Δώδεκα καλά του κάτω κόσμου…

Γράφει ο Πάνος Θεοδωρίδης…

  1. Γιαννιτσά. Καφενείον ο κάτω κόσμος. Μικρό, στην κατηφόρα πίσω από το τρίτο δημοτικό. Όταν το μπαμ, το παιχνίδι, γινόταν άνοιξη, οι βρωμούσες και τα λάπατα μαζί με παρατημένα στις βροχές καυσόξυλα από σπιτούδια γερόντων που είχαν ξεψυχήσει Φλεβάρη, ήταν καλή κρυψάνα για να βγάλεις το χέρι με τα δάχτυλα σχηματισμένα σε μπιστόλι και να φωνάξεις μπαμ στον Τέλη Τσιρέλη ή στον Τάκη Κιρκινέζη που έπαιζαν τον αστυνόμο.Στο καφενείο είχαν γραμμόφωνο με 78άρια, και άκουγαν σμυρνέικα και ταξίμια.Όταν χόρευαν με το κορμί μπροστά, με βήμα του κάβουρα, ο καφετζής δυσκολεύονταν να φέρει το ούζο με τη σαρδέλα στο φυρό τραπέζι. Δε χωρούσε.
  2. Ηταν μακρινή η γειτονιά αυτή. Στην απογραφή του 1961, βοηθώντας τον πατέρα μου, την είχαμε γυρίσει όλη. Πολύτεκνοι, απένταροι, σε στενά δωμάτια χωρίς έπιπλα, πάρεξ ντιβάνι και πολλά κιλίμια,ντρέπονταν που ο δάσκαλος έβλεπε το χάλι τους. Καταγράφαμε νούμερα και κουτάκια στο δίφυλλο και έφερναν συσταζούμενοι κανένα λουκουμάκι με νερό,κι εμείς λέγαμε ευχαριστώ και φεύγαμε ακέραστοι. Ηταν ο κάτω κόσμος,κυριολεκτικά. Όπου κανένας δρόμος δεν ήταν παραπάνω από μιά στενή τάφρος με βρωμόνερα, ενώ έλαμπαν οι φτενοί τοίχοι από τα ασβεστώματα. Με το ζόρι έφτανε ώς τον τουρμπέ, απέναντι από τον Αη Γιώργη. Κι από κει, ανέβαινες στο φρύδι με τα χαλάσματα και έβλεπες προς το Εσέκ Ντερέ και το Ταλαμπάς. Ως το πολυβολείο.Και σε ένα πλάτωμα με ωραία θέα, παιδιά έπαιζαν γκάζες με πήλινους βώλους.Με τη μύξα κάγκελο και άνιφτα,με τη ράχη της παλάμης να μοιάζει φολιδωτή από τη λέρα.
  3. Χάρη στο χαλκοπούλι με το βρυσάκι και τα δασκαλίστικα κηρύγματα, τηρούσαμε σχετική καθαριότητα στο σπίτι. Είχαμε σόμπα και καζάνι ενσωματωμένο στην κουζίνα που άναβε με πορτάκι από κάτω και η σκάφη κάθε Σάββατο μας περίμενε κοχλαστή με τη σειρά. Κάθε ξημέρωμα, ο πατέρας χειμώνα καλοκαίρι, τραγουδούσε ναμασκόφσκιε βετσερά και άλειφε, γυμνός απ΄τη μέση και πάνω το κορμί του με σαπουνάδα,και το κεφάλι του με πράσινο σαπούνι, χώρια και νόμιζα, πιο μικρός, πως ήταν ασβεστωμένος. Έπινε καφέ ακούγοντας ειδήσεις στο ραδιόφωνο. Κάπνιζε Άσσο.
  4. Χωρίς  Βουλή, χωρίς Θεό. Ο Θεός είχε το σπίτι του και το χέρι του παπα Θανασάκη Βαμβίνη μύριζε ψωμοτύρι. Η μόνη αιωνιότητα που αναγνώριζα ήταν στα παγωμένα, κοκκαλωμένα μέτωπα των αποθαμένων που τους διαβάζανε στο σπιτικό τους και στην εκκλησία.Η αιωνιότητα ήταν τελείως ακίνητη.
  5. Χαιρετισμούς, επιτάφιο, δισκοπότηρα, δεύτε λάβετε και καψούλες που τις πατούσαμε για να βροντήξουν, τα έβλεπα ως μυσταγωγίες παραδόξων όντων που θα κατέληγαν με κοκκαλωμένα μέτωπα στον ψαλμό και στο λιβάνισμα.
  6. Κι ο ενήλικος κόσμος ήταν ιδωμένος όπως στα μικυμάου με την μικρή Λουλού. Πάντα από τη μέση και κάτω. Ποτέ με πρόσωπο. Και ανάμεσα στο πλήθος των συγκεντρωμένων με τα κεριά που ζέσταιναν τους κόρφους τους, ο αέρας έφερνε καμιά φορά τη μυρωδιά από κάποιες τρίχες μαλλιού που άρπαζε φωτιά ή  την πιο μαλακή, από μια σταγόνα κερί που έπεφτε στο ζιλεδάκι ενός κοριτσιού και το καταχέριαζε η μάνα του.
