Η εκπαίδευση ενός κλέφτη ήχων 5/12…

 Πάνος Θεοδωρίδης…Υπήρχε μιά υστέρηση μεταξύ της χώρας μας και των πόλεων όπου δημιουργούνταν τα εμπορικά ή επιδραστικά μουσικά ρεύματα.  Δέκα και είκοσι χρόνια μετά μιά δημοφιλη όπερα Ιταλού μουσουργού, οι ‘Ελληνες ποιηταί έγραφαν κάποιο στιχηρό που βόλευε να γίνει δημοφιλές ,όπως το «φτερό στο άνεμο».  Αργότερα, αυτή η αναμονή έπαψε να είναι χρηστική, καθως οι συνθέτες είχαν τον νού τους στις μεγάλες πρεμιέρες και φρόντιζαν να «επηρεάζονται» από αυτές.  Πέρασαν τα χρόνια, ήρθε το ραδιόφωνο και το γραμμόφωνο, άλλοτε με αυτήν την σειρά, άλλοτε ανάποδα. Μαζί, ήρθε και τεράστιο κύμα νοσταλγών μιας χαμένης πατρίδας, άρα και των ήχων της. Δεν αντέγραφαν λοιπόν μόνον τις εξωτικές μόδες, στηριγμένοι σε δυναμικούς ευκολογράφους απο τους οποίους η Ελλάδα είχε πάντοτε περίσσευμα, αλλά μετέφεραν αυθεντικούς ήχους στο εξωτερικό, όπως οι ελληνοαμερικανοί έπρατταν με δημοτικά, ρεμπέτικα, μουρμούρικα, αλλα και  τραγούδια του συρμού, που καμιά φορά ήταν παρμένα απο το εξωτερικό και μεταλλαγμένα υπό μαιάνδρους.Έτσι και κάτι πήγαινε στη Μήτρα της Εταιρείας, ήταν εμπόρευμα, άρα απολυτως σεβαστό, ανταγωνιστικό και προσοδοφόρο.
Αυτο το πήγαινε έλα σπανίως ξεπερνούσε την πενταετία, ήταν δηλαδή οργανωμένο σε σωστές εμπορικές βάσεις. Ενίοτε, ακόμη και ξένα μεταξύ τους είδη, βλέποντας οι παραγωγοί τους πως υπήρχε κύμα δημοφιλών ισπανικών τραγουδιών, αγόγγυστα υπηρετούσαν το νέο είδος, όσο κι αν δεν ήταν συμβατό. Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης που ήτανε ρεμπέτης και έγινε ταυρομάχος γιά της Κάρμεν την αγκαλιά, είναι το υπέρτατο παράδειγμα ντανταϊσμού.
Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης
έπαψε να ζει ρεμπέτης
θέλει πλούτη και παλάτια
και της Κάρμεν τα δυο μάτια

Επαράτησε τη βάρκα στο λιμάνι
κάτω στο Πασαλιμάνι
τραγουδάει κι όλο πίνει
ταυρομάχος πάει να γίνει

Μα ο άκαρδος ο ταύρος τον σκοτώνει
και στη γη τονε ξαπλώνει
σαν τον βλέπει η Κάρμεν κλαίει
πάει κοντά του και του λέει

Αχ Αντώνη μου, βαρκάρη μου σερέτη
τώρα μένω νέτη σκέτη
μες στον κόσμο η καημένη
χήρα παραπονεμένη

