Ο Ερνστ Νόλτε και οι εκλεκτικές συγγένειες των ολοκληρωτισμών…

 

«Όταν μιλούμε για ιστορία, ποιος μιλάει; Είναι κάποιος που τοποθετείται σε μια εποχή, σε μια κοινωνία, σε μια κοινωνική τάξη – με μια λέξη είναι ένα ιστορικό ον. Όμως αυτό ακριβώς το γεγονός, που θεμελιώνει τη δυνατότητα μιας ιστορικής γνώσης (διότι μόνο ένα ιστορικό ον μπορεί να έχει μια πείρα της ιστορίας και να μιλάει γι’ αυτήν), απαγορεύει σ’ αυτή να γίνει ποτέ ολοκληρωμένη και διαφανής, αφού είναι αυτή η ίδια, στην ουσία της, ένα ιστορικό φαινόμενο που απαιτεί να γίνει κατανοητό και να ερμηνευθεί ως τέτοιο. Ο λόγος πάνω στην ιστορία περιλαμβάνεται στην ιστορία».  

Κορνήλιος Καστοριάδης1         

                                        

 Μια κακή φήμη…

Ο Ερνστ Νόλτε (γεν. 1923) είναι μείζων Γερμανός ιστορικός με αναμφισβήτητο επιστημονικό κύρος. Έχουμε για πρώτη φορά στα χέρια μας το βιβλίο του «Ο ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος 1917-1945. Εθνικοσοσιαλισμός και μπολσεβικισμός» χάρη στις εκδόσειςΤροπή σε μετάφραση του Γιάννη Καραπαπά. Είναι γεγονός, ότι μια κακή φήμη συνοδεύει το όνομα του Νόλτε. Αυτή η φήμη προξένησε σε μια περίπτωση την ανάκληση της πρόσκλησής του να δώσει μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, αν και μετά τον ξανακάλεσε μια επιτροπή με πρόεδρό της τον Σερ Αϊζάια Μπερλίν.2 Σε μιαν άλλη περίπτωση η αυτή φήμη προκάλεσε σκάνδαλο στη δημόσια ζωή της Γερμανίας, όταν ο Νόλτε κέρδισε το Βραβείο Κόνραντ Αντενάουερ από το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας του Μονάχου, τον Ιούνιο του 2000. Δημοσιογράφοι και ιστορικοί υποστήριξαν, ότι ο διευθυντής του Ινστιτούτου, ο ιστορικός Χορστ Μέλερ, που υπηρέτησε ως σύμβουλος του Καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ τη δεκαετία του 1990, αμαύρωσε ανεξίτηλα τη φήμη του Ινστιτούτου, ζητώντας την άμεση παραίτησή του.3

Η ερμηνεία του Νόλτε για τον 20ό αιώνα ως μιας εποχής τιτάνιας αντιπαράθεσης ανάμεσα στον κομμουνισμό και τον φασισμό είχε καταγραφεί ήδη στο πρώτο έργο του, με τίτλο «Ο φασισμός στην εποχή του» (1963), στο οποίο όριζε τον ναζισμό ως κίνημα «ριζικά αντίθετο και όμως συγγενικό» με τον μαρξισμό, τον οποίο καταπολέμησε με «σχεδόν πανομοιότυπες μεθόδους».4 Η θεώρηση των δύο ολοκληρωτισμών, του κομμουνισμού και του εθνικοσοσιαλισμού, σαν ένα είδος αδελφικών εχθρών υπήρξε το κόκκινο πανί για τους μαρξιστικής ιδεολογίας ιστορικούς, τους υποταγμένους στον παβλοφικό νόμο των εξαρτημένων ανακλαστικών: Κουδούνι – έκκριση σιέλου, Νόλτε – έκκριση κοσμητικών επιθέτων. Η ιστορική επιχειρηματολογία του Νόλτε χαρακτηρίστηκε από αυτούς στην καλύτερη περίπτωση «εκκεντρική» και στη χειρότερη περίπτωση «απολογητική» του ναζισμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις το έργο του εμπίπτει στις κατηγορίες της «ιστορικοποίησης» και «κανονικοποίησης» του ναζιστικού καθεστώτος,5 της επανένταξής του στην κανονική γερμανική ιστορία, και τοποθετείται στο πλαίσιο της λεγόμενης «ρεβιζιονιστικής» θεώρησης της ιστορίας.

Η δημοσίευση, στις 6 Ιουνίου του 1986, στη Frankfurter Allgemeine Zeitung, του άρθρου του Νόλτε, με τίτλο «Παρελθόν, το οποίο δεν θέλει να παρέλθει», προκάλεσε το ξέσπασμα της περίφημης «διαμάχης των ιστορικών» (Historikerstreit). Η ουσία της διαμάχης, από την πλευρά του Νόλτε, έγκειται στην απόπειρα απάντησης στο ερώτημα, εάν ανάμεσα στον κομμουνισμό και τον φασισμό (ιδιαίτερα τον εθνικοσοσιαλισμό) είχε υπάρξει μια σχέση πρωτοτύπου και αντιγράφου, και εάν ήταν πιθανή μια «αιτιώδης συνάφεια» ανάμεσα στα μέτρα εξόντωσης των δύο καθεστώτων. Ο Νόλτε απάντησε θετικά, θέτοντας το ερώτημα: «Δεν ήταν το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ πρωταρχικότερο του Άουσβιτς;».6 Ο ίδιος σημειώνει, ότι η «αιτιώδης συνάφεια» ως έννοια είχε ήδη διατυπωθεί από τον συγγραφέα Αντρέι Καμίνσκι, το 1982, πρώην κρατούμενο σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.7