  7. Αυτός ήταν ο κάτω κόσμος και είχε τα καλά του. Κατουρημένες γωνιές σπιτιών και πράσινη γλίτσα γύρω από τα πεύκα στο παρκάκι, παρεξηγήσεις παιδιών που κατέληγαν σε συμφιλιώσεις, παρακλήσεις παιδιών δώσε ρε να γλείψω λίγο, όταν κάποιος δεν κατάπινε αμέσως το φοινίκι του. Και η δίψα που έσβυνε χώνοντας το στόμα στην κάνουλα μιας βρύσης σε αυλή.Ήταν ένοχος κόσμος.
  8. Μήτε ο κάτω κόσμος ήταν κόλαση, μήτε ο Επάνω κόσμος, στην στέγη των επτά ουρανών, ήταν παράδεισος. Είχε περισσότερα λόγια. Αυτό ήταν όλο. Στα συσταζούμενα σπίτια, οι πεθερές περνούσαν τον δείκτη του χεριού τους με τρόπο πάνω από στενές επιφάνειες σοβατεπιών και το πάνω μέρος από τα καπάκια των συρταριών της κρεβατοκάμαρας, για να πιστοποιήσουν αν η νύφη ήταν νοικοκυρά η αμπντάλα, και μετρούσαν άν η λεγάμενη έβαζε κανα γεμιστό παραπάνω στον γιόκα τους, ή εκράτει τα πολλά στο ταψί, για να τα σαβουρώσει αργότερα ,η σβαρνιάρα. Έπιανα και μερικές που μύριζαν τις απλωμένες μπουγάδες στο σκοινί, ιδίως σώβρακα και κιλότες, για να δούνε άν η πουτάνα η ξετσίπωτη της διπλανής πόρτας ήταν τσιγκούνα στο λουλάκι ,να το προλάβουνε στη γειτονιά.
  9. Θυμάμαι και τη φύση και τη χρήση της. Τα σκυλάκια, τα άνθη εννοώ, τα πιέζαμε εκ πλαγίων και έμοιαζαν με το ανοιχτό στόμα ενός σκυλιού, ενώ τα άνθη της πασχαλιάς, τα βγάζαμε ένα ένα από τον βότρυ τους και χώναμε τον λεπτό καυλό τους σε μια ρυτίδα της φάλαγγας του αντίχειρα. Και δεν υπήρχε πιο νόστιμο στιφό από το άγουρο γκόρτσι και το άγριο ρόδο, το πεντάφυλλο, που μασούσαμε την κάψα του, μόνο και μόνο για να γεμίσει το στόμα μας με τη μυρωδιά του. Αγαπούσαμε τις καϊσιές επειδή σπάζοντας το κουκούτσι τους ήταν πιό γευστική και μεγάλη η ψύχα της δρύπης τους. Ναι ,ήταν μέρος του παραδείσου. Με αυτές τις γεύσεις και τα αγγίγματα παίζαμε τασκαλιστά,χτυπώντας τα στον τοίχο ταυτόχρονα με τους συμπαίκτες και παίρναμεγια δικά μας αυτά που έπεφταν από την καλή πλευρά. Χάνοντας τα χρωματιστά αγγελάκια, τα βλέπαμε να ανεβαίνουν σε έναν χαμένο ουρανό ενώ κατέβαιναν ,χρονιάρες μέρες, θεωρητικώς, τα χερουβείμ και τα σεραφείμ από τις γλυκερές εμπνεύσεις των ροζέ μπονμόν ζωγράφων. Και των ψοφιμιών τη θέση την καταλαβαίναμε από την έντονη αποφορά τους επί μερικές ημέρες κι έπειτα, όλα χώμα.
  10. Κάτι στραβό υπάρχει σε αυτές τις αναστάσεις,στην Μία και μόνη ή σε περισσότερες. Εάν η ψυχή είναι αιώνια και το χούι δεν φεύγει με τίποτε, ποιος ο λόγος να είναι σημείον Μέγα η ανάσταση; Once αιώνιον, always αιώνιον. Άσε που ως άσαρκος δεν πιάνει και χώρο. Στον υλικό κόσμο ,εννοώ.
  11. Λάτρης της αφής, αναζήτησα την γενέθλια αίσθηση. Μιμήθηκα τον πρωινό νιπτήρα του πατέρα μου. Αλείφτηκα στο σώμα και στο κεφάλι με σαπούνι, όπως έπραττε. Αλλα κόπηκε το νερό και απόμεινα μισή ώρα να ξεραίνεται ο λευκός πολτός επάνω μου. Έκανε κρύο και δεν μπόρεσα να ξεπλυθώ με κρύο νερό από το ψυγείο. Δεν έγινε και τίποτε. Στη θέση της απελπισίας των παιδικών μου χρόνων, άλλες φυλές, άλλοι πρόσφυγες, άλλες γενιές ξεβράζονται πασχαλιάτικα σε νησιά και παραλίες, να καλύψουν τις απώλειες του κάποτε. Εσμοί ηλιθίων ρουφιανεύουν το κάθετι. Δήθεν αρμόδιοι κλάνουν μέντες. Όπως το έπρατταν φιλότιμα στα δύο τρίτα του αιώνα που έζησα. Άσαρκη χώρα.
  12. Μόνον η μυρωδιά διατηρεί την αρχαία της δύναμη. Μήτε Πετεφρής, μήτε ποιητής. Απλώς Παπούα.Πήρα προαγωγή.