Από τον Χένρυ Τζαίημς και τον Ουώλτερ Μπήζεντ, στον Μισέλ Ουελμπέκ…

Πρόσφατα εκδόθηκε στην Ελλάδα το τελευταίο μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ, η Υποταγή.  Η έκδοση ενός βιβλίου του Ουελμπέκ, θεωρείται σημαντικό γεγονός παγκοσμίως. Το τελευταίο του βιβλίο έχει ήδη μέσα σε λίγους μήνες μια τρικυμιώδη ιστορία. Έφθασε στα βιβλιοπωλεία του Παρισιού, λίγες ώρες πριν από τη σφαγή στο περιοδικό  Charlie Hebdo. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, ο συγγραφέας ακύρωσε τη συνέντευξη παρουσίασης του βιβλίου και εξαφανίστηκε. Το  βιβλίο θεωρήθηκε από κάποιους πολιτική προβοκάτσια, (προβλέπει την μετατροπή της Γαλλίας, στο κοντινό μέλλον, σε ισλαμικό κράτος), ενώ εξελίχθηκε σε παγκόσμιο best seller. Τι λέει όμως ο γάλλος συγγραφέας για τη λογοτεχνία. Και γιατί η θέση του συναντάται με την παράδοση ενός Χένρυ Τζαίημς ή ενός Ουώλτερ Μπήζεντ;

Η μυθοπλασία, δημιούργημα του 19ου αιώνα –τουλάχιστον όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, στη νεωτερική της μορφή– δεν θεωρούνταν στο ξεκίνημά της ότι ανήκει στις μεγάλες τέχνες. Μια συζήτηση για το θέμα αυτό έγινε, ως γνωστόν, το 1884, μεταξύ του Χένρυ Τζαίημς (Henry James) και του Ουώλτερ Μπήζεντ (Walter Besant)[1]. Ο δεύτερος εισήγαγε το αίτημα της αναγνώρισης της μυθοπλασίας στηνδιάλεξη που δόθηκε στο Λονδίνο, στο Βασιλικό Ινστιτούτο (25/4/1884), με θέμα “The Art of Fiction” και ο πρώτος απάντησε και έθεσε το θέμα γενικότερα με την δημοσίευση άρθρου στο LongmanMagazine (9/1884)  με τον  ίδιο τίτλο.

Ο Μπήζεντ συνέδεσε το θέμα της αναγνώρισης με την ύπαρξη νόμων που διέπουν την μυθοπλασία:

John Singer Sargent, Πορτρέτο του Χένρυ Τζαίημς, λάδι σε καμβά, 1913.

John Singer Sargent, Πορτρέτο του Χένρυ Τζαίημς, λάδι σε καμβά, 1913

Επιθυμώ αυτή τη βραδιά να παρουσιάσω τη μυθοπλασία ως μία των Υψηλών Τεχνών. Για να το κάνω αυτό και πριν το κάνω θα πρέπει πρώτα να εισάγω συγκεκριμένες προτάσεις […]. Αυτές είναι:

1. Ότι η μυθοπλασία είναι μία Τέχνη που με κάθε τρόπο αξίζει να αποκαλείται αδελφή και ίση με τις Τέχνες της Ζωγραφικής, της Γλυπτικής, της Μουσικής και της Ποίησης – που σημαίνει ότι το πεδίο της είναι τόσο ανοικτό, οι δυνατότητές της τόσο τεράστιες, η μεγαλοσύνη της τόσο άξια θαυμασμού, όση μπορούν να διεκδικήσουν και οι αδελφές της Τέχνες.

2. Ότι είναι μία Τέχνη, η οποία, όπως και οι άλλες, διακατέχεται και κατευθύνεται από γενικούς νόμους. Και ότι αυτοί οι νόμοι μπορούν να καταγραφούν και να συζητηθούν με τόσο μεγάλη ακρίβεια και τόσο συγκεκριμένα, όσο οι νόμοι της αρμονίας, της προοπτικής και της αναλογίας.