Πρώιμοι κριτικοί του ολοκληρωτισμού

Πρέπει να αναχθούμε στις μεσοπολεμικές δεκαετίες, για να ανεύρουμε προδρομικά σπαράγματα ενός στοχασμού, που δεν εθελοτυφλεί ενώπιον των ομοιοτήτων των ολοκληρωτικών κινημάτων και καθεστώτων και χαρακτηρίζει τους οξυδερκέστερους συγγραφείς απ’ όλο το φάσμα της πολιτικής ίριδος. Δέκα χρόνια μετά την άνοδο του μπολσεβικισμού στην εξουσία στη Ρωσία, ο Pierre Ramus – ψευδώνυμο του Αυστριακού αναρχικού συγγραφέα Ρούντολφ Γκρόσσμαν (1882-1942) – διαπίστωνε: «Απόλυτη δικτατορική αρχηγία, απόλυτη δικτατορική αναγνώριση της αρχής του κράτους, αντιπροσωπευτική συμμετοχή του προλεταριάτου στη διακυβέρνηση του κράτους μέσω μεμονωμένων προνομιούχων ατόμων, κοινωνικομεταρρυθμιστική μέριμνα για τους μισθωτούς σκλάβους, διαφύλαξη του συστήματος εξουσίας και του μονοπωλιακού καπιταλισμού, καταστολή όλων των αντιπάλων, ακόμη και των καθαρά πνευματικών, λατρεία της αρχής της βίας, υλιστική κοσμοθεώρηση μέχρι του βαθμού άρνησης κάθε είδους ηθικής, δημιουργία ενός ιδιαίτερου κομματικού όχλου στρατιωτών, μιας εθνοφρουράς πραιτωριανών για τη διατήρηση της δικτατορίας του κόμματος και καθήλωση της ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας – όλες αυτές τις βασικές αρχές ο μαρξισμός τις έχει κοινές με τον φασισμό».8

Την χρονιά της ανόδου του εθνικοσοσιαλισμού στην εξουσία στη Γερμανία, ο Γάλλος συντηρητικός και εθνικιστής στοχαστής Ζακ Μπενβίλ έγραφε: «Στο εξής, μόνον ένα κόμμα έχει το δικαίωμα να υπάρχει στη Γερμανία. Είναι αυτονόητο πως πρόκειται για το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα. Το ίδιο ισχύει και για το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας και για το μπολσεβικικό καθεστώς της Μόσχας. Πρόκειται για μία καινούρια μορφή πολιτικής κοινωνίας. Τον Θεό-Κράτος δεν τον σπαράσσουν έριδες, γιατί τον εκπροσωπεί μια μειονότητα που κατέχει όλες τις εξουσίες, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός αποτελείται από παθητικούς πολίτες. Κατά τα άλλα, οι στόχοι του ολοκληρωτισμού πετυχαίνονται με τις εκκαθαρίσεις».9

Στον αντίποδα αυτών των πρώιμων κριτικών του ολοκληρωτισμού ευρίσκονται απόψεις όπως εκείνες του Δημήτρη Γληνού (1882-1943), συγγραφέα της ιδρυτικής διακήρυξης του Ε.Α.Μ. (1942), ο οποίος, το 1938, κατέκρινε τους «αστούς ιδεολόγους», που ονομάζουν «ολοκληρωτικά καθεστώτα» το φασισμό, τον εθνικοσοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, ταυτίζοντάς τα, κι έγραφε ανενδοίαστα: «…στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στις εξορίες και στις φυλακές της Σοβιετικής Ένωσης βρίσκονται τα τελευταία υπόλοιπα των εκμεταλλευτών και οι ιδεολογικοί πρόμαχοι των, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στις εξορίες και στις φυλακές των φασιστικών κρατών βρίσκονται οι εργάτες και οι ιδεολογικοί πρόμαχοί των, οι αγωνιστές της λεφτεριάς, της ισότητας, και της αδελφοσύνης».10

Ο Νόλτε εντάσσεται στο ιστορικό ρεύμα της κριτικής θεωρίας του ολοκληρωτισμού που γνώρισε την πληρέστερη ανάπτυξή της κυρίως στην μεταπολεμική περίοδο. Πρωτοπόροι αναλυτές διαφόρων μορφών του ολοκληρωτικού φαινομένου ήταν μεταξύ άλλων ο Τζιοβάνι Αμέντολα, ο Λουίτζι Στούρτσο, ο Χέρμαν Ράουσνινγκ, ο Νικολάι Μπερντιάγεφ, ο Βσέβολοντ Έιχενμπάουμ (Βολίν), ο Βαλντεμάρ Γκουριάν, ο Φραντς Μπόρκεναου, ο Μπορίς Σουβάριν, ο Άντον Τσιλίγκα, ο Όττο Ρύλε, ο Έρικ Βέγκελιν, ο Ζήγκμουντ Νώυμαν, ο Καρλ Γιοακίμ Φρήντριχ, η Χάννα Άρεντ, ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, ο Γιάκομπ Λ. Τάλμον, ο Καρλ Πόππερ, ο Τζέιμς Μπέρναμ, ο Βίλχελμ Ράιχ, ο Κώστας Παπαϊωάννου, ενώ στο πεδίο της λογοτεχνίας αξίζει να αναφέρουμε τον Γιεβγκιένι Ζαμιάτιν, τον Άρθουρ Κέστλερ, τον Τζωρτζ Όργουελ, τον Ινιάτσιο Σιλόνε, τον Αντρέ Ζιντ, τον Βαρλάμ Σαλαμόφ, τον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, τον Βασίλι Γκρόσμαν, τον Μανές Σπέρμπερ.

