Το Brexit θα έβλαπτε σοβαρά το περιβάλλον…

Έως το τέλος της δεκαετίας του 1970, η Μεγάλη Βρετανία ήταν γνωστή ως «η βρώμικη χώρα της Ευρώπης», με σοβαρά προβλήματα αιθαλομίχλης στο Λονδίνο, μόλυνσης των υδάτων και καταστροφής των δασών από όξινη βροχή. Μετά από 35 χρόνια συνεπούς εφαρμογής του ευρωπαϊκού κεκτημένου στην περιβαλλοντική νομοθεσία, η κατάσταση έχει βελτιωθεί θεαματικά. Όπως μπορούμε να διαβάσουμε σε μια έκθεση που συνέταξε τον περασμένο Απρίλιο η Επιτροπή Περιβαλλοντικού Ελέγχου της Βουλής των Κοινοτήτων, «οι περιβαλλοντικοί νόμοι της ΕΕ έχουν παίξει κομβικό ρόλο, καθώς σήμερα κάνουμε μπάνιο σε καθαρότερες παραλίες, οδηγούμε πιο αποδοτικά σε καύσιμα αυτοκίνητα και μπορούμε να ζητούμε λογοδοσία από την κυβέρνηση για την ατμοσφαιρική μόλυνση». Η βρετανική Βουλή θεωρεί ότι η σταδιακή ανάπτυξη του περιβαλλοντικού κεκτημένου, ήτοι του συνόλου της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για το περιβάλλον, έπαιξε καταλυτικό ρόλο για το Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ), καθώς λειτούργησε αμφιμονοσήμαντα: από τη μια μεριά, η ιδιότητα του κράτους μέλους της ΕΕ προσέφερε στο ΗΒ μια πλατφόρμα για να προωθεί τους περιβαλλοντικούς του στόχους διεθνώς και για να επηρεάζει την στρατηγική, μακροπρόθεσμη κατεύθυνση της ευρωπαϊκής πολιτικής υπέρ του περιβάλλοντος, ενώ από την άλλη μεριά, εξασφάλισε την επιτάχυνση και συστηματοποίηση της περιβαλλοντικής δράσης της χώρας, κάτι που ειδάλλως δε θα είχε συμβεί.
Αποτελεί γενική παραδοχή ότι το ΗΒ είναι καθαρά κερδισμένο από το υψηλό επίπεδο του ευρωπαϊκού περιβαλλοντικού κεκτημένου και ότι μια έξοδός του από την Ένωση θα άνοιγε μια περίοδο απροσδιοριστίας και αδυναμίας παρακολούθησης και επιρροής των εξελίξεων σ’ αυτόν τον τομέα πολιτικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Το 2008, επί κυβέρνησης των Εργατικών, το ΗΒ υιοθέτησε έναν από τους πιο προωθημένους νόμους για την κλιματική αλλαγή, που θεωρήθηκε ως μοντέλο για τα κράτη μέλη της ΕΕ συνολικά, με τον οποίο κινητροδοτούνται δράσεις πράσινης ανάπτυξης και μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Μ’ αυτήν τη νομοθεσία στις αποσκευές του, το ΗΒ επηρέασε σημαντικά την κατεύθυνση των διαπραγματεύσεων του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή τον περασμένο Δεκέμβριο στο Παρίσι, οι οποίες και στέφθηκαν από επιτυχία. Με άλλα λόγια, η ΕΕ αποτελεί τόσο έναν πολλαπλασιαστή της περιβαλλοντικής προόδου που σημειώνεται στο εθνικό επίπεδο λήψης αποφάσεων, όσο και ένα διαρκή τροφοδότη υψηλών προδιαγραφών ποιότητας και βέλτιστων πρακτικών που προέρχονται από το ευρωπαϊκό επίπεδο. Έχουμε να κάνουμε με έναν πανευρωπαϊκό ενάρετο κύκλο, ένα ιδιαιτέρως επιτυχημένο πολιτικό μοντέλο.
Μια έξοδος από την ΕΕ θα επέφερε ένα άμεσο και καίριο πλήγμα σ’ αυτήν την θετική δυναμική. Οι δυνάμεις της εθνικιστικής Δεξιάς και της Άκρας Δεξιάς, που κυρίως βρίσκονται πίσω από την καμπάνια για το «Leave EU», έχουν αποδείξει, με πολλά δείγματα πολιτικής γραφής αλλά και με την παραγωγή ιδεών από ισχυρές και καλά χρηματοδοτούμενες δεξαμενές σκέψης, ότι είναι σκεπτικιστικές απέναντι στο φαινόμενο της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής και ευρύτερα απέναντι στις περιβαλλοντικές ρυθμίσεις. Η αιτία δεν είναι μυστηριώδης: κάθε ρύθμιση, κάθε παρεμβατικότητα του δημόσιου τομέα, κάθε αύξηση των φόρων (π.χ. των έμμεσων φόρων που πλήττουν την παραγωγή υψηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ως κίνητρο για την περιβαλλοντική αναβάθμιση των εργοστασίων) θεωρούνται συλλήβδην ως «εμπόδια για την επιχειρηματικότητα» και ως «παράγοντες υποβάθμισης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας» από τους ελευθεριακούς καπιταλιστές που υποστηρίζουν τόσο το Brexit όσο και την χαλάρωση των περιβαλλοντικών κανονισμών.
Μέχρι τώρα, η δημόσια συζήτηση επ’ αφορμή του δημοψηφίσματος έχει κυρίως επικεντρωθεί σε θέματα οικονομίας και μετανάστευσης. Είναι κρίμα που θέματα ποιότητας ζωής δεν έχουν ακουστεί τόσο πολύ όσο τα παραπάνω, διότι στην περιβαλλοντική πολιτική – η οποία είναι οριζόντια, δηλαδή επηρεάζει και παρεισφρέει σε όλους τους τομείς πολιτικής – η ΕΕ παίρνει άριστα, παγκοσμίως μάλιστα. Και κάτι τελευταίο: είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι όλη η Ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία είναι βασισμένη σε επιστημονικές αποδείξεις και όχι σε αστήρικτες διαισθήσεις ή «πεποιθήσεις» (όπως για παράδειγμα αυτό που είπε ο τέως Δήμαρχος του Λονδίνου Boris Johnson και κύρια φιγούρα του «Leave EU», ότι «η κλιματική αλλαγή είναι ένας μύθος επειδή χιονίζει πολύ τους τελευταίους χειμώνες στη Μεγάλη Βρετανία»). Σε τελική ανάλυση, το ευρωπαϊκό περιβαλλοντικό κεκτημένο υπογραμμίζει τη σημασία της άσκησης πολιτικής με βάση τη γνώση και όχι με βάση σκοταδιστικές ή αφελείς ή και συνωμοσιολογικές λαϊκές δοξασίες.