Η ακαδημαϊκή μονοκουλτούρα των Πανεπιστημίων…

Mises Institute… Είμαστε καθηγητές και διδάσκουμε σε μια χιλιετία όπου οι τριτοετείς, οι τεταρτοετείς, και οι απόφοιτοι έρχονται σε εμάς εκπαιδευμένοι να μισούν τον «κακό» καπιταλισμό, επιδιώκοντας να σπουδάσουν ώστε να εργαστούν είτε για το κράτος ή για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις. Θέλουν να σώσουν τον κόσμο χωρίς να αναγνωρίζουν τη σύνδεση ανάμεσα στην προέλευση των χρηματοδοτήσεων της κυβέρνησης και των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων και τις κακές καπιταλιστικές εταιρείες που απεχθάνονται τόσο. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν προσφέρει και πολλά ιδεολογικά ώστε να διαφωτίσει σωστά εκείνους που έχουν αυτή τη στάση.

Σε ένα πρόσφατο δοκίμιο στη Wall Street Journal, “My Antibusiness Business Education”, ο Matthew Tice διηγείται την εμπειρία του σχετικά με τις σπουδές του στον τομέα των επιχειρήσεων στο Bentley College και πώς «τα επιχειρησιακά και τα μη επιχειρησιακά μαθήματα ενστερνίζονταν μια αντιφιλελεύθερη στάση απέναντι στον Αμερικανικό καπιταλισμό και τις επιχειρήσεις γενικότερα». Πιστεύει για πολλούς μαθητές ότι «τέτοιου είδους μηνύματα θα εσωτερικευθούν και θα μεταδοθούν με την πάροδο του χρόνου από τα πανεπιστήμια στον εργασιακό τομέα, το οποίο πιθανόν αποτελεί τον μακροπρόθεσμο σκοπό».

Δεν υπάρχει συζήτηση ή διανοητική ποικιλία

Σε ένα δοκίμιο με τίτλο “Conservative Faculty? Where?”, ο Michael Strain προβάλλει τη θέση ότι η χαμηλή εκπροσώπηση των Συντηρητικών καθηγητών στα πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών «σίγουρα επιδρά στα ερευνητικά θέματα που επιλέγονται από τα πανεπιστημιακά τμήματα, στις μελέτες που επιλέγονται για δημοσίευση από τους εκδότες των ακαδημαϊκών περιοδικών, και –ίσως το σημαντικότερο- στην διδασκαλία των προπτυχιακών φοιτητών». Ως φιλελεύθερος καθηγητής ελευθέρων τεχνών πλήρους ωραρίου, ήταν αποκαρδιωτικό να ανέχομαι για χρόνια συναντήσεις του τμήματος όπου οι ανοιχτές επικρίσεις για τον Ρέιγκαν και τις πολιτικές του αποτελούσαν ένα ατέλειωτο τροπάριο. Κάποιοι θα έλεγαν ότι αυτή η ιδεολογική ηγεμονία αποτελούσε ένα εχθρικό εργασιακό περιβάλλον, όπου η συζήτηση επιτρεπόταν μόνο ρισκάροντας τις συνεργασίες με συναδέλφους, την οργή του τμήματος και τον εξοστρακισμό. Αφότου το Mises Daily δημοσίευσε το άρθρο μας “The Seven Rules of Bureaucracy”, ο πρόεδρος του τμήματος μας έστειλε ένα δυσάρεστο μήνυμα που τόνιζε πόσο κενό και αναληθές ήταν το άρθρο∙ αρνούμενος να αναγνωρίσει τη δημοσιευμένη δουλειά μας στην ετήσια αξιολόγηση, επικρότησε ένα δοκίμιο για τον φεμινισμό στη hip-hop από άλλο μέλος του τμήματος.

Κατά τη διαδικασία ολοκλήρωσης του The Righteous Mind, όπου ο Jonathan Haidt προβάλλει τη θέση ότι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους ηθικολόγοι και επικριτικοί, αναφέρεται σε μια έρευνα που είχε κάνει σε μια συνάντηση ερευνητών της Κοινότητας για την Ψυχολογία του Ατόμου και της Κοινωνίας για τις πολιτικές συνδέσεις τους, πιστεύοντας ότι δεν υπήρχε μεγάλη πολιτική ποικιλία στην ομάδα. Κανένας από αυτούς δεν δήλωνε συντηρητικός, και μόνο το 1% ήταν φιλελεύθεροι. Από αυτή την ανεπίσημη έρευνα διαπίστωσε την ανάγκη να ιδρύσει την Heterodox Academy, για να επιστήσει την προσοχή στους ανθρώπους ότι τα πανεπιστήμια είναι προπύργια της αριστεράς –μια μονοκουλτούρα. Σε μια μελέτη, όπου πάρθηκαν συνεντεύξεις από 153 συντηρητικούς καθηγητές, οι Jon Shields και Joshua Dunn, Sr., κατέληξαν ότι μόλις 6,6% των καθηγητών στις κοινωνικές επιστήμες ήταν Ρεπουμπλικάνοι, συμπεραίνοντας ότι «οι πολιτικές αντιλήψεις εκφράζουν έναν διανοητικό προσανατολισμό –έναν προσανατολισμό που μας ωθεί να θεωρούμε κάποιες ερωτήσεις σημαντικότερες και κάποιες αιτιολογήσεις πειστικότερες». Οι Συντηρητικοί συχνά νιώθουν ότι η εύρεση εργασίας είναι ένα θέμα διακρίσεων.