Στο ιταμό ερώτημα που έθεσε ο Σλαβόι Ζίζεκ δέκα χρόνια μετά από την κονιορτοποίηση του κομμουνισμού: «Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό;», απαντά το έργο όλων αυτών, διασώζοντας την τιμή της σκεπτόμενης ανθρωπότητας και εκφράζοντας τα βάσανα της πάσχουσας από την ολοκληρωτική καταπίεση ανθρωπότητας. Η θέση του Ζίζεκ, ότι η ιδέα του «ολοκληρωτισμού» (κατ’ αυτόν πάντα σε εισαγωγικά) «ενεργεί ως εμπόδιο στη σκέψη», τον οδηγεί ανεμπόδιστα, να αναγνωρίσει άφοβα, μάλιστα ακριβώς ως μαρξιστής, ότι η «ανορθολογικότητα» του σταλινικού σφαγείου «είναι μια αδιάσειστη ένδειξη ότι, στην περίπτωση του σταλινισμού και σε αντίθεση με τον φασισμό, έχουμε μια διεστραμμένηαυθεντική επανάσταση».11 Και το ατέρμονο σήριαλ με τη μαρξιστική διαλεκτική σε νέες περιπέτειες συνεχίζεται…

Ιστορικο-γενετική θεωρία του ολοκληρωτισμού

Ο Νόλτε, φυσικά, δεν μάς χαρίζει την μία και μοναδική αλήθεια, που αναδύεται γυμνή από τον ωκεανό της ιστορίας, αλλά μάς προσφέρει «μια από τις πιθανές συλλήψεις ή Παραδείγματα (Paradigmen) ή ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας ιστορίας στον 20ό αιώνα»,12 με σκοπό να διευρύνει ακόμη περισσότερο την αντίληψή μας. Επιδιώκει να πάει πιο πέρα από τα πορίσματα της συγκριτικής πολιτειολογίας των ολοκληρωτικών πολιτευμάτων, που αναπτύχθηκε, στο πλαίσιο της στρουκτουροαναλυτικής θεωρίας του ολοκληρωτισμού, από συγγραφείς όπως η Χ. Άρεντ, ο Κ. Γ. Φρήντριχ, ο Ζ. Μπρζεζίνσκι, οι οποίοι συσχέτισαν τις δομικές ομοιότητες των ολοκληρωτισμών με δύσκολα αμφισβητήσιμο τρόπο: «Τα κρίσιμα ουσιώδη χαρακτηριστικά, για τα οποία ισχυριζόμαστε ότι είναι κοινά σε όλες τις ολοκληρωτικές δικτατορίες και αποτελούν τη μορφή τους, είναι τα έξι ακόλουθα: μια ιδεολογία, ένα κόμμα, μια τρομοκρατική μυστική αστυνομία, ένα μονοπώλιο μετάδοσης πληροφοριών, ένα μονοπώλιο όπλων και μια κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία. Απ’ αυτά απαρτίζεται το μοντέλο».13

Ο Νόλτε επιχειρεί να προσδώσει στη θεωρία του ολοκληρωτισμού μια ιστορικο-γενετική διάσταση. Λαμβάνει σοβαρά υπόψη την αυτοαντίληψη του μπολσεβικισμού και του εθνικοσοσιαλισμού ως «δράση» και «αντίδραση», θεωρώντας ότι ο μπολσεβικισμός ήταν ταυτόχρονα φόβητρο και πρότυπο για τον εθνικοσοσιαλισμό. Φόβητρο, όχι με την έννοια ενός καθ’ υπερβολήν κατασκευασμένου από την αντιμπολσεβίκικη προπαγάνδα φαντασιωτικού σκιάχτρου, αλλά με την έννοια ενός θεμελιωμένου στην πραγματικότητα δεινού, που απειλούσε την ύπαρξη των αστικών κοινωνιών. Πρότυπο, με την έννοια του εναρκτήριου ολοκληρωτισμού που πρώτος θεμελίωσε ιδεολογικά την κοινωνική εξόντωση μεγάλων ανθρώπινων μαζών και τον οποίο ο εθνικοσοσιαλισμός αντέγραψε, έστω κι αν το αντίγραφο ξεπέρασε σε ένταση το πρότυπο σε μερικές περιοχές. Ο Χίτλερ υπήρξε ένας αντι-Λένιν.

Γενοκτονική ιδεολογία

Χαρακτηριστική των νέων ηθών που έφερε μέσα στο επαναστατικό κίνημα ο μπολσεβικισμός, είναι η δήλωση ενός εκ των επιφανών ηγητόρων του, του Γκριγκόρι Ζηνόβιεφ, προέδρου του σοβιέτ της Πετρούπολης, που περιέχεται στην ομιλία του προς το έβδομο κομμουνιστικό συνέδριο όλων των πόλεων στο Σμόλνυ, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1918, περίπου ένα μήνα μετά την απόπειρα δολοφονίας του Λένιν από την σοσιαλεπαναστάτρια Φανίγια Κάπλαν, και την οποία με μεγάλο κόπο ο Νόλτε επαλήθευσε από την πηγή, το τεύχος νούμ. 109, της 19ης Σεπτεμβρίου 1918, στη σελίδα 2, της εφημερίδας «Severnaia Kommuna»: «Χρειαζόμαστε έναν δικό μας σοσιαλιστικό μιλιταρισμό για την υπερνίκηση των εχθρών μας. Από τα εκατό εκατομμύρια του πληθυσμού στη σοβιετική Ρωσία πρέπει να πάρουμε με το μέρος μας (κατά λέξη: να σύρουμε πίσω μας) τα ενενήντα. Με τους υπόλοιπους δεν πρέπει να μιλάμε, πρέπει να τους εξολοθρεύσουμε». (σ. 532-533) Αυτή η γενοκτονική πρόθεση εξολόθρευσης 10.000.000 ανθρώπων διακηρύσσεται, όταν ο Χίτλερ είναι τελείως άγνωστος, ο Μουσολίνι δεν έχει ιδρύσει ακόμη το Φασιστικό Κόμμα του και ο Στάλιν μόλις που αρχίζει να διακρίνεται μεταξύ των υπολοίπων ηγετών του μπολσεβικισμού.

