Η απαίτηση για προστασία των καταναλωτών από την ΕΕ…

Η προστασία των καταναλωτών είναι ένας τομέας «χαμηλής πολιτικής», ο οποίος όμως είναι ζωτικής σημασίας για δεκάδες εκατομμύρια Ευρωπαίων πολιτών. Συνήθως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, είναι αυτή που παραπέμπει τα κράτη μέλη της ΕΕ στο Δικαστήριο της ΕΕ για παράλειψη ενσωμάτωσης ευρωπαϊκού κεκτημένου στην εθνική νομοθεσία, και γενικότερα για κωλυσιεργία ή πλημμελή εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Στον τομέα της προστασίας καταναλωτών όμως παρατηρούμε μιαν ενδιαφέρουσα αντιστροφή του συνηθισμένου σχήματος: εδώ η Επιτροπή είναι αυτή που κωλυσιεργεί ή και αδρανεί μερικές φορές, ενώ ορισμένα κράτη μέλη προχωρούν σε ψήφιση νομοθεσίας και σε δράσεις πολύ πιο προχωρημένες από τις αντίστοιχες σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι λεγόμενοι «ενδοκρινικοί παρεμποδιστές» («endocrine disruptors»). Πρόκειται για ορισμένες ευρύτατα χρησιμοποιούμενες στην βιομηχανία χημικές ουσίες που παρεμποδίζουν την ομαλή έκκριση ορμονών στον ανθρώπινο οργανισμό, με αποτέλεσμα την εμφάνιση καρκίνων και τη μείωση της γονιμότητας όσων έρχονται παρατεταμένα σε επαφή μαζί τους. Τέτοιες ουσίες χρησιμοποιούνται στα πλαστικά, τα απορρυπαντικά, τα αρώματα, τις βαφές και τα υφάσματα, καθώς επίσης και σε συσκευασίες τροφίμων και ελαστικές μπότες. Οι δε καταναλωτές – ακόμα δε περισσότερο οι ανήλικοι καταναλωτές – είναι εξ ορισμού μια ευάλωτη κατηγορία, διότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν σε βάθος όλες τις βιολογικές παρενέργειες των δεκάδων χιλιάδων χημικών ουσιών που χρησιμοποιούν καθημερινά, ούτε να εκτιμούν σωστά τον κίνδυνο που αυτές αντιπροσωπεύουν για την υγεία τους.
Η Γαλλία, όπως και σκανδιναβικές χώρες (Δανία, Σουηδία), έχουν αναλάβει de facto ηγετικό ρόλο στη ρύθμιση αυτών των ουσιών, υποσκελίζοντας την ΕΕ, την οποία κατηγορούν ότι επιδεικνύει αδιαφορία ή και συγκεκαλυμμένη εχθρότητα απέναντι στις προσπάθειες αυστηροποίησης του νομοθετικού πλαισίου προς όφελος των ανυποψίαστων καταναλωτών, για χάρη μεγάλων βιομηχανικών συμφερόντων. Με μια πρωτοφανή πρωτοβουλία της Γαλλίδας Υπουργού Περιβάλλοντος Σεγκολέν Ρουαγιάλ, οι Υπουργοί Περιβάλλοντος των 28 κρατών μελών εξέδωσαν μια αυστηρή ανακοίνωση στις 4 Μαρτίου, καλώντας την Επιτροπή να επισπεύσει αυτό που έχει υποσχεθεί πολλάκις στο παρελθόν, ήτοι τη δημοσίευση μιας λίστας ουσιών που κρίνονται επιστημονικά ως επικίνδυνες για ενδοκρινική παρεμπόδιση, με μια διαβάθμιση (σε φθίνουσα σειρά επικινδυνότητας) μεταξύ των «πιστοποιημένων», των «κατά τεκμήριο» και των «ύποπτων» χημικών ουσιών. Εν τω μεταξύ, μια ακόμα πρωτοφανής εξέλιξη που μεσολάβησε και που αντιστρέφει τα ειωθότα στην Ένωση, είναι ότι η Σουηδία έφερε την αδράνεια της Επιτροπής στο Δικαστήριο της ΕΕ στο Λουξεμβούργο, το οποίο την δικαίωσε τον περασμένο Δεκέμβριο και υποχρέωσε την Επιτροπή να αναλάβει δράση μέχρι τον Ιούνιο, φθάνοντας σε έναν κοινά αποδεκτό επιστημονικό ορισμό των «παρεμποδιστών» και σχεδιάζοντας δράσεις για την εξαφάνιση των πιο επικίνδυνων από αυτών από την αγορά.
Το άρθρο 169 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ ορίζει ως στόχο πολιτικής της προστασίας των καταναλωτών τα ακόλουθα: «Προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα των καταναλωτών και να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, η Ένωση συμβάλλει στην προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, καθώς και στην προώθηση του δικαιώματός τους για ενημέρωση, εκπαίδευση και οργάνωσή τους για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους». Η αρμοδιότητα της ΕΕ είναι μεν υποστηρικτική και συμπληρωματική των εθνικών αρμοδιοτήτων («μέτρα που στηρίζουν, συμπληρώνουν και παρακολουθούν την πολιτική των κρατών μελών»), όμως η ενιαία αγορά απαιτεί, για την εύρυθμη λειτουργία της, μια εναρμόνιση με βάση κάποια ελάχιστα κοινά πρότυπα ασφάλειας.
Δυστυχώς, οι πολίτες της Ένωσης αποκομίζουν την εντύπωση ότι, με πρόσχημα τις επιστημονικές έριδες (καλόπιστες ή κατευθυνόμενες από μεγάλους οικονομικούς παίκτες), η Επιτροπή, αντί να προωθεί την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σε ορισμένους τομείς που έχουν άμεση, ορατή επίπτωση στη ζωή του μέσου ανθρώπου, προσπαθεί να προφυλάξει κατηγοριακά συμφέροντα μέσω κωλυσιεργίας. Σε χώρες με πάλλουσες κοινωνίες πολιτών και με μεγάλη παράδοση αδέσμευτου και ερευνητικού τύπου, όπως είναι η Γαλλία και οι Σκανδιναβικές χώρες, αυτή η εντύπωση είναι πιθανώς ακόμα πιο ζημιογόνα για τη φθίνουσα πολιτική νομιμοποίηση της ΕΕ και από την (κατά γενική ομολογία αποτυχημένη) διαχείριση των αλλεπάλληλων και αλληλεπικαλυπτόμενων κρίσεων που δοκιμάζουν την Ευρωπαϊκή ήπειρο από το 2009.  makthes.gr/ IOANNIS PAPADOPOULOS