3. Ότι, όπως οι άλλες Υψηλές Τέχνες, η Μυθοπλασία έχει τόσο απομακρυνθεί από τις μηχανικές τέχνες, που κανένας νόμος και κανόνας δεν θα μπορούσε ποτέ να διδαχθεί σε εκείνους που δεν έχουν ήδη τα φυσικά και απαραίτητα χαρίσματα»[2].

 

Στη διάσημη τοποθέτησή του, ο Χένρυ Τζαίημς συμφωνεί ότι η μυθοπλασία είναι μια μεγάλη τέχνη, και ίσως ακόμη μεγαλύτερη από τις άλλες, επειδή έχει πολύ μικρότερη ανάγκη να υπακούει σε νόμους. Αυτό το στοιχείο της ελευθερίας της προσδίδει ιδιαίτερες δυνατότητες:

 

[Η μυθοπλασία…] παρουσιάζει τόσο λίγους περιορισμούς και τόσο αναρίθμητες δυνατότητες. Οι άλλες τέχνες, συγκρινόμενες με το μυθιστόρημα, φαίνονται περιχαρακωμένες και χαλιναγωγημένες […]. Και ο μόνος περιορισμός που μπορώ να διανοηθώ να επιβάλω στη σύνθεση ενός μυθιστορήματος […] να είναι αληθινό. Η ελευθερία αυτή είναι ένα υπέροχο προνόμιο.[3]

 

Πρόσφατα εκδόθηκε στην Ελλάδα το τελευταίο μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ, ηΥποταγή[4].  Η έκδοση ενός βιβλίου του Ουελμπέκ, θεωρείται σημαντικό γεγονός παγκοσμίως. Το τελευταίο του βιβλίο έχει ήδη μέσα σε λίγους μήνες μια τρικυμιώδη ιστορία. Έφθασε στα βιβλιοπωλεία του Παρισιού, λίγες ώρες πριν από τη σφαγή στο περιοδικό Charlie Hebdo. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, ο συγγραφέας ακύρωσε τη συνέντευξη παρουσίασης του βιβλίου και εξαφανίστηκε. Το  βιβλίο θεωρήθηκε από κάποιους πολιτική προβοκάτσια, (προβλέπει την μετατροπή της Γαλλίας, στο κοντινό μέλλον, σε ισλαμικό κράτος), ενώ εξελίχθηκε σε παγκόσμιο best seller.

Σήμερα, 131 χρόνια μετά τη διάλεξη Μπήζεντ και το δοκίμιο του Τζαίημς, φυσικά δεν τίθεται θέμα αναγνώρισης της μυθοπλασίας ως ισότιμης μεταξύ των άλλων μεγάλων τεχνών. Ο Μισέλ Ουελμπέκ, που δηλώνει ότι ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των ρομαντικών, μιλά στο βιβλίο του για το θέμα με τα λόγια του πρωταγωνιστή και αφηγητή Φρανσουά, καθηγητή της λογοτεχνίας στη Σορβόνη:

Πολλά πράγματα, ίσως υπερβολικά πολλά πράγματα, έχουν γραφεί για τη λογοτεχνία[5] (κι ως πανεπιστημιακός με ειδίκευση σ’ αυτό το πεδίο νοιώθω ότι διαθέτω αν μη τι άλλο την ικανότητα να αναφέρομαι σ’ αυτά). Η ιδιαιτερότητα της λογοτεχνίας, artmajeurτης Δύσης που τελειώνει μπροστά στα μάτια μας, δεν είναι ωστόσο πολύ δύσκολο να οριστεί. Όπως και η λογοτεχνία, μπορεί και η μουσική να ορίσει μια συγκινησιακή ανατροπή, μια απόλυτη θλίψη ή έκσταση· όπως και η λογοτεχνία, μπορεί και η ζωγραφική να προκαλέσει θαυμασμό, μια νέα ματιά για τον κόσμο. Όμως μόνο η λογοτεχνία μπορεί να μας δώσει αυτή την αίσθηση επαφής μ’ ένα άλλο ανθρώπινο πνεύμα, με την ακεραιότητα αυτού του πνεύματος, με τις αδυναμίες και το μεγαλείο του, τους περιορισμούς, τις μικρότητες, τις εμμονές και  τις πεποιθήσεις του· μ’ όλα αυτά που εκπέμπει, όσα το ενδιαφέρουν, ερεθίζουν ή το απωθούν. Μόνο η λογοτεχνία μπορεί να μας φέρει σε επαφή με το  πνεύμα ενός νεκρού, πιο άμεσα, πιο ολοκληρωμένα και βαθύτερα απ’ ό,τι θα κατάφερνε ακόμα και η συζήτηση με έναν φίλο – όσο βαθιά και όσο μακροχρόνια κι αν είναι αυτή η φιλία, ποτέ δεν επιδιδόμαστε σε μια συζήτηση  τόσο ολοκληρωτικά όσο το κάνουμε μπροστά σε ένα άδειο χαρτί απευθυνόμενοι σε έναν άγνωστο παραλήπτη. Και ασφαλώς, όταν το ζήτημα είναι η λογοτεχνία, η ομορφιά του ύφους, η μουσικότητα των φράσεων έχουν τη σπουδαιότητά τους· το βάθος του συλλογισμού του συγγραφέα, η πρωτοτυπία των σκέψεων του δεν είναι αμελητέα· ο συγγραφέας όμως είναι πάνω απ’ όλα ανθρώπινο ον, παρόν στα βιβλία του, το αν γράφει πολύ καλά, ή πολύ κακά, ενδιαφέρει ελάχιστα εν τέλει, το ουσιαστικό είναι ότι γράφει και ότι είναι, πράγματι, παρών στα βιβλία του. […] Έτσι ένα βιβλίο που αγαπάμε είναι πάνω απ’ όλα ένα βιβλίο που αγαπάμε τον συγγραφέα του, θέλουμε να τον ξανασυναντήσουμε, θέλουμε να περάσουμε τη μέρα μας μαζί του.[6]

 

Βέβαια, οι απόψεις ενός χαρακτήρα μιας μυθιστορίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν οπωσδήποτε και απόψεις του συγγραφέα –παρ’ όλο που ο ίδιος Ουελμπέκ, στο παραπάνω απόσπασμα, λέει ότι ο συγγραφέας είναι παρών στο βιβλίο του–, επειδή μπορεί να έχουν γραφτεί για τη γενικότερη οικονομία του έργου, αλλά σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να λεχθεί ότι εμπεριέχονται στο ευρύτερο φάσμα των απόψεών του. Η αποτίμηση της πορείας της μυθοπλασίας και γενικότερα της λογοτεχνίας είναι εξαιρετικά θετική από τον Ουελμπέκ και παρόμοια με τις απόψεις του Χένρυ Τζαίημς. Οι σχετικές αναφορές του λειτουργούν αντίθετα από τις συνήθεις προκλήσεις του, και μάλλον μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν κυρίαρχη άποψη σχετικά με όλες τις μορφές λογοτεχνίας και κυρίως της μυθοπλασίας στις δυτικές κοινωνίες.

Όμως, παρά τις διθυραμβικές αναφορές για τη λογοτεχνία, ο Ουελμπέκ δεν μπορεί να εγκαταλείψει την εσχατολογική του πλευρά και, με μια σύντομη προκλητική αναφορά, αναγγέλλει  ότι η λογοτεχνία «τελειώνει μπροστά στα μάτια μας».  Είναι αυτό μια απλή ρεαλιστική παρατήρηση ή μια υπερβολή ή μήπως μια πρόκληση σαν αυτή του τέλους της νεωτερικής Γαλλίας και της μετατροπής της σε ισλαμικό κράτος;

Πολλές αντίστοιχες προβλέψεις έχουν γίνει τελευταία, προβλέψεις που εδράζονται στην θέση ότι ιστορικά βρισκόμαστε στο τέλος του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας.