Άνοδος του εθνικοσοσιαλισμού

Στο κεφ. Ι του βιβλίου, με τίτλο «Τελικό σημείο και προανάκρουσμα το 1933: Η αντιμαρξιστική ανάληψη της εξουσίας στη Γερμανία», ο Νόλτε παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο ο Χίτλερ, ηγέτης του πιο ισχυρού γερμανικού κόμματος, γίνεται καγκελάριος έχοντας επιμείνει μέχρι τότε στην τακτική της νομιμότητας, παρά τις απειλές των εθνικοσοσιαλιστών για βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Η 30ή Ιανουαρίου βιώθηκε ως η μέρα της εθνικής εξέγερσης από την εθνικιστική Γερμανία,αγγίζοντας δυνητικά τις καρδιές των περισσότερων Γερμανών, και αυτή η εξέγερση μεταβλήθηκε γρήγορα σε «εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση», βασισμένη στο φόβο της αστικής Γερμανίας μπροστά σε μια επικείμενη κομμουνιστική επανάσταση. Ο αντιμαρξισμός ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, γράφει ο Νόλτε: «Η μία και μοναδική βασική απαίτηση που εμφανίζεται συνεχώς στις ομιλίες του Χίτλερ κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών είναι αυτή της εξάλειψης του μαρξισμού, της αποτελεσματικής και ανηλεούς εξολόθρευσής του». (σ. 65)

Η τρομοκρατία, μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, εξαπλώθηκε πολύ πέρα από τις γραμμές των κομμουνιστών, με προληπτικές κρατήσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που ξεφύτρωναν παντού, στους θαλάμους βασανιστηρίων των οποίων στα πρώτα χρόνια έχασαν τη ζωή τους πάρα πολλές εκατοντάδες κρατούμενοι. Ο πρώτος διοικητής του Νταχάου, ο Χίλμαρ Βέκερλε, απαίτησε από τους SS του, να γίνουν για τη Γερμανία το ίδιο που ήταν η Τσεκά για τη Ρωσία. Σκληρότερη μεταχείριση στα στρατόπεδα επιφυλάχθηκε για τους Εβραίους ως Εβραίους, αφού για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία ένα προγραμματικά αντισημιτικό κόμμα πήρε την εξουσία σε ένα μεγάλο κράτος. Παρά ταύτα, κανείς εκείνη την εποχή στο εξωτερικό δεν ερμήνευσε την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ ως γεγονός που θα είχε κοσμοϊστορικές συνέπειες, ως το τελικό σημείο της περιόδου της Βαϊμάρης και ως προανάκρουσμα για τα πιο ριζικά ανατρεπτικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας.

Μπολσεβίκικος πραξικοπηματισμός

Στο κεφ. ΙΙ, με τίτλο «Ανασκόπηση της περιόδου 1917-1932: Κομμουνιστές, Εθνικοσοσιαλιστές, Σοβιετική Ρωσία», πρώτα αναλύεται το πώς η ρωσική επανάσταση πέρασε από τη λαϊκή επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 στη βίαιη κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους τον Οκτώβριο. Ο Νόλτε επισημαίνει τρεις παραδοξότητες αυτής της φεβρουριανής επανάστασης: Πρώτη, ότι κατέστη δυνατή επειδή η κοινή γνώμη είχε απαιτήσει νίκες στον πόλεμο, τις οποίες δεν γεύτηκε· δεύτερη, ότι το χαράκωμα που άνοιξε ο Λένιν μέσα στην επαναστατική δημοκρατία με τις «Θέσεις του Απρίλη», όταν απαίτησε, σαστίζοντας τους πάντες, την άμεση μετάβαση στο σοσιαλισμό, εξέφρασε μια ισχυρή λαϊκή ψυχική διάθεση·  τρίτη, ότι ενώ τα σοσιαλιστικά κόμματα έλαβαν συντριπτική πλειοψηφία στις εκλογές για το Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, που θα αντικαθιστούσε την κυβέρνηση Κερένσκι στις αρχές Νοεμβρίου, και αμέσως μετά οι εκλογές θα αναδείκνυαν τη Συντακτική Συνέλευση, ο Λένιν απαίτησε από το κόμμα του, να καταλάβει την εξουσία πριν από τη σύγκληση του Σοβιετικού συνεδρίου, απόφαση που επέβαλε στην Κεντρική Επιτροπή σε μια συνεδρίαση 12 ατόμων, στις 23 Οκτωβρίου, παρά την αντίθεση των πιο στενών συνεργατών του Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ.

Με την έναρξη του δεύτερου Σοβιετικού Συνεδρίου ανακοινώθηκε στους σφοδρότατα διαμαρτυρόμενους αντιπροσώπους των άλλων σοσιαλιστικών κομμάτων ο σχηματισμός νέας Προσωρινής Κυβέρνησης από μπολσεβίκους υπό την προεδρία του Λένιν, θέτοντας το Συνέδριο προ τετελεσμένων γεγονότων. «Έτσι στην πραγματικότητα η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν κυρίως το πραξικόπημα ενός σοσιαλιστικού κόμματος εναντίον των άλλων σοσιαλιστικών κομμάτων και εντελώς ιδιαίτερα επίσης εναντίον των προθέσεων του σοβιετικού συνεδρίου, το οποίο αναμφίβολα θα είχε ανταποκριθεί στη συντριπτική επιθυμία των μαζών και θα είχε σχηματίσει μια σοβιετική κυβέρνηση αποτελούμενη από τα σοσιαλιστικά κόμματα εξαιρουμένων των Αστικών». (σ. 86)

 

Κόκκινη τρομοκρατία

Το διάταγμα της 5ης Σεπτεμβρίου του 1918 για την «κόκκινη τρομοκρατία» όριζε, «ότι είναι απαραίτητο η σοβιετική Δημοκρατία να δυναμώσει ενάντια στους ταξικούς της εχθρούς με το να τους απομονώνει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και ότι πρέπει να τουφεκίζονται όλα τα άτομα, τα οποία έχουν επαφή με τις οργανώσεις, τις συνωμοσίες και τις ανταρσίες των Λευκών Φρουρών…». Ο οποιοσδήποτε μπορούσε να τουφεκιστεί χωρίς δίκη ακόμη και σε περίπτωση αντιλογίας.