Οι στίχοι ήταν της Πιπίτσας Οικονόμου και η μουσικη του Περιστέρη. Αμφότερα τα άτομα ήταν χωμένα ώς τα μπούνια στις δισκογραφικές επιχειρήσεις .Πιπίτσα Οικονόμου ήταν ο Μίνως Μάτσας ενώ ο Περιστέρης, μαζί με τον Σκαρβέλη, ήταν ικανότατοι «άνθρωποι γιά όλες τις δουλειές» στον χώρο.Ενορχηστρωτές, διορθωτές, μουσικοί. Ο στόχος τους δεν ήταν να κάνουν πλάκα, αλλα να «δανειστούν» το κοινό που λάτρευε το ισπανόφωνο πάθος,υπέρ του πλαστού ρεμπέτικου.Αυτά, το 1938.
Μετά τον πόλεμο και πάνω στον εμφύλιο, γέμισε η χώρα από λάτιν και χιλιμπίλι ακούσματα.(είμαστε καουμπόηδες απο το Μεξικό, κανένα δε φοβόμαστε, μόνον τον αρχηγό) Δεν ήταν σώνει και καλά «μοντέρνα»,δηλαδή δεν ήταν πάντοτε επιτυχίες της τελευταίας ώρας. Αλλα κυριάρχησαν στην ελαφρά μουσική, ενώ πάνω στο νεκρό ρεμπέτικο,ξεκίνησε το λαϊκό τραγούδι την «καριέρα» του. Το λαϊκό ακολουθούσε τις εμπορικές εταιρικες γραμμές, αλλά πιό άτσαλα: η Ναργκίς του ινδικού σινεμά έφερε τα “ινδικά” λαϊκά. Το περίσσευμα τριων δραχμών την εβδομάδα που επέτρεπε στην γιαγιά καραμανλού να κλαψει με την ησυχία της στο τούρκικο έργο β προβολης (το άλλο ήταν γουέστερν για τα άρρενα εγγονάκια) έφερε την απομίμηση ενός διαρκους βιντεοκλίπ με υπόθεση, αναγκαζοντας απο τον Γούναρη έως την Βουγιουκλακη να δοκιμάσουν την ελληνοτουρκικη τους επιχείρηση.Το λαϊκό δεν έληξε, κανονικά: απλώς ανατινάχτηκε στον πελατειακό του πληθωρισμό , αφήνοντας πλήθος νοσταλγών της νεότητός τους, όχι της δικής του νεότητας. Πρέπει να παραδεχτούμε πως ώσπου να ξεψυχήσει, βασανίστηκε και μας βασάνισε πολύ.
Μετά την δεκαετία του 50, οι εμπορικές επιχειρήσεις που έφερναν μουσικά έργα στην Ελλάδα ,αργούσαν μερικές εβδομάδες να καλύψουν την ζήτηση των όχι πολυάριθμων οπαδών της ροκ. Πάντως ,προλάβαιναν τουλάχιστον το τέλος καθε σεζόν.  Ωστόσο, εξεικευμένα μαγαζιά με ψαγμένους υπαλλήλους η ιδιοκτήτες, έφερναν  εργαλεία και απο «ανεξερεύνητες» γιά το εμπόριο περιοχές του Ήχου. Ήδη στην μεταπολίτευση, ένας άλλος σύμμαχος φύτρωσε  γιά την Ελλάδα της μουσικής : η αναζήτηση ενός σύγχρονου τρόπου αναπαραγωγής της μουσικής. Μιλάμε γιά προενισχυτές, ενισχυτές, λεπτές αναζητήσεις γιά μιά βελόνα πικάπ, εκουαλάιζερ  και πολλα ακόμη εφευρήματα που η ακριβή τους τιμή δεν θα μας επέτρεπε να τα θεωρήσουμε ποτέ γκάτζετς και γκατζετάκια. Τον καιρό που η «έμπειρη» μουσικώς νεανική Ελλαδα  παραλάμβανε τα τέρατα αυτά, υπέγραφε χοντρά πακέτα συναλλαγματικών γιά να τα εξοφλήσει. Τα ίδια χρόνια έχουμε και άλλες νουβωτέ: κυκλοφορεί ηλεκτρικη γραφομηχανή με μηχανισμό κάλυψης σφαλμάτων πληκτρόλογησης, και στον ορίζοντα το DTP εμφανίζεται σε πατάρια και εξειδικευμένα εργαστήρια μερακλήδων, αφαιρώντας πολλήν χειροτεχνία από την παραδοσιακή τυπογραφία που θα γίνει σε δέκα χρόνια μιά ενασχόληση γιά πολύ λιγότερους, αν λογαριάσουμε και την έκρηξη των ταχυπιεστηρίων.
