15 χρόνια μετά την 11η Σεπτέμβρη, ο πόλεμος της γενιάς μου δεν έχει τελειώσει ακόμα…

Του Nolan Peterson*… Κίεβο, Ουκρανία- Ο αδερφός μου ο Drew, πρώην σμηναγός στην αεροπορία, μου είπε μία από τις χειρότερες ιστορίες που έχω ακούσει σχετικά με τους πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.

Ήταν σε ένα κομβόι που μεταφερόταν από την αεροπορική βάση της Μπαγκράμ προς την Καμπούλ, κατά τη διάρκεια μιας αποστολής στο Αφγανιστάν τον Αύγουστο του 2010.

Αυτό το ιδιαίτερο επικίνδυνο τμήμα του δρόμου ήταν γνωστό ως «στενό αυτοκτονίας» λόγω της συχνότητας των επιθέσεων των Ταλιμπάν με αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς. Οι περισσότεροι από τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούσαν οι Ταλιμπάν ήταν συνδεδεμένοι με πυροκροτητές μέσω ενός λεπτού χάλκινου «καλωδίου πιάνου», κάτι που τους έκανε να μην «φρακάρουν».

Αυτοί οι μηχανισμοί απαιτούσαν ακρίβεια από τον επιτιθέμενο ώστε να συντονίσει την έκρηξη με τα οχήματα που περνούσαν. Η καλύτερη άμυνα, λοιπόν, ήταν να οδηγεί κάποιος γρήγορα και να μη σταματά για οποιονδήποτε λόγο.

«Οι Ταλιμπάν έκαναν τα πάντα για να μας πιέσουν να σταματήσουμε», μου είπε αργότερα ο Drew. «Αλλά με το που σταματούσες ή άνοιγες την πόρτα ήξερες ότι ήσουν νεκρός».

Ξαφνικά, ακούστηκε ένα τσιριχτό σκούξιμο από τα φρένα και ο βαθύς, μπάσος γδούπος της σύγκρουσης. Ο Drew ενστικτωδώς πήγε προς τα μπροστά και είδε ένα κοριτσάκι, μάλλον 5-6 ετών, χωρισμένο στα δύο πάνω στο καπό του φορτηγού.

«Το μισό σώμα της πήγε πάνω στο φορτηγό, το άλλο μισό από κάτω», όπως το περιέγραψε.

Χύθηκε πολύ αίμα. Οι άνθρωποι ούρλιαζαν και έβριζαν μέσα στο φορτηγό. Ο τύπος στη θέση του συνοδηγού φώναζε «προχώρα, προχώρα, προχώρα».

«Μα μόλις χτυπήσαμε ένα παιδί!», είπε κάποιος άλλος.

Ο Αφγανός οδηγός πάλεψε με το ένστικτό του να σταματήσει το φορτηγό. Ήξερε ότι αυτό δεν ήταν τυχαίο.

Ο οδηγός εξήγησε αργότερα ότι είδε έναν άντρα να κλωτσάει το κορίτσι προς τον δρόμο. Αυτή ήταν μια πάγια τακτική που χρησιμοποιούσαν οι Ταλιμπάν για να στήνουν ενέδρες στις φάλαγγες του ΝΑΤΟ και της Αφγανικής κυβέρνησης.

Αλλά ο οδηγός δεν ξεγελάστηκε. Έδωσε μια γροθιά στο γκάζι και συνέχισε να οδηγά το φορτηγό, σώζοντας έτσι τη ζωή του αδερφού μου και όλων των άλλων που ήταν μέσα από την ενέδρα που ήταν σίγουρο ότι θα ακολουθήσει.

«Πραγματικά έπαιξαν με το μυαλό μας», είπε ο Drew. «Αλλά είμαι σίγουρος ότι αν σταματούσαμε, είχαν σχέδια για εμάς».

