Χριστουγεννιάτικη ιστορία ή ο θρύλος του Σαλιγκαρά…

Γραφει ο Πάνος Θεοδωρίδης… Εμείς εις τους κάμπους, υπάρχομεν άποθεν της αύρας των θαλασσίων αφρών, αρμυρίκια και σεμπρεβίβας στερούμενοι ισοβίως. Γυμνοκώλων και ξωβύζων σπανίως εντυγχάνομεν δημοσίως περιφερομένων, ενώ τα ντακίρια και τα σουσία σπανίως αποτελούν την εθιστικήν μας δίαιταν.

Ω! Των βάλτων και των γκιολών αι γλιτσώδεις όχθαι μας καθιστούν ερμηνευτάς πάσης ερεβώδους και σηψαιμικής καυλωσύνης, ενώ των ανωφελών κωνώπων τα σμήνη υποκαθιστούν τας βροχάς των πεταχτών φιλημάτων ,εις α περιορίζονται οι πλαζάκηδες και οι τας ρακέτας κροταλούντες παραθερισταί.

Πλην αι ελαφραί ιστορίαι πάθους και θερινών ερώτων, αι πτοούσαι το φρόνημα γραμμωμένων γενειοφόρων (χίπστερς τους ονομάζει η λαϊκή Μούσα) δεν είναι του ημετέρου γούστου αλλά και των προθέσεών μας. Αντλούντες την δύναμιν εκ της ζειδώρου ξινομαύρου πατατράβας, αρκούμεθα βινούντες παν ό,τι τουρλώνει και τουρλώνεται κάτωθι παπλωμάτων, μόγις ανεχόμενοι εργολαβίαν δέρματος άνευ ανέτου και σμερδαλέας πατατούκας.

Εις άλλα της δανεικής πατρίδος μας τόπια, ομιλούν περι διαγραμμάτου και Αδώνιδος και τίνος τρότσκας γέννημα τυγχάνει ο εκάστοτε ταγός των. Ημείς πάντως, εξερχόμεθα της αφάτου καταθλίψεως δια θρύλων κατατεθειμένων εις το παραγώνι, καιομένων μικτών συξύλων εκ μεσέ και ευφλέκτου οξυάς.Ένας εκ των θρύλων, είναι η παραλογή του Σαλιγκαρά, ευρέως διαδεδομένη από Καραντάγ έως Καρατζόβης. Αυτήν και πρόκειται να σας αφηγηθώ.

Υπάρχει κάμπος κάτωθι βουνού,ό Πάικον καλεί η Άφθορος των διαδοσιών Μοίρα.Οι πρόποδές του αμμώδεις εισίν, κατάλληλοι δια την καλλιέργειαν της ασπαραγγωσύνης.Όριον της χώρας ταύτης είναι η ιστορική Εγνατία, επίνοιας ουχί του Καλατράβα, αλλά του Γναίου Εγνατίου.Και εκεί όπου ήτο ρηχή λίμνη, τανύν απλούται ο βάλτος, με χωρία και πολλαίς καλαμιαίς, αλλα και ροζαλεα άνθη ροδακίνων. Την εποχήν καθ΄ήν απεπτύετο ο έβδομος μεταχριστιανικός αιών, οι απόφυγοι εκ Δουνάβεως σύμμεικτοι πληθυσμοί, εγκατασταθέντες μετά την φυγήν εκ της επικρατείας του Κούβερ, ηύρον τον Κεραμήσιον κάμπον και τους έδωκαν προμηθείας οι λαοί των ασεβών Δραγουβιτών, ενώ οι γείτονες τους εκάλουν Σερμησιάνους.

Σπαραγγώδης ο τόπος,διέθετεν πολλά λάπατα(αυλούκια τα λέγουν οι εκ Πόντου) και κοχλίας (σαλίγκαρους) τρίχρονους και με μαύρον καύκαλον. Τα έβλεπεν και τα εκυνήγα μεταπολεμικώς ο Σαλιγκαράς, παιδάντς Καππαδοκών ή Παφλαγόνων. Και τα έτρωγεν.Και αι Μοίραι που τον εμοίραναν, του υπεσχέθησαν δαψίλειαν αγαθών ,αρκεί να έβαζε τον μυαλό του να εργασθεί, πατλατώντας ώς μηχανή τρακτέρ Λαντζ: ηχηρώς.