Αλλά εκείνα τα χρόνια, ακμάζει το πανκ, το τελευταίο κίνημα που η Ελλάδα παίρνει είδηση μόλις προς το τέλος του 1977, ενώ οι οπαδοί του τελευταίου τρένου το γνωρίζουν ήδη εδώ και τρία χρόνια. Δύο στοιχεία που ενόσω φύτρωναν δεν εντυπωσίασαν πολύ, άρχισαν να γίνονται απαραίτητα στους νέους, αλλά και στην γενιά των ροκάδων που δεν βρισκόταν στην πρώτη νεότητα.
Το πρώτο, ήταν το βιντεοκλίπ.
 Άρχισε να προμοτάρεται χάρη στην «ιδεολογία της ντίσκο», στο «γκλαμ ροκ» και στα συναφή, όπου το οπτικό τμήμα μιάς παράστασης αρχισε να γίνεται πολύ σημαντικο, ώσπου οι τεχνικές δυνατότητες επέτρεπαν γυρίσματα με βίντεο και όχι με φιλμ ,καινοτομίες που ακόμη και σκηνοθέτες όπως ο Αντονιόνι είχαν  αρχίσει να διερευνουν.  Παράλληλα, οι καινοτομίες στο μοντάζ και στα γυρίσματα του  στούντιο Zoetrope , αλλά και ο ιπτάμενος Σούπερμαν που δεν έμοιαζε συγκολλημένος, έδωσαν σε μικρές σχετικά εταιρείες, ήδη πριν ξεκινήσει η δεκαετία του 1980, να κάνουν παραγωγή βιντεοκλίπ. Δεν ξέρω άν η οικονομία σε πολλα στοιχεία των γυρισμάτων έδωσε τέτοια ώθηση στο new wave που ξεκίνησε την οριστικη του επικράτηση γιά δύο ή τρία χρόνια ή ήταν η φύση της μουσικής αυτής που επέτρεπε ευκολωτερα και φτηνότερα γυρίσματα.
Το δεύτερο, ήταν μια τηλεοπτική πλατφόρμα.
Η δημιουργία του MTV γεφύρωσε οριστικά το χάσμα ανάμεσα στην παραγωγή ενός μουσικού έργου και στην  ενημέρωση του ελληνικού και του παγκόσμιου νεανικού κοινού.Το ελληνικό κοινό δεν ήταν μόνον κοινωνικώς έτοιμο, αλλα έβγαιναν και τα βερεσέδια απο άλλων εποχών κενά. MTV ήταν αδιανόητη στον τόπο χωρις την έκρηξη των βιντεοκλάμπ στην επαρχία, την αλλαγή των σεξικων συνηθειών με το Ντάτσουν στα τσαϊρια και τα νέα νυμφευμένα ζευγάρια των αγρών να μαθαίνουν εμβρόντητα ότι οι στάσεις στο σεξ δεν ήταν μόνον δύο. MTV ήταν προηγουμένως η δορυφορική τηλεόραση με τα τεράστια πιάτα και τις μονομανίες για την ακρίβεια του LNB ,και η παράξενη ομοιότητα που οποιοσδήποτε μπορούσε να εντοπίσει ανάμεσα στα τελετουργικά πολλων θρησκειών. Στην Ελλάδα θριάμβευσε την εποχή του γκόθικ και των Σμιθς, των ποζεράδων και αναρίθμητων εγχρώμων, πολλοί των οποίων ελεγοντο Τζάκσον και ήτο τριβάρβαρα τα αγγλικά των.Στο μεταξύ ,όλες σχεδόν οι καινοτομίες του ψηφιακού κόσμου, άρχισαν να περνάνε απο ασφαλη εμπορικα “διόδια”. Απο τα λευκά είδη στα μαύρα, απο την εξάπλωση του DVD και αργότερα της ψηφιακης καμερας, στα νέα ελαφρά κράματα και στην πλαστικούρα των αυτοκινήτων που επέτρεπε μουσικες στο φεγγαρόφωτο χωρις να κερνάς μαρτίνι την κυρία σε απαρτμάν με αυτοματισμούς. Μαζί, ένα τεράστιο κύμα νοσταλγίας γιά ροκαμπίλια που δεν έπαιξαν ποτέ σε ευρύ κοινό.