Αλληγορία του ψυγείου…

Όταν, αρχές του 1960, ήρθε ένα φορτηγό με βαστάζους και ξεφόρτωσε ένα επαγγελματικό ψυγείο στο Χαζνέ, για το καινούργιο μπακάλικο του θείου μου, διαγωνίως από τον Ράλλη και απέναντι από τα Τιτάνια του Κωδούνα,οι περίεργοι που μαζεύτηκαν ήταν περισσότεροι από το 1959, όταν εμφανίστηκε στα Γιαννιτσά μια κυρία με κολλητό ψαράδικο παντελόνι, ξεκάλτσωτη, με πέδιλα ξώνυχα και μυτερό τακουνάκι, ένα μπουστάκι μωβ εφαρμοστό όπου διακρίνονταν το έκτυπο αμύγδαλο των θηλών της, και με μαντήλα δύο στροφών, στην κεφαλή και στον λαιμό της, με τεράστια μαύρα γυαλιά, και την τριγύρισαν σαράντα ξαναμένοι άνδρες και έφηβοι ,έτοιμοι να κατεβάσουν τα παντελόνια τους.
Η γυναίκα με το εφαρμοστικό ντύσιμο κατέβηκε από ένα καμπριολέ που οδηγούσε ένας τζες με προπέλα, κατά την έκφραση του Γιάννη Γκιωνάκη και ήθελε να μάθει πως πηγαίνουν στην Έδεσσα και στα Ανθεστήριά της.Ο Θείος μου πάλι, όρθιος και συγκινημένος, στη γωνία του ,μπακάλικου, έδινε οδηγίες «σιγά, σιγά, μη το γρατζουνίσουμε» και το ψυγείο τοποθετήθηκε καρσί από τις τζαμαρίες, στην τυφλή γωνία και ώσπου να σταματήσουν να το θαυμάζουν, είδαν κι έπαθαν ώσπου να το βάλουν να λειτουργήσει και να μαγευτούν από τον ζουζουνισμό του.
Τα μπακάλικα παλαιού τύπου δεν είχαν ψυγεία, αλλά ένα βύθιο εσωτερικό καμαράκι ,στολισμένο με μερικες φαναριέρες, όπου εφυλάσσοντο τσιβάλια με όσπρια, σαπούνια και σκούπες με στουλάρι και χωρίς, τενεκέδες με τυρό τελεμέ και ελιές, κάτι σαν απόθεμα μαυραγορίτη. Εκεί τα σκοινιά σιζάλ που μοσχοβολούσαν, το σιτάρι για τα κόλυβα, ενώ στο μπροστά μέρος ήταν τα καλά εμπορεύματα, για τη φιγούρα.
Οι σπάνιοι πελάτες σπανίως δεν τσακώνονταν με το θείο μου, όταν ζύγιζε εκατό δράμια φέτα με βαρύ λαδόχαρτο και από πάνω χασαπόχαρτο. Στο αφτί του το πλακε μολύβι με τη μωβ μύτη, για να γράφει την τιμή πάνω στο τύλιγμα και τα βερεσέδια στο τεφτέρι. Αλλά αυτά ήταν στο παλιό μαγαζί, στην αγορά, πριν το παζάρι της Πέμπτης, δίπλα στους νεωτερισμούς του Ηλίδη στην αλανίτσα απέναντι από το μονοπώλιο.
Οι καιροί άλλαξαν, και οι προμηθευτές από Σαλονίκη, εξηγούσαν στον θείο μου ότι  οι υπάλληλοι και οι στρατιωτικοί , προτιμούσαν εκεί μαγαζά με κονσέρβες, την μαγική σκόνη του Νεσκαφέ, το Καπαντούε που έσβηνε τις  λαδιές από τις κραβάτες και κυρίως τη γκιλοτίνα που έκοβε λεπτά την μορταδέλα και το σαλάμι αέρος. Και δεν ήταν κρυμμένα σε αποθήκες, αλλά σε ράφια διπλά, σκορπισμένα στο μαγαζί.
«Και δεν τα κλέβουν;» ρώταγε ο θείος Πέτρος. «Όχι, άν στη μια πόρτα βάλεις το ταμείο και στην άλλη να στέκεται ο μπακαλογατος». Άρα, έπρεπε να προσλάβει και παιδί για τα θελήματα. Και ασφαλώς, ψυγείο. Ώσπου να μπορέσει να βάλει καταψύκτη για να πουλάει και ψάρια από το «Ναυτίλο» που γίνονται λουκούμι δεμένα σε λαδόκολλα έπρεπε να βάζει τα τυριά και τα βούτυρα σε ψυγείο. Το δίμετρο με βιτρίνα και βάση για τους μισούς τενεκέδες,κόστιζε είκοσι χιλιάδες, εξοφλητέο σε 24 γραμμάτια.Και τώρα, ήρθε.
Όντως, φάνηκαν πολλοί πελάτες, και μαζί, άρχισαν να έρχονται προμηθευτές. Και ξεκίνησε η έρις για τα αλλαντικά.
Το κλασικό μπακάλικο είχε σουτζούκια καραμανλίδικα και παστουρμά, με το ζόρι σαλάμι σκορδάτο και αέρος. Δεν είχαν μεγάλη κατανάλωση και συνήθως τα σόγια το αποσώναμε ψιλοκομμένο σε καμιά ονομαστική γιορτή, μαζί με τα φούστουρα και ολίγο κασέρι σε κομμάτια λεπτά, με οδοντογλυφίδα. Αλλά τώρα ,εφάνησαν τα φορτηγάκια των προμηθευτών, που συνήθως τα οδηγούσαν τα ίδια τα αφεντικά ή εκάθηντο ως συνοδηγοί και προσπαθούσαν να αγοραστεί η παραγωγή τους και ήτον σε ανταγωνισμό.