 

Τίνος το τέλος ζούμε;

Είναι άγνωστο αν ο Ουελμπέκ  προβλέπει το τέλος της λογοτεχνίας για ιστορικούς ή τεχνικούς ή ακόμη και καθ’ αυτό λογοτεχνικούς λόγους. Η έκρηξη της πληροφορικής και των ψηφιακών μέσων οπωσδήποτε έχει τεράστια επίδραση στη λογοτεχνία, ιδιαίτερα στην αφηγηματική της συνιστώσα, δεν προοιωνίζεται όμως το τέλος της, αλλά μάλλον μια δραματική μεταβολή της. Η σημερινή πληθώρα βιβλίων χαμηλής ποιότητας δεν μπορεί να υπονομεύσει την εξέλιξη της λογοτεχνίας. Τα βιβλία αυτά θα έχουν την τύχη των αντίστοιχων προηγούμενων, θα ξεχαστούν. Από την άλλη πλευρά, οι λογοτεχνικοί λόγοι δεν είναι ορατοί. Η λογοτεχνία, με το υπέροχο προνόμιο της ελευθερίας κατά Τζαίημς, είναι η τέχνη της διερεύνησης  και της κατανόησης του αδύνατου, και ως τέτοια πάντα θα έχει ρόλο στο μελλοντικό κοινωνικό γίγνεσθαι. Η ίδια η περικοπή του Ουελμπέκ: «Όμως μόνο η λογοτεχνία μπορεί να μας δώσει αυτή την αίσθηση επαφής μ’ ένα άλλο ανθρώπινο πνεύμα, με την ακεραιότητα αυτού του πνεύματος, με τις αδυναμίες και το μεγαλείο του, τους περιορισμούς, τις μικρότητες, τις εμμονές και  τις πεποιθήσεις του», δεν ενισχύει μια τέτοια πρόβλεψη.

Όσον αφορά τους ιστορικούς λόγους, κανείς δεν μπορεί να πει αν θα τελειώσει ή όχι η νεωτερικότητα. Έδειξε μια ιδιαίτερη προσαρμοστικότητα ξεπερνώντας το φασισμό / ναζισμό στα μέσα του προηγούμενου αιώνα και αργότερα τον κομμουνισμό. Οι απαισιόδοξοι εκείνης της εποχής για το τέλος της δεν επιβεβαιώθηκαν. Αν  οι δυτικές κοινωνίες δεν προχωρήσουν σε μια νέα εποχή σκοτεινών χρόνων και βαρβαρότητας, αν δηλαδή δεν επιβεβαιωθεί η προφητεία του Ουελμπέκ ότι η Γαλλία θα γίνει ισλαμική και αν οι ανοιχτές κοινωνίες δεν υποχωρήσουν σε μια θεολογική ερμηνεία του κόσμου, η λογοτεχνία θα παραμείνει σημαντικό παρακολούθημά τους και σημαντική πηγή ευφροσύνης, αυτογνωσίας και νοηματοδότησης.

 


1.Άγγλος βικτωριανός συγγραφέας.

2.Μετάφραση δική μου.

3.Απόσπασμα από το βιβλίο του Henry James, Η τέχνη της μυθοπλασίας, μετάφραση: Κώστα Παπαδόπουλου, Άγρα, Αθήνα 1984.

4.Από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, σε μετάφραση Λίνας Σιπητάνου.

5.Από τα αποσπάσματα του βιβλίου που ακολουθούν είναι φανερό ότι με τον γενικό όρο: λογοτεχνία, ο Ουελμπέκ αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην μυθοπλασία.

6.Απόσπασμα από την ελληνική έκδοση του βιβλίου. Με το ίδιο απόσπασμα ξεκινά  η παρουσίαση τηςΥποταγής  από το αγγλόφωνο περιοδικό Τhe Paris Review στο τεύχος 213  του καλοκαιριού του 2015.  booksjournal.gr