Αυγό στο πλακόστρωτο…

“Να μη βγεις μ’ αυτό τον καύσωνα έξω” με συμβούλεψε η γυναίκα μου. “Άσε, τώρα. Καύσωνας, λέει, 40 βαθμοί.

Και λοιπόν; Καλοκαίρι, είναι και σκάει ο τζίτζικας. Να κάτσω μέσα να κάνω τι; Άσε που έχει και ο Γιώργος τα γενέθλιά του (μπαίνει στα 68) και θέλει να κεράσει καφεδάκι στην πλατεία” της απάντησα.

“Τουλάχιστον βάλε ένα καπέλο”, μου λέει. “Καπέλο; Τί είμαι; γέρος είμαι να φοράω καπέλο;”.

Γλίστρησα στο κάθισμα του “στάρλετ” κι άνοιξα τα παράθυρα. Air condition δεν έχει, αλλά με τα παράθυρα ανοιχτά, καίγεσαι λιγότερο.

Ανέβηκα τη Μανούσου Κούνδουρου και βγήκα από τη Βασιλέως Γεωργίου στην παραλία. Στο Πασαλιμάνι, είδα ξαφνικά μια άδεια θέση κάτω από τα δέντρα.

Παρκάρισα, περπάτησα στην ανασκαμμένη (και παρατημένη στις πέτρες και τη σκόνη) πλατεία και ξεκίνησα για την πλατεία Κοραή.

Κατ’ αρχήν, έπρεπε να είχα ακούσει τη γυναίκα μου και να είχα φορέσει καπέλο. Στη σκιά περπατούσα και το κεφάλι μου καιγόταν. Φαντάσου να μην είχα μαλλιά!

Στα πενήντα μέτρα έκανα στάση σε μια από τις καφετέριες-μανιτάρια, που φυτρώνουν κάθε τόσο και αγόρασα ένα μπουκαλάκι νερό. Το στράγγιξα και συνέχισα.

Στη γωνία, Σωτήρος και Καραΐσκου, εκεί που βρίσκεται ο φούρνος-καμπαρέ, αγόρασα δεύτερο νεράκι. Το κατέβασα απνευστί, σαν μηχανή παλιού φορτηγού IFA στον ανήφορο!

Με δυο νερά καταναλωμένα, μπήκα στην καφετέρια. Καθίσαμε, φυσικά, μέσα, απολαμβάνοντας το γουργουρητό του κλιματιστικού και την ανθυγιεινή του ανάσα.

Ο Νάσος είχε κόψει από μια εφημερίδα την επιστολή ενός αναγνώστη, που αναφερόταν στην ασυνέπεια της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού.

‘Άσε με, δεν θέλω πολιτικά!” φώναξε ο Παντελής, που περιμένει μήνες τη σύνταξή του και όλο ακούει από τους αρμοδίους “όπου να΄ναι βγαίνει, την έχουμε χαρακτηρίσει “επείγουσα”, αλλά από το ΑΤΜ παίρνει όλο το “έναντι”, κάπου 300 ευρώ και τρελαίνεται!

Ο Νάσος έριξε ανέκδοτο. “Πώς πέρασες στη Βραζιλία;” ρωτάνε τον Γιώργο. “Απίθανα! Αυτή η χώρα βγάζει μόνο ποδοσφαιριστές και πουτ….ς. Τα απόλαυσα και τα δυο!” λέει.

“Για πρόσεχε, η γυναίκα μου είναι Βραζιλιάνα!”λέει ο Μήτσος.

“Ναι; Και σε ποιά ομάδα παίζει;” απαντά ατάραχος ο ταξιδευτής!

Πέφτει γέλιο, έρχονται οι καφέδες και τα υποβρύχια, κερνάει ο Γιώργος, υπάρχει κι ένα παλιό πιάνο στο βάθος, κάθομαι και παίζω το “Να ζήσεις Γιωργάκη”, γίνεται η σχετική πλάκα, “Άντε, του χρόνου εξηνταεννιά, ποιός τη χάρη σου” έρχονται και κάτι τσιπουράκια, έξω τηγανίζεις αυγό στο πλακόστρωτο.

“Να ζήσουμε, ρε, να μην τους αφήσουμε να μας πεθάνουνε!” είναι η ευχή. Λες και βρισκόμαστε σε καταφύγιο, στην Κατοχή…