Πλείστα εκ των γλοιωδών προϊόντα της μητριάς Μακεδονίας είχον διαχρονικώς την καλήν εις τας εξαγωγάς. Αι βδέλλαι μας επωλούντο άχρι Βιέννας δια αφαιμάξεις, ενώ εις τα ρηχάδια του Θερμαϊκού ανεπτύσσοντο στρείδια που ουδείς Θεσσαλονικεύς εχαίρετο, διότι έφευγαν αεροπορικώς εις τας στρειδοφάγους Ευρώπας. Ο Σαλιγκαράς, βρεθείς εις Εσπερίαν, εξέμαθεν ότι ταυτό ημπορούσε να συμβεί με της Κυρρηστικης τα σαλιγκαρια, πλην Γκάλλοι και Αυσόνιοι, ήτοι Ιταλιάνοι, ηρέσκοντο εις λευκωπά κελύφη, ιριδίζοντα, και ουχί μαύρα ωσάν των κατσιβέλλων την πλαστήν εικόνα.

Θρυλείται ότι επήρεν συνταγήν ποιά, εκβάλων τους σαλιαγκούς εκ των μουρτζίνων οσπητίων αυτών, αναθέσας το υπούργημα εις καλώς ενδεδυμένας κυρίας εκ της περιοχής, αι οποίαι ,αφαιρούσαι την πικράν έλικα του ερμαφροδίτου όντος, του έκοπταν τον πόδα ως τουζλαμαδάκι και τον ανεμίγνυαν μετά σκορόδου, βουτύρου και αρωματικών φυτών, το εμαγείρευαν και είτα το εστούμπωναν εις χαρίεν λευκόφαιον κέλυφος,πακετάροντάς το δε εις δωδεκάδας, με διαφανή άνω υμένα ίνα καθίσταται ορεκτικός, το έστελναν εις του Πάδου , του Ροδανού και του Σηκουάνα τα καταστήματα.Κελύφη ασπαίροντα λευκότητος εσπάνιζον εν τη χώρα, εξαιρουμένων μικρών, ριγέ χοχλιών εν Κρήτη ευρισκομένων, δι ό και ο Σαλιγκαράς διεδίδετο ότι ήφερνεν νταλίκας εκ Σκοπίων, Σόφιας και εκ Τουρκίας με κενά κελύφη.

Καραμανλούδαι σοφαί γραίαι, καθήμεναι επί σιδηρών ντιβανιών κουζίνας, φουμάρουσαι καπνόν αφειδώς, έλεγαν ότι ο άθρωπας ήκμασεν και επλούτισεν και έκτισεν εν Κεραμησίω κάμπω παρά τη ασφάλτω πολυοροφον εργαστήριον μετά κατοικίας, αναρτών επ΄αυτής οροφώδη πισίναν με υέλινον πάτον, ίνα εκ του καθιστικού ορόφου να βλέπωσι οι χαιρέκακοι τους κολυμβητάς του ρετιρέ.

Των Χριστουγέννων ήδη εμφανών εν τω ημερολογίω, ο Σαλιγκαράς, τα βράδια, έπαιρνεν σωφέρη και αυτοκίνητον και πήαινεν εις τα χωρία , εκ παλαιού εξαρτήματα του βακουφίου του Εβρενός και εισήρχετο εις τα καπνώδη και τσιπουρόπληκτα καφφενεία, πράσινα ή βένετα, και προυκάλει τους χωρίτας εις ποκαπαίγνιον (άλλοι θέλουσιν και άλλα τυχηρά) και ολονυκτής έπαιζεν την πόκαν με όλους και τους έπαιρνε τας επιδοτήσεις.

Ο δε λόγος δεν ήτο το πολυπαίγμον του ανδρός, μηδέ η φήμη του ως Σαλιγκαρά, αλλά μαύραι τσάνται μάρκας Σαμσωνάητ-Χόλη Νάητ, τίγκα στο χαρτονόμισμα. Ότε και εάν έχανεν μπάζαις και το περιεχόμενον μιας τσάντας, ευθύς ο σωφέρης του έφερνε την επομένην. Είχε το χρήμα, οι άλλοι το είχαν λιγοστό, ήτο πείσμων, τα κατάφερνε.

Ο θρύλος λήγει με έπαινον εις το θαύμα των Χριστουγέννων. Ελέγετο ότι το πράγματι θαύμα ήτο πως επί έτη αμέτρητα ουδέποτε έχασε κέρμα και όλους εκέρδιζεν. Αυτό ήτο το θαύμα και τα παιδάκια που άκουγαν το παραμύθι εμαραίνοντο θλιμμένα που οι πατεράδες και οι θείοι έμεναν πάμπτωχοι και χρεωμένοι, φυλάσσοντες μόλις το γλίσχρον ενοίκιον μιας πονηράς βιντεοκασσέτας όπου έβλεπαν πως πιππώνουν και πιππώνονται αι μακρόταλαι,ξανθωπαί και ασελγείς φυλαί των μακρυνών πελατών του Σαλιγκαρά.

Πάνος Θεοδωρίδης – thegreekcloud