Για τα σαλάμια, γενικώς, οι παραγωγοί ήταν  τέσσερις. Τα ονόματα των δύο τα ξέραμε από την επιγραφή στα φορτηγάκια τους. Πασιάς και Νίκας. Ο τρίτος ήταν ο παλιός προμηθευτής με τα σουτζούκια, ενώ ο τέταρτος δεν είχε ποικιλία και μάλλον ξάφριζε αποθήκες, μαθημένος από την κατοχή. Αυτός είχε και κάτι παράξενες μορταδέλες σε κυλινδρική κονσέρβα λεπτή, σαν αυτή που είχαν το κίτρινο τυρί στα μαθητικά συσσίτια.
Γρήγορα απόμειναν να σπρώχνουν εμπόρευμα ο Πασιάς και ο Νίκας. Πουλούσαν χονδρική ανάλογα την ποσότητα και χτυπούσε  ο ένας τον άλλον ανελέητα. Έδιναν εξόν την ποθητή μορταδέλα και σαλάμι τύπου Ουγγαρίας,χωρις χοντρό λίπος, χωνεμένο τριφτά μέσα στον κατιμά,λουκάνικα Φραγκφούρτης και φτηνότερα καραμανλίδικα, και άλλα διάφορα πολυτελή ,σε γυάλινες κονσέρβες.
Έδιναν και συνταγές στον θείο μου να μεταδίδει τις γνώσεις στις νοικοκυρές, να μη βράζουν, επι παραδείγματι τα Φραγκφούρτης πολυ και γίνονται νιανιά, αλλα και πως να κανουν σάντουιτς με ψωμάκι χάσικο και μια γραμμή μουστάρδα και αλατοπίπερο να κλείνει η σχισμή για τα παιδιά. Επίσης, έδιναν ένα πριμ σε έξτρα ποσότητα και περισσότερα γραμμάτια αν προτιμούσες τον έναν από τον άλλον.
Δεν θυμάμαι ποιος ήταν ο Νίκας και ποιος ο Πασιάς, αλλά κάποτε μου έδειξαν  τον ένα από τους δύο-μέσου αναστήματος, με γυαλιά, μεγάλος σε ηλικία, πειστικός.Στο τέλος ο θείος κατέληξε στον έναν από τους δύο, δεν θυμάμαι ποιόν ,αλλά συχνά, όταν έφτανε η ώρα για τα γραμμάτια, έλεγε πως θα αλλάξει και θα πάει στον άλλον.
Αλλά ο κόσμος ψώνιζαν. Και το ψυγείο ξεπληρώθηκε και γρήγορα μπήκε και άλλο.Τα σαπούνια ξεράθηκαν και ήρθαν τα απορρυπαντικά. Πρώτα το Ρεφλεξ, μετά το Κλινέξ, το Ρολ με τα πλαστικα μπαρμπαδέλια.
Από τα ραδιόφωνα ακουγόταν η Μούσχουρη και η «Αθήνα», χαρά της γης και της αυγής μικρό γαλάζιο κρίνο.Και στα διαλείμματα, αποσπάσματα από το «Ελλάς, η χώρα των ονείρων» ορχηστικό. Και οι προμηθευτές ήρχονταν μετά από τηλεφώνημα, ανάλογα αν έπειθε τους μπακάληδες ο Χατζηχρήστος («τ΄άκουσες, πολί μο;») η ο Παντελής Ζερβός («δώσε και μένα μπάρμπα/ρύζι του Μπαρμπαμπέν») Ο Πασιάς και ο Νίκας μεγάλωσαν, οι άλλοι δύο έσβησαν.
Άνοιγε τα πέταλα και τα σέπαλα η δεκαετία του 60. Παράλληλα με τον Πασιά και τον Νίκα ήρθε ο Καραμάνλαρος και ο Γέρος της Δημοκρατίας, ο Ρενάτο Καραζόνε και τα κουκουρουκουκού ξεχάστηκαν και στα πάρτι μας έλυωναν τα Γκρίνφιλντς με τους Μπράδερς φώρ, το Κάρολ και οι Βέντσιουρς. Ο Κρούτσεφ βάραγε το παπούτσι του στο βήμα του ΟΗΕ και τα κόκκινα μαλλάκια της έπαιρναν  βαθυκύανη απόχρωση οταν έκλεινε από σύννεφα το Πάικο και μου χαμογελούσε από μακριά στη βόλτα.
Ξεκίνησα να γράφω κάτι για τον συναγωνισμό των τεσσάρων για την αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας, αλλά μου ερχόταν στο μυαλό το μυθιστόρημα των τεσσάρων, οι ιππότες της Αποκαλύψεως, το τέσσερα βυζιά η γελάδα, τρία η αγια Τριάδα, δύο πέρδικες στ΄αλώνι, ένα είναι το αηδόνι κι αυτό το Μάη Λαλεί.
Οπότε προτίμησα την αλληγορία που ήδη διαβάσατε, βέβαιος πως ο Παπαμιμίκος, η έρις για το δίευρο, ο μπουκανίερ εισβάλων στην εφορευτική επιτροπή και οι δηλώσεις περι καταλλαγής και ποιός κρύβεται υπο τον Τζιτζί, εκφράζουν με άριστο τρόπο την ατμόσφαιρα εκείνης της αλλαγής στα καταναλωτικά μας πρότυπα, καθώς αυγάταιναν οι μέρες του 1960.