Η Alice Eagly του Northwestern University παρουσιάζει μια πειστική, εμπεριστατωμένη έρευνα, ότι και τα πανεπιστήμια και τα μέσα ενημέρωσης συνωμοτούν ώστε να επιλέγουν μελέτες που επιβεβαιώνουν τις αριστεροφιλελεύθερες θέσεις τους, αγνοώντας όλη την έρευνα που αντιτίθεται στις απόψεις τους. Η εστίασή της ήταν στον ισχυρισμό ότι η ποικιλία του φύλου στα κυβερνητικά συμβούλια και η φυλετική ευρύτητα στις εργαζόμενες ομάδες έχει αδιαμφισβήτητα θετικές επιδράσεις στην οργανωτική αποτελεσματικότητα. Γράφοντας για τη στενομυαλιά στα σύγχρονα πανεπιστήμια, ο John McWhorter προβάλλει τη θέση ότι οι καθηγητές πρέπει να απαντούν ανοιχτά «όχι» όταν τους λένε οι διαμαρτυρόμενοι φοιτητές ότι προσβάλλονται από διαφορετικές ιδέες και ότι πρέπει να χαλιναγωγηθεί η ελευθερία του λόγου. Αλλά, λέει, «αυτός που λέει ‘όχι’ στιγματίζεται ως ρατσιστής (ή θα ειπωθεί ότι μισεί τον εαυτό του) στα κοινωνικά δίκτυα και στο Πανεπιστήμιο για μήνες. Εν τούτοις, οι ενήλικες που γνωρίζουν ότι η ανταπόκρισή τους στην ιδεολογία του όχλου βασίζεται στη λογική και τη συμπόνια θα επιβιώσουν συναισθηματικά. Βέβαια, τέτοιοι άνθρωποι φοβούνται για τη θέση τους».

Ο ρόλος των κυβερνητικών χρηματοδοτήσεων

Τα πανεπιστήμια στις Ηνωμένες Πολιτείες λαμβάνουν πλέον περισσότερη ομοσπονδιακή παρά πολιτειακή χρηματοδότηση, φτάνοντας τα 73 δισεκατομμύρια δολάρια το 2013. Αυτό το ποσό περιλαμβάνει τα πάντα, από τις επιχορηγήσεις Pell και γενικότερων σκοπών, μέχρι και την TRIO (για τους οικονομικά ασθενείς) και τις ερευνητικές επιχορηγήσεις από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας και το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών. Στις επιστήμες υγείας και στις φυσικές, όπως και στη μηχανική, η απόκτηση μιας επιχορήγησης είναι ένας από τους πιο σίγουρους τρόπους για να εξασφαλίσει κανείς μονιμότητα και προαγωγή. Δυστυχώς, αυτό συνεπάγεται τεράστιο ιδεολογικό κόστος. Τα τμήματα των πανεπιστημίων έχουν γίνει ολοένα και πιο εξαρτώμενα και υπόχρεα στις ερευνητικές ορθοδοξίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων της κλιματικής αλλαγής και του σκοπού των προοδευτικών για έναν ενιαίο κόσμο. Δεν είναι άξιο απορίας ότι οι σύλλογοι των «ανήσυχων» επιστημόνων έχουν βάλει στο στόχαστρο την Exxon Mobile για την έρευνά της, η οποία εντοπίζει ότι τα πρότυπα κλιματικής αλλαγής είναι ιστορικά ανακριβή, οι απειλές είναι υπερβολικές και έχει σπαταληθεί χρήμα.

Πολλές πολιτειακές νομοθεσίες στις Ηνωμένες Πολιτείες στρέφονται σε χρηματοδοτήσεις βάσει προτύπων επιδόσεων ώστε τα Πανεπιστήμια να αποδεχτούν και να δώσουν πτυχία σε όσο το δυνατόν περισσότερους φοιτητές στα επόμενα 3-5 χρόνια. Τα τμήματα πιέζονται να περάσουν όλους τους μαθητές ανεξάρτητα από τις επιδόσεις τους. Δυστυχώς, οι απόφοιτοι κολλεγίων πληρώνουν το τίμημα. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης δημοσίευσε μια αναφορά το 2014 δείχνοντας οι νεόκοποι απόφοιτοι κολλεγίων ακόμα αποτυγχάνουν στην εύρεση εργασίας που να ταιριάζει στο επίπεδο σπουδών τους. Η πιθανή αλλά σιωπηλή αλήθεια είναι ότι δεν έχουν αποκτήσει ποιοτικές σπουδές λόγω των νέων χρηματοδοτήσεων, της απουσίας κριτικής ικανότητας, και της ανοιχτής περιφρόνησης του καπιταλισμού.

Αυτή η αλαζονεία της μονοκουλτούρας των πανεπιστημίων είναι πλέον απίστευτη. Ο Αναπληρωτής Πρόεδρος Έρευνας του Κολλεγίου Τεχνών και Επιστημών του Πανεπιστημίου μας απαίτησε επίσημα από κάθε μέλος να παρουσιάσει με λεπτομέρεια πώς οι παρούσες ερευνητικές του προσπάθειες ταιριάζουν με τους στρατηγικούς σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών (π. χ. επίτευξη ισότητας μεταξύ των φύλων, τέλος στην παγκόσμια πείνα, ανοιχτές κοινωνίες για αειφόρο ανάπτυξη, λήψη επειγουσών δράσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των επιδράσεών της, και άλλα). Δεν έγινε λόγος για την καινοτομία, τις βιώσιμες ελεύθερες αγορές, την ελευθερία της σκέψης ή της έκφρασης. Αφού εξέτασα προσεκτικά αυτές τις αριστεροφιλελεύθερες αβρότητες, απάντησα στον Πρόεδρο του τμήματος ότι πραγματικά δεν τα πίστευα αυτά. Ως καθηγητής ρητορικής, μου απάντησε: «Θα του πω απλά ότι δεν τα έχαψες».

mises.org