Γραφει ο Πάνος Θεοδωρίδης… Ζητήσαμε κι αυτήν την χρονιά, να ζήσουμε χωρίς έλεος και φόβο. Να συρθούμε στον πλανήτη χωρίς πολλά, αλλά με επαρκή εφόδια. Να ξεπεράσουμε τις αντιγνωμίες μας, να δοκιμάσουμε την απίστευτη γεύση της ειρήνης, να μπλέξουμε τον πόθο με την αγωνία, την θύμηση με την επιθυμία και να ξαφνιαστούμε από το διαφορετικό, πιστεύοντας ή άπιστοι, λάτρεις της σάρκας ή των καυχήσεων.Και χρειαστήκαμε τα συνήθη εργαλεία της ζωής: λαχνούς, ελπίδες, φροντίδα τέκνων και αγάπη στους γεννήτορες. Να πληρώνουμε το ρεύμα και τα τρόφιμα, να βοηθάμε ή να περιφρονούμε τους ενάντιους, να κουτσομπολεύουμε, ο καθείς και το εικονοστάσι του.

Όλη τη  χρονιά, εγκλωβισμένοι και άχαροι, δεχτήκαμε από ένα άκεφο ανθρωπομάνι, τα λόγια, τις υποσχέσεις και τις επιταγές του. Μερικές στιγμές, μοιάζαμε με πολιορκημένους, άλλοτε συμβιβαζόμασταν όπως οι εικονομάχοι με τους σαρακηνόφρονες. Στο τέλος, μας μοίρασαν από ένα εργαλείο, όχι αυτό που ζητούσαμε. Ο άνεργος δεν χόρτασε, την πέρασε με δανεικά και ψιλά από το οικογενειακό κεμέρι, άν στηρίχτηκε από οικογένεια. Ο χρεώστης έμαθε πως κανένα συμβόλαιο δεν ίσχυε και πως έπρεπε να ψάξει πιό βαθειά, στην τσέπη του τίποτε, και σύρθηκε στην απελπισία. Αυτοί που είχαν και κατείχαν, έβλεπαν άλλο σινεμά, ανακάλυπταν άλλου τύπου σορμπέ.Ηταν λίγοι, αλλά επιδραστικοί. Πελατείες μαθημένες στην ανοχή και στο αραλίκι ,έδιναν συγχαρητήρια η μία στην άλλη, φτύνοντας τα κουκούτσια των επιδοτήσεων.

Αιχμάλωτοι της συγκυρίας, ανοίξαμε τα δώρα της απαντοχής. Εμένα μου έτυχε μια χτένα. Μιά μεγάλη χτένα κουρέα, από αυτές που οι παλιοσειρές στον στρατό έσπαζαν τα δόντια για να απομείνει η ευτυχία του «μία και καμία» ώσπου να έρθει το απολυτήριο. Εμένα μου έτυχε μια χτένα. Περίμενα ένα κλειδί, μια έμπνευση, την ζεστασιά μιάς ομόηχης ομάδας, το άδολο γέλιο, έστω για λίγα δευτερόλεπτα. Εκτός από ένα γενάκι και μιά ουρίτσα ποντικού στον σβέρκο, δεν έχω άλλο τρίχωμα να τίλλω ή να στρώσω.

Καλύτερα θα ήταν με ένα ζευγάρι γυαλιά, έναν νυχοκόπτη, λιγότερο τραύλισμα, ένα πειστικό βλέμμα.Καλύτερα θα ήταν με δυό γράδα λιγότερο κυνισμό και εξυπναδούλες, δυό ρούπια υγιέστερη σπονδυλική στήλη ,για να βάζω τις κάλτσες μου χωρις αγκομαχητό. Δεν έτυχε. Μου έλαχε μια μεγάλη χτένα, οπότε την κάρφωσα προσωρινώς στο λευκό γενάκι, για να επινοήσω μιαν ακόμη αλληγορία.

Αύριο, δεν θα΄ναι καλύτερα. Ένζωδα ρομποτάκια που πιστεύουν πως ανθρώπεψαν επειδή τους βλέπουμε καχύποπτα αλλά ευπειθώς,  νομίζουν πως ενεργούν στο όνομά μας.Οι λάτρεις του κατενάτσιο είναι παντού.Η παραμικρή μαλακία που εκστομίζει κάθε πονεμένος από την αρρυθμία του, γίνεται νόμος, πράξη νομοθετικού περιεχομένου, εγκύκλιος και δήθεν διαβούλευση.

Γι αυτό και θα κρατήσω την μεγάλη χτένα, στο ίδιο συρτάρι που έκρυψα τα «δώρα» μιας τραγικής εξαετίας, ελπίζοντας ότι κάποτε, από τα μπαλκόνια και τις λασπωμένες αυλές θα ξεχυθούν αυτά τα λιλιά και οι προφάσεις στο πουθενά μιάς ματαιωμένης ζωής, και πως θα έρθει κάποτε, ακόμη κι αν δεν είμαστε παρόντες. Τότε που οι κοψοχέρηδες, οι αμπελοφιλόσοφοι και οι αυτοαναφορικοί στοχαστές δεν θα έχουν τα κότσια να ρυθμίζουν τις ζωές μας.

Στον καθρέφτη του έτους, είναι καιρός να καταλάβουμε πως εμείς είμαστε οι μετανάστες και οι άκληροι. Κι αυτούς που βλέπουμε να υποφέρουν από δικες μας και ξένες μαφίες, είναι στην ουσία οι δικές μας σκεπτομορφές στο μέλλον.

Και ο τρελός λαγός, ο στρατιώτης ποιητής, ο υμνητής του τίποτε;

Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτα
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
και σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δε βρίσκω τίποτα
που να μην το συνηθίσατε
προσκυνώ

Πάνος Θεοδωρίδης – TheGreekCloud