6 χρόνια αργότερα, οι προτάσεις του Drew μερικές φορές γίνονταν ψίθυροι καθώς εξηγούσε εκείνη την ημέρα, με το μυαλό του να αναπαράγει εικόνες και ήχους που τα λόγια δεν μπορούν να δείξουν. Αυτό το είδος βαρβαρότητας τραυματίζει τις ψυχές και τις συνειδήσεις των στρατιωτικών δυνάμεων που γίνονται μάρτυρες τέτοιων πραγμάτων.

«Οπωσδήποτε σε κάνει να αναρωτιέσαι αν κάνεις μεγαλύτερο κακό παρά καλό εκεί πέρα», είπε ο Drew. «Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, οι Ταλιμπάν; Δεν είναι ανθρώπινα όντα. Δεν φέρνει κανείς πίσω αυτούς τους ανθρώπους. Και αν είναι διατεθειμένοι να κάνουν αυτά τα πράγματα για να νικήσουν, δεν υπάρχει βόμβα που το νικάει αυτό. Πώς καταστρέφεις κάποιον που δεν τον νοιάζει να καταστραφεί;».

Ο μακρύς πόλεμος συνεχίζεται

15 χρόνια μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ακόμα δεν έχουμε βρει τον τρόπο να νικήσουμε έναν εχθρό που «δεν τον νοιάζει να καταστραφεί», όπως είπε ο αδερφός μου.

Τα στρατεύματα, οι ναυτικοί και οι αεροπόροι των Ηνωμένων Πολιτειών ακόμα διεξάγουν πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Ισλαμιστών τρομοκρατών στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, και σε άλλες περιοχές όπως η Συρία και η Λιβύη, κατά μήκος της Αφρικής, και στις Φιλιππίνες.

Όλοι όσοι υπηρετήσαμε εθελοντικά τη θητεία μας το 2001, πλησιάζουμε στο τέλος της νεότητάς μας ως ενήλικες. Πολλοί από εμάς έχουν στραφεί σε άλλες προσπάθειες. Κάποιοι από εμάς έχουν αποφασίσει να παραμείνουν στον στρατό και θα αποτελέσουν την επόμενη γενιά Αμερικανών στρατιωτικών ηγετών δοκιμασμένων από τον πόλεμο. Πιθανόν θα παλεύουν με τον ίδιο εχθρό για όλη τους την καριέρα.

Όλοι όσοι υπηρετήσαμε έχουμε φίλους ή γνωστούς που σκοτώθηκαν στη μάχη. Και όλοι ξέρουμε κάποιον που φέρει ψυχικά ή σωματικά τραύματα εξαιτίας του πολέμου.

Υπάρχει, πιστεύω, ένα ιδανικό που κινητοποιούσε τους περισσότερους από εμάς που υπηρετήσαμε μετά την 11η Σεπτεμβρίου –κάποιος λόγος που δικαιολογούσε τη νεότητα που ξοδέψαμε εθελοντικά στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και σε άλλα μέρη και δεν θα ανακτήσουμε ποτέ. Πιστεύαμε ότι άξιζε τον κόπο. Είναι δύσκολο, όμως, να μην νιώθεις εξουθενωμένος μετά από 15 χρόνια πολέμου.

Θυμάμαι τις συζητήσεις που είχα με τους μεγαλύτερους σε ηλικία πιλότους στη διάρκεια της πρώτης μου αποστολής στο Αφγανιστάν ως πιλότος ειδικών αποστολών.

Μου εξηγούσαν πώς κάποιοι από τους ηγέτες των Ταλιμπάν που κυνηγούσαμε ήταν οι ίδιοι που αυτοί είχαν αιχμαλωτίσει με επιτυχία πριν από χρόνια. Ο εχθρός θα περνούσε 1-2 χρόνια στη φυλακή, εξήγησαν, και έπειτα θα απελευθερωνόταν, επιστρέφοντας αναπόφευκτα στο πεδίο της μάχης.

«Είναι δύσκολο να μη νιώσω ότι η καριέρα μου είναι μια τεράστια σπατάλη χρόνου», θυμάμαι να μου λέει ένας αντισυνταγματάρχης ενώ περπατούσαμε ένα βράδυ για δείπνο στην αεροπορική βάση της Μπαγκράμ.

«Έχω σταλθεί σε αποστολές 8 φορές», είπε. «Δεν είδα τα παιδιά μου να μεγαλώνουν, έχασα μια δεκαετία μακριά από τη σύζυγό μου. Γιατί; Σοβαρά. Τι έχουμε κάνει εδώ;»

Αυτά τα λόγια με στιγμάτισαν, ειδικά επειδή επρόκειτο για την πρώτη αποστολή μου. Ήμουν υπνωτισμένος από την τεράστια σημασία του να πηγαίνει κανείς στον πόλεμο για πρώτη φορά. Και όπως όλοι οι νεοσύλλεκτοι («ψάρακες» όπως τους λέμε –δεν υπάρχει ευαισθησία στον στρατό), αυτή η εμπειρία υπήρξε μια διαβατήρια τελετή, τοποθετώντας με κατά κάποιον τρόπο μεταξύ αυτών που πήραν την κατάσταση στα χέρια τους και πάλεψαν μετά την 11η Σεπτέμβρη.

Κατά συνέπεια, ο κυνισμός των μεγαλύτερων πιλότων μου έριξε ιδιαίτερα το ηθικό. Άρχισα να υποψιάζομαι ότι αυτός ο πόλεμος ήταν μάταιος και δεν μπορούσαμε να τον νικήσουμε.

Για ποιο πράγμα παλεύαμε τελικά;

Οι λόγοι

Αυτό μπορεί να ακουστεί σκοτεινό ή απωθητικό σε αυτούς που δεν έχουν πάει ποτέ στον πόλεμο ή να έχουν αποχαιρετήσει ένα αγαπημένο τους πρόσωπο που πάει εκεί, αλλά όταν αγκάλιαζα τον αδερφό μου κάθε φορά που έφευγε για αποστολή στο Αφγανιστάν, έβρισκα τον εαυτό μου να αποτυπώνει σκόπιμα τη στιγμή, ανησυχώντας ότι θα ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα.

Έπιασα τον εαυτό μου να κάνει κάτι παρόμοιο πριν φύγω για το Αφγανιστάν και το Ιράκ ως πιλότος, και κάθε φορά που πήγαινα ως πολεμικός ανταποκριτής στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και την Ουκρανία. Κάθε αποχαιρετισμός μου ήταν ολοκληρωμένος, χωρίς να έχω αφήσει τίποτα που να μην έχει ειπωθεί. Η πιθανότητα να σκοτωθώ στον πόλεμο στοίχειωνε κάθε αποχαιρετισμό μου.

Μάλλον θα με θυμούνται έτσι για πάντα.

Ο πόλεμος τα κάνει αυτά. Σε ωθεί να βλέπεις τα πράγματα λίγο διαφορετικά. Σου υπενθυμίζει ότι η ζωή είναι προσωρινή και δεν μπορείς ποτέ να αποβάλεις το συναίσθημα πως οτιδήποτε κάνεις μέσα σε μια εμπόλεμη ζώνη το κάνεις για τελευταία φορά.

Επίσης φέρνει στο μυαλό μία λέξη, ξανά και ξανά: Γιατί.

Γιατί είμαι εδώ; Γιατί γίνεται αυτός ο πόλεμος; Για ποιον λόγο πολεμάει ο εχθρός; Γιατί δεν παίρνουμε τα αεροπλάνα να πάμε σπίτια μας;

Όταν ο Drew εστάλη σε εθελοντική αποστολή στο Αφγανιστάν για δεύτερη φορά το 2013, υπήρχαν πολλοί που τον ρωτούσαν γιατί το έκανε.

Γιατί θες να διακινδυνεύσεις πάλι τη ζωή σου; Κάποιος άλλος θα μπορούσε κάλλιστα να το κάνει στη θέση σου. Αυτός ο πόλεμος είναι μάταιος.

Ποια είναι η απάντηση; Ο πρώην λοχίας Α’ τάξης Jeffrey Martin, βετεράνος με εμπειρία σε 6 αποστολές, μεταξύ αυτών η Θύελλα της Ερήμου και η εισβολή στο Ιράκ το 2003, την έθεσε ως εξής: «Όταν οι σφαίρες εκτοξεύονται και τα πάντα εκρήγνυνται, δεν σκέφτεσαι όλα αυτά τα χαζά περί καθήκοντος, τιμής και πατρίδας. Σε νοιάζει απλά να προστατεύσεις τον διπλανό σου και να βγεις ζωντανός».

Τα λόγια του Martin αντηχούσαν στην εξήγηση του Drew για την επιστροφή του στο Αφγανιστάν. «Ακόμα πολεμούν άνθρωποι εκεί», είπε. «Θα ένιωθα ότι δεν έκανα τη δουλειά μου σωστά αν δεν πήγαινα να τους βοηθήσω».

Εκείνη η εγγενής, ανεξήγητη αίσθηση καθήκοντος εμπνέει ακόμα χιλιάδες νεαρούς Αμερικανούς, άντρες και γυναίκες, να διακινδυνεύουν εθελοντικά τη ζωή τους και να περνούν μήνες μακριά από τα σπίτια και τις οικογένειές τους για να υπηρετήσουν ένα έθνος που δεν νοιάζεται για τις μάχες τους.

Επιστροφή στο σπίτι

Σκεφτείτε τη νεαρή στρατιωτικό που πάει σε αποστολή στο Αφγανιστάν ή στο Ιράκ. Είναι μακριά από την οικογένειά της για μήνες. Πάει για ύπνο το βράδυ ξέροντας ότι μια ρουκέτα από τους Ταλιμπάν ή το Ισλαμικό Κράτος θα μπορούσε να περάσει από το ταβάνι, σκοτώνοντάς την στον ύπνο της. Μπορεί να βιώνει κάτι σαν αυτό που είδε ο αδερφός μου σε εκείνον τον δρόμο στο Αφγανιστάν.

Όταν η αποστολή της τελειώνει, επιστρέφει σπίτι αργά το βράδυ με κάποια από τις αεροπορικές εταιρίες που μεταφέρουν τα στρατεύματα που επιστρέφουν σε αεροδρόμια όπως ο Διεθνής Αερολιμένας Βαλτιμόρης-Ουάσιγκτον. Πιθανόν ακούγεται μουσική που σπάει τη νυχτερινή σιωπή και κάποιοι επιστάτες κερώνουν το πάτωμα καθώς περιμένει να σφραγιστεί το διαβατήριό της και να περάσει από τελωνείο.

Το επόμενο πρωί παίρνει άλλη πτήση για το σπίτι, και ίσως έχει έναν σύζυγο ή έναν σύντροφο που περιμένει να την πάρει από το αεροδρόμιο. Κάποιοι παλιοί βετεράνοι μπορεί να τη χαιρετούν καθώς περιμένει τον σάκο της. Ίσως πάει για δείπνο στο Chili’s ή στο Applebees για ένα εορταστικό δείπνο το βράδυ, και αυτό ήταν.

Επιστρέφει στην ανωνυμία και στην καθημερινή ζωή. Ο χρόνος υπηρεσίας για την πατρίδα είναι απλά μια κουκκίδα στο βιογραφικό της. Είναι σαν να μην έγινε ποτέ. Όχι, όμως, για την ίδια.

Είναι δύσκολο για αυτήν να απολαύσει την ειρηνική ζωή γιατί οι πόλεμοι δεν έχουν ακόμα τελειώσει.

Τώρα νιώθει ξένη ακόμα και σε μέρη που θα έπρεπε να νιώθει οικειότητα. Κινείται σε διαφορετική ταχύτητα από οτιδήποτε και οποιονδήποτε άλλο, μην μπορώντας να συντονιστεί με την υπόλοιπη Αμερική. Δεν ζηλεύει όσα έχουν οι άλλοι, αλλά το ότι μπορούν να τα απολαμβάνουν τόσο εύκολα.

Γιατί;

Οπότε για ποιο πράγμα πάλεψε η δική μου γενιά;

Μετά την 11η Σεπτέμβρη υπήρξε μια δουλειά που έπρεπε να γίνει και εμείς προσφερθήκαμε να την κάνουμε. Πήγαμε γιατί ξέραμε ότι θα πήγαιναν και άλλοι, και δεν θέλαμε να τους αφήσουμε μόνους.

Οι στρατιώτες όπως ο αδερφός μου κατανοούσαν ότι υπάρχει ένα τίμημα για τον τρόπο ζωής που ακολουθούμε για όποιον έχει το θάρρος να βγαίνει μπροστά και να τον κερδίζει για χάρη των υπόλοιπων.

Όταν βγαίνουμε να φάμε σε ωραία μαγαζιά, βλέπουμε ταινίες, πίνουμε μπύρες και μπορούμε να είμαστε ξέγνοιαστοι, αυτό είναι το δώρο της γενιάς μου. Απολαύστε το.

Μια επίλεκτη μερίδα Αμερικανών έχει δεχτεί τα τραύματα και τις θυσίες των τελευταίων 15 ετών. Οι εθελοντικές πολεμικές δυνάμεις αποτελούν το 0,5% του Αμερικανικού πληθυσμού, λιγότερο από 8% του Αμερικανικού πληθυσμού έχει υπηρετήσει στις Ένοπλες Δυνάμεις, και μόλις 1 στα 5 μέλη του Λευκού Οίκου και της Συγκλήτου είναι βετεράνος, εν αντιθέσει με την αναλογία 3 στα 4 το 1971.

Το 2009, ο τότε Υπουργός Άμυνας Robert Gates είπε: «Παρά τα όποια αισθήματα απέναντι στους άντρες και γυναίκες με στολή, για τους περισσότερους Αμερικανούς ο πόλεμος παραμένει μια αφηρημένη έννοια. Μια απομακρυσμένη και δυσάρεστη σειρά ειδήσεων που δεν τους αγγίζει προσωπικά».

Οι σημερινοί Αμερικανοί είναι η πιο ευεργετημένη ομάδα ανθρώπων που έχει ζήσει ποτέ. Έχουμε συνηθίσει στην άνεση της ειρήνης στην πατρίδα και ξεχνάμε ότι αυτή δεν αποτελεί την αντικειμενική πραγματικότητα στην οποία ζουν όλοι οι άνθρωποι σήμερα ή σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας.

Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη 2001 ήταν μια καταστροφική υπενθύμιση του σκοτεινού κόσμου που υπάρχει πέρα από τα σύνορά μας, από τον οποίο προστατευόμαστε χάρη στο προνόμιο της ευημερίας και την προστασία από τις εθελοντικές ένοπλες δυνάμεις μας.

Η γενιά μου συνέβαλε ώστε αυτές οι σκοτεινές δυνάμεις να παραμείνουν στην άκρη και η βαναυσότητα που βιώσαμε πριν από 15 χρόνια και είδε ο αδερφός μου σε εκείνον τον δρόμο του Αφγανιστάν το 2010 να αποτελούν απλά κάτι αφηρημένο για τους περισσότερους Αμερικανούς.

Για αυτό πολεμήσαμε. Και για αυτό κάποιοι από εμάς διαρκώς επιστρέφουν στη μάχη.

*Ο Nolan Peterson, πρώην πιλότος ειδικών επιχειρήσεων και βετεράνος στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, είναι εξωτερικός ανταποκριτής του Daily Signal με έδρα την Ουκρανία.
dailysignal.com