 

Δεν θα ήταν συνεπώς σωστό να πούμε, ότι το καθεστώς των μπολσεβίκων πιέστηκε από τους αντιπάλους του και ενεπλάκη σε έναν εμφύλιο πόλεμο και ότι αυτό εμφάνισε μεγάλη σκληρότητα και μερικές φορές τεράστια θηριωδία, επειδή βρισκόταν σε άμυνα. Το καθεστώς ήταν πολύ περισσότερο από την αρχή μια ενεργή δύναμη, η οποία, στηριγμένη σε μια στιγμιαία μαζική ψυχική διάθεση, είχε κηρύξει τον πόλεμο και είχε γνωστοποιήσει την εξόντωση σε όλους τους πολιτικούς της αντιπάλους και σε όλες τις κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες δεν συγκαταλέγονταν στους φτωχούς ή τους σκλάβους. Και επιπλέον αποδείχτηκε πολύ γρήγορα, ότι και οι εργάτες δεν εξαιρούνταν από την καταπολέμηση και την εξόντωση, αν αυτοί δεν υποτάσσονταν στην κομματική δικτατορία. (σ. 92)

Ένας γερμανικός εμφύλιος πόλεμος

Η εξέγερση των ναυτών και του πληθυσμού της Κροστάνδης ενάντια στην μπολσεβίκικη δικτατορία, τον Μάρτιο του 1921, ανάγκασε την Κομμουνιστική Διεθνή να δώσει εντολή στο νέο γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα, για να ξεκινήσει τη «γερμανική επανάσταση», ώστε να στραφεί η προσοχή του κόσμου μακριά από την Κροστάνδη, την εξέγερση της οποίας ο Τρότσκι κατέστειλε ανηλεώς. Έτσι ξέσπασε η αποκαλούμενη «δράση του Μαρτίου», μια πολύ σημαντική εξέγερση στη βιομηχανική περιοχή της κεντρικής Γερμανίας, που τελικά ηττήθηκε, οδηγώντας στην αποβολή του ηγέτη του κόμματος Πάουλ Λεβί, που χαρακτήρισε τη δράση υπό την εξουσία των απεσταλμένων της Κ.Δ. Ματίας Ράκοζι και Μπέλα Κουν ως έναν πόλεμο των κομμουνιστών εναντίον των τεσσάρων πέμπτων των Γερμανών εργατών, κι άρχισε να γίνεται λόγος για τον αντιμπολσεβικισμό των ετερόδοξων κομμουνιστών. «Όμως εφόσον ήδη το 1920 και το 1921 υπήρχε αντιμπολσεβικισμός ακόμη και μέσα στις γραμμές των κομμουνιστών, τότε θα ήταν περισσότερο από παράξενο, αν στο έδαφος εκείνου του αστικού κόσμου, δήμιος του οποίου ήθελε να είναι ο κομμουνισμός, δεν γεννιόταν εν τω μεταξύ ένας πολύ πιο έντονος αντιμπολσεβικισμός, ο οποίος θα επηρέαζε δραστικά και πολλαπλώς όλες τις μελλοντικές αποφάσεις». (σ. 127)

Αντισημιτισμός

Η πραγματική και παρακινητική εμπειρία του Χίτλερ ήταν με μεγάλη πιθανότητα η εμπειρία του μπολσεβικισμού, δηλ. του κομμουνισμού. Από το «MeinKampf» προκύπτει με σαφήνεια, ότι βάση του αντισημιτισμού του ήταν η εμπειρία των βίαιων διαδηλώσεων των σοσιαλιστών εργατών. Κατά κάποιον τρόπο, αυτός ανέτρεξε πίσω στους πρώιμους σοσιαλιστές, πολλοί από τους οποίους θεωρούσαν τους Εβραίους αιτία του μαμμωνισμού (της πρακτικής λατρείας του χρήματος), ώστε να αντιτάξει στον μαρξισμό μια παράφορη και προκαλούσα πάθος θεωρία για τα δεινά του σύγχρονου κόσμου και για τις αιτίες τους. Όπως οι κομμουνιστές συγκεκριμενοποίησαν ως ηθικά υπεύθυνους τους αστούς, ο Χίτλερ συγκεκριμενοποίησε ως ηθικά υπεύθυνους τους Εβραίους.

Η χρονιά της κρίσης 1923 σημαδεύτηκε από την κατάληψη της περιοχής του Ρουρ από τους Γάλλους και τους Βέλγους. Η εκτέλεση από τους Γάλλους του εθνικιστή μαχητή Σλάγκετερ οδήγησε σε μια νέου είδους πολιτική γραμμή τους κομμουνιστές, την αποκαλούμενη γραμμή Σλάγκετερ, που διακηρύχθηκε στην περίφημη ομιλία του Καρλ Ράντεκ στη Μόσχα «Λήο Σλάγκετερ, ο οδοιπόρος μέσα στο μηδέν», που θέλησε να πείσει τους εθνικιστές αγωνιστές, να σταθούν στο πλευρό των εργατών, αναγνωρίζοντας με έναν κάποιο σεβασμό τους φασίστες ως την ενεργό δύναμη της αντεπανάστασης. Η Ρουθ Φίσερ, βασική εκπρόσωπος της Αριστεράς μέσα στο Κ.Κ., σε ομιλία προς φοιτητές, στις 25 Ιουλίου του 1923, δήλωνε: «Όποιος κάνει έκκληση ενάντια στο εβραϊκό κεφάλαιο, είναι αναμφίβολα ταξικός αγωνιστής, ακόμη κι αν δεν το γνωρίζει». Ο Νόλτε παρατηρεί ότι «πολλοί κομμουνιστές είχαν θεωρήσει τον εθνικοσοσιαλιστικό αντισημιτισμό, εφόσον αυτός αναφερόταν σε αστούς Εβραίους, ως μια καλοδεχούμενη πρώιμη και κατώτερη μορφή του πραγματικού, του κομμουνιστικού σκοπού εξόντωσης». (σ. 144)

