτική.

Εσείς όμως συμμετέχετε στον δημόσιο διάλογο, στον πολιτικό διάλογο, δεν είστε από τους συγγραφείς που δεν παίρνουν θέση.

Προσπαθώ να διακρίνω τις δύο ιδιότητές του συγγραφέα, και αυτή του μετέχοντος στο δημόσιο διάλογο, γιατί είναι λίγο σχιζοφρενικό. Από τη μια, λέω ότι είμαι συγγραφέας ακριβώς γιατί θέτω ερωτήματα, γιατί τίποτε για μένα δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο, αλλά, από την άλλη, συμμετέχω στον δημόσιο διάλογο με άποψη και θέση. Δεν θα χαρακτήριζα ποτέ τον εαυτό μου στρατευμένο συγγραφέα, είμαι ένας μυθιστοριογραφος που στον δημόσιο βίο υπερασπίζομαι ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό πρότυπο στο οποίο πιστεύω τυφλά.

Το πρότυπο του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες είναι οι ανοιχτοί ορίζοντες. Αυτοί που ανοίγουν συγγραφείς, Περουβιανοί όπως ο Βάργκας Λιόσα, Αμερικανοί όπως ο Φιλιπ Ροθ, Γάλλοι όπως ο Φλωμπέρ. Που διευρύνονται, όπως μας είπε ο συγγραφέας, από την μουσική των Βρετανών Beatles, του Βέλγου Ζακ Μπρελ και τον Γερμανού Μπαχ. Από όλα όσα εκείνες τις μέρες του περασμένου Ιουνίου, στην Ελλάδα, αμφισβητούνταν. Αποχαιρετήσαμε τον Βάσκες με την ευχή, την επόμενη φορά, να τον συναντήσουμε στην Αθήνα σε καλύτερες –πολιτικά– συνθήκες. Αναρωτιόμαστε αν τώρα, τρεις μήνες αργότερα, θα μπορούσαμε να του πουμε με βεβαιότητα ότι η Ελλάδα δεν αμφισβητεί πλέον τους ευρωπαϊκούς, τους ανοιχτούς ορίζοντες που ο ίδιος με τόσο πάθος υπερασπίζεται.

Juan Gabriel Vásquez, Οι πληροφοριοδότες, μετάφραση από τα ισπανικά: Αχιλλέας Κυριακίδης, Ίκαρος, Αθήνα 2015, 400 σελ.

booksjournal.gr