Η Ρωσία εκβιομηχανίζεται

Ο Στάλιν, το Νοέμβριο του 1928, απαίτησε τον μετασχηματισμό ολόκληρης της εθνικής οικονομίας με βάση έναν γρήγορο ρυθμό εκβιομηχάνισης, υιοθετώντας το πρόγραμμα του εξόριστου Τρότσκι για εξάλειψη των κουλάκων (17.000.000 σχετικά εύπορων αγροτών) και της μπουρζουαζίας της ΝΕΠ καθώς και για ταχεία εκβιομηχάνιση της υπαίθρου. Όμως πού θα βρίσκονταν τα ισχυρά επενδυτικά μέσα, που απαιτούσε αυτή η εκβιομηχάνιση; Οι μπολσεβίκοι, έχοντας διαγράψει τα εξωτερικά χρέη της Ρωσίας (μας θυμίζει κάτι αυτό;), ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν τοις μετρητοίς κάθε βιομηχανικό εξοπλισμό, που αγόραζαν στη Δύση. Έτσι, επιλέχθηκε η οδός μιας «πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης», της οποίας οι κολαστήριες συνέπειες για την αγροτιά κάνουν τις δαντικές περιγραφές του Μαρξ για την «πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου» στην Αγγλία να μοιάζουν με παιδική χαρά.

Λένιν ή Χίτλερ

Απόδειξη για την πολύ μεγαλύτερη σημασία του κομμουνισμού για το NSDAP, μέχρι το 1930, ήταν η διαμάχη μεταξύ δεξιών και αριστερών εθνικοσοσιαλιστών. Ως αριστερά θεωρείτο η βορειογερμανική κομματική οργάνωση υπό τους αδελφούς Γκρέγκορ και Όττο Στράσερ, με όργανο το περιοδικό Εθνικοσοσιαλιστικές Επιστολές που επιμελείτο ο δρ. Γιόζεφ Γκαίμπελς. Ο τελευταίος, στην ομιλία «Λένιν ή Χίτλερ» που έδωσε, τον Φεβρουάριο του 1926, στο Καίνιγκσμπεργκ, παραλληλίζει σε τόσο μεγάλο βαθμό τον μπολσεβικισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό, ώστε η αντίθεση να εμφανίζεται τελικά μόνο στο ότι ο Λένιν είχε θελήσει μέσω του κόσμου να λυτρώσει επίσης τη Γερμανία, ενώ στόχος του Αδόλφου Χίτλερ ήταν να λυτρώσει τον κόσμο μέσω της Γερμανίας.

Γερμανο-σοβιετικές σχέσεις

Οι σχέσεις ανάμεσα στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση είναι για τον Νόλτε οι πιο ιδιάζουσες που είχαν υπάρξει μέχρι τότε στην παγκόσμια ιστορία. Αυτές ακολουθούσαν τρεις γραμμές. Η πρώτη και παλαιότερη ήταν η κρατικοπολιτική. Η Γερμανία είχε χρηματοδοτήσει την επαναστατική προπαγάνδα κατά του πολέμου στις τάξεις του ρωσικού στρατού, είχε δώσει άδεια στον Λένιν να διέλθει από το έδαφός της για να επιστρέψει στη Ρωσία, είχε υπογράψει προς όφελός της τη συνθήκη ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ με τους μπολσεβίκους και, στα τέλη Αυγούστου του 1918, σύναψε με τη σοβιετική κυβέρνηση τις αποκαλούμενες «συμπληρωματικές συμφωνίες», που ήταν μια καινούργια ανάσα για τον Λένιν, γνωστό θαυμαστή της γερμανικής οργάνωσης και τεχνικής.

Σοκ για τις δυτικές δυνάμεις αποτέλεσε η υπογραφή, στις 16 Απριλίου του 1922, της συνθήκης του Ράπαλο. Οι δύο μεγάλοι ηττημένοι του πολέμου συναντήθηκαν, παραιτήθηκαν αμοιβαία από σημαντικές απαιτήσεις, οι Ρώσοι από το άρθρο 116 της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που τους έδινε το δικαίωμα διεκδίκησης πολεμικών επανορθώσεων και οι Γερμανοί από το δικαίωμα αποζημίωσης για τις εθνικοποιήσεις γερμανικής ιδιοκτησίας στη Ρωσία, και απεκατέστησαν πλήρεις διπλωματικές σχέσεις. Για πρώτη φορά στη διεθνή πολιτική εμφανίστηκε η δυνατότητα, μια μέρα να ενωθούν η Γερμανία και η Ρωσία με σκοπό μια αληθινή συμμαχία εναντίον της Δύσης.

Η δεύτερη γραμμή ήταν η οικονομικοπολιτική, που χαράχτηκε από πολλούς Γερμανούς επιχειρηματίες. «Οι καλύτεροι μη κομμουνιστικοί φίλοι της Σοβιετικής Ένωσης στη Γερμανία εκτός από τη Ράιχσβερ και τους ενωμένους στην ‘Εταιρία φίλων της Σοβιετικής Ένωσης’ διανοούμενους όπως ο Τόμας και ο Χάινριχ Μαν ήταν εν τούτοις κατά έναν φαινομενικά παράδοξο τρόπο οι εκπρόσωποι της μονοπωλιακής αστικής τάξης. Μερικοί εξ αυτών – μεταξύ αυτών άνθρωποι με πολύ μεγάλη επιρροή όπως ο Πέτερ Κλέκνερ, ο Ερνστ φον Μπόρσιχ και ο Ερνστ Πένσγκεν – την άνοιξη του 1931 έκαναν ένα ταξίδι στη Ρωσία, από το οποίο επέστρεψαν με μεγάλες ελπίδες και προσδοκίες, διότι αυτό τους γέμισε με την ελπίδα, ότι η Σοβιετική Ένωση θα αγόραζε από τη Γερμανία πολύ περισσότερους απ’ ότι βέβαια μέχρι τότε βιομηχανικούς εξοπλισμούς, τους οποίους αυτή χρειαζόταν για την πραγματοποίηση του πενταετούς πλάνου». (σ. 185)

Οι κύριοι εκπρόσωποι της κοινωνικοπολιτικής γραμμής ήταν οι εθνικοσοσιαλιστές, που εφιστούσαν την προσοχή στη θέληση των κομμουνιστών για παγκόσμια επανάσταση και στον σκοπό της εξόντωσης της αστικής τάξης. Τον Αύγουστο του 1930, το πρόγραμμα του ΚΚΓ «για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση του γερμανικού λαού» ξεπέρασε σε ανεύθυνη δημαγωγία και τους εθνικοσοσιαλιστές.

 

«Ποιος, ποιον»

Στις εκλογές της 31ης Ιουλίου του 1932 οι εθνικοσοσιαλιστές θριάμβευσαν με 14.000.000 ψήφους και 230 βουλευτές και οι κομμουνιστές πέτυχαν μεγάλη νίκη με 5.300.000 ψήφους και 89 βουλευτές, δηλ. κι οι δύο μαζί κατείχαν το 52% των εδρών. Παρά τη θανάσιμη εχθρότητα μεταξύ τους τα δύο κόμματα συνέπραξαν στο Ράιχσταγκ στην πρόταση δυσπιστίας που υπέβαλαν οι κομμουνιστές και έφερε υπό αντικανονικές συνθήκες προς ψηφοφορία ο εθνικοσοσιαλιστής πρόεδρος της Βουλής Γκαίρινγκ. Όλα φαινόταν να βαίνουν προς την επιλογή: σοβιετικό αστέρι ή αγκυλωτός σταυρός. Η υποσχόμενη θάνατο εμφυλιοπολεμική αρχή του Λένιν «Ktokogo» («Ποιος, ποιον», δηλ. ποιος θα κυριαρχήσει τελικά στον ταξικό αγώνα και σε ποιον) είχε ως απάντηση τις συνεχώς επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις του Χίτλερ, ότι θα εξόντωνε τον μαρξισμό.

Ο εθνικοσοσιαλισμός επί το έργον

Στο κεφ. ΙΙΙ, με τίτλο «Τα εχθρικά ιδεολογικά κράτη την περίοδο ειρήνης 1933-1941», ο Νόλτε αναλύει τα δύο μεγάλα ιδεολογικά κράτη της Ευρώπης, των οποίων το πράττειν καθορίστηκε από ιδέες, που ερμήνευαν την παρελθούσα και μελλοντική πορεία της παγκόσμιας ιστορίας και εξηγούσαν το νόημα της ανθρώπινης ζωής, ανάβοντας τα πάθη αναρίθμητων ανθρώπων και από τις δύο πλευρές. Η Σοβιετική Ένωση είχε ιδεολογικούς συμμάχους τα κομμουνιστικά κόμματα και η Γερμανία τα ακόμη τότε μικρά φασιστικά κινήματα και το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι στην Ιταλία. Η μεταξύ τους αντίθεση αποδείχτηκε ως η αποφασιστική αντίθεση στην παγκόσμια ιστορία του 20ού αιώνα, που καθόρισε τη μοίρα του κόσμου.

Τα ένοπλα SA με αρχηγό τον Ερνστ Ρεμ και συνολική δύναμη 4.000.000 ανδρών πίστευαν στη συνέχιση της εθνικοσοσιαλιστικής επανάστασης, θεωρώντας ότι πρέπει να απελευθερώσουν τον Χίτλερ από τη συμμαχία με την αντίδραση. Ο Φύρερ έδωσε τέλος σε όλα αυτά, στις 30 Ιουνίου του 1934, συλλαμβάνοντας πάρα πολλούς ηγέτες των SA και τουφεκίζοντας χωρίς δίκη τον Ρεμ και τον Γκρέγκορ Στράσερ, καθώς και μια σειρά ανθρώπων ακόμη και άσχετων με πιθανά σχέδια συνωμοσίας. Ο Στάλιν εντυπωσιάστηκε βαθιά από τον τρόπο που ο Χίτλερ εξάλειψε την αντιπολίτευσή του μέσα σε ένα μαζικό λουτρό αίματος, μετατρεπόμενος σε έναν υπερμονάρχη με απεριόριστες εξουσίες. Μολονότι αρκετά σημεία παραμένουν αινιγματικά στην υπόθεση της δολοφονίας του Κίροφ, γενικού γραμματέα της κομματικής οργάνωσης του Λένινγκραντ, την 1η Δεκεμβρίου του 1934, ελάχιστη είναι η αμφιβολία ότι ευθύνεται ο ίδιος ο Στάλιν.

Η μεγάλη τρομοκρατία

Η «μεγάλη εκκαθάριση» στη Σοβιετική Ένωση εμφανίστηκε στη διεθνή δημοσιότητα, στις 19 Αυγούστου του 1936, με την πρώτη από τις «Δίκες της Μόσχας» εναντίον μεγάλου αριθμού παλιών μπολσεβίκων, μεταξύ αυτών οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ, οι πιο στενοί συνεργάτες του Λένιν. Η μεγάλη τρομοκρατία είχε ως θύματα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη του Κόμματος, ξένους κομμουνιστές και μεγάλα τμήματα του απλού πληθυσμού. Περίπου 8.000.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για γελοίους λόγους και όχι λίγα απ’ αυτά ήταν κανονικά στρατόπεδα εξόντωσης, στα οποία ο μέσος όρος του προσδόκιμου ζωής ανερχόταν σε δύο χρόνια.

Εκτιμήσεις για τα θύματα του μύλου του θανάτου υπολογίζουν περίπου 1.000.000 εκτελεσμένους και πάνω από 2.000.000 που πέθαναν στα στρατόπεδα. «Κανένα κομμουνιστικό κόμμα του κόσμου δεν είχε υποβληθεί μέχρι τότε σε μια τέτοιου είδους σφαγή, ούτε επίσης το KPD όταν είχε την εξουσία ο Χίτλερ. Σε κανένα λαό δεν είχαν προκληθεί ποτέ σε περιόδους ειρήνης τέτοιου είδους απώλειες από τη δικιά του ηγεσία. Η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία το 1937 και το 1938 με τα λίγα της στρατόπεδα συγκέντρωσης και το πολύ 30.000 πολιτικούς κρατούμενους έπρεπε συγκριτικά να φαίνεται σχεδόν σαν ένα κανονικό δυτικοευρωπαϊκό κράτος». (σ. 271)

Η συμμαχία εθνικοσοσιαλισμού και κομμουνισμού

Το κοσμοϊστορικό γεγονός που προήλθε από σοβιετική πρωτοβουλία και άλλαξε θεμελιακά την παγκόσμια κατάσταση, προκαλώντας σε όλο τον κόσμο έκπληξη, βουβαμάρα ή καθαρό τρόμο, ήταν η υπογραφή του συμφώνου μη επίθεσης και του Μυστικού Συμπληρωματικού Πρωτοκόλλου μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν, στις 23 Αυγούστου του 1939. Απροκάλυπτος στόχος της συμφωνίας ήταν το «ενδεχόμενο ενός εδαφικοπολιτικού μετασχηματισμού» στις περιοχές των βαλτικών κρατών και της Πολωνίας. «Έτσι δεν μπορεί να υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία για το τι σήμαινε αυτή η σύναψη συμφώνου: Η Σοβιετική Ένωση άφηνε στη Γερμανία ελεύθερο το δρόμο για πόλεμο κατά της Πολωνίας: Επρόκειτο για ένα πολεμικό σύμφωνο. Αυτός ο πόλεμος θα οδηγούσε ταυτόχρονα σε μια διαίρεση της ανατολικής Ευρώπης σε σφαίρες συμφερόντων: Το σύμφωνο αποτελούσε ένα σύμφωνο διαίρεσης. Η διαίρεση τουλάχιστον όσον αφορά την Πολωνία δεν περιοριζόταν μόνο στον καθορισμό ζωνών επιρροής, αλλά υποδήλωνε τον αφανισμό της κρατικής υπόστασης της χώρας: Το σύμφωνο ήταν ένα σύμφωνο εξόντωσης. Ως σύμφωνο πολέμου, διαίρεσης και εξόντωσης δεν υπάρχει τίποτα ανάλογο στην ευρωπαϊκή ιστορία του 19ου και του 20ού αιώνα. Τα δύο κράτη που το σύναψαν, έπρεπε να είναι κράτη ενός εντελώς διαφορετικού είδους». (σ. 303)

 

Δομικές ομοιότητες των ολοκληρωτισμών

Στο κεφ. IV, με τίτλο «Δομές δύο μονοκομματικών κρατών», ο Νόλτε εξετάζει συγκριτικά μερικές από τις δομές των δύο συστημάτων. Οι ομοιότητες είναι πασιφανείς: α) μονοπώλιο της εξουσίας από ένα και μοναδικό κρατικό κόμμα, του NSDAP ή του ΚΚΣΕ, β) κατίσχυση της βούλησης μιας δικτατορικής προσωπικότητας, του «Βοζντ» (Ηγέτη) ή του «Φύρερ» (Οδηγού), γ) ανάπτυξη ισχυρών οργάνων κρατικής ασφάλειας και τρομοκρατίας, της ρωσικής Τσεκά/Γκεπεού/Νικαβεντέ και των γερμανικών SA, SS, Γκεστάπο, SD, Waffen-SS, που διηύθυναν το σύστημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης, το «Γκουλάγκ» και τα «Άουσβιτς», δ) ενώσεις νεολαίας για την ολοκληρωτική διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς, η ρωσική Κομσομόλ και η Χιτλερική Νεολαία με σωρό παραμάγαζων, ε) χρήση της στρατευμένης λογοτεχνίας και της απροκάλυπτης προπαγάνδας για την ενδογμάτωση των μαζών, στ) πολιτικοποίηση της κουλτούρας και αυστηρή λογοκρισία με σκοπό την υποταγή της διανόησης στην κομματική γραμμή, ζ) σύστημα Δικαίου που στηριζόταν στη στέρηση δικαιωμάτων όποιου χαρακτηριζόταν εχθρός, η) ολική κινητοποίηση των μαζών για την επίτευξη των στόχων που έθετε η ολοκληρωτική εξουσία.

Ο ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος

Στο κεφ. V, με τίτλο «Ο γερμανο-σοβιετικός πόλεμος 1941-1945», ο Νόλτε εξετάζει τις αιτίες του πολέμου από την οπτική γωνία ενός ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου ως καθορίζουσας πραγματικότητας, γιατί στις 22 Ιουνίου του 1941 δεν μπήκαν στον πόλεμο η Γερμανία και η Ρωσία, αλλά η μπολσεβίκικη Ρωσία και η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, λαμβανομένων υπόψη των μεταβολών που υπέστησαν τα δύο καθεστώτα. Οι τρεις απόψεις για τον πόλεμο: α) Αποφασιστικός αγώνας ανάμεσα στη Γερμανία και τη Ρωσία για την κυριαρχία στην Ευρώπη, β) Αντιμπολσεβίκικος απελευθερωτικός πόλεμος σε συμμαχία με πολλούς Ευρωπαίους και πάρα πολλούς Ρώσους και Ουκρανούς, γ) Πόλεμος εξόντωσης με σκοπό την κατάκτηση γιγαντιαίων «ζωτικών χώρων» και την εξολόθρευση των Εβραίων ως υποτίθεται παγκόσμιων εχθρών όλων των λαών, τίθενται ενώπιον του αμερόληπτου, αλλά όχι αλάνθαστου, δικαστηρίου της ιστορικής σκέψης.

Το ζήτημα αν η Γερμανία διεξήγαγε έναν προληπτικό ή έναν απρόκλητο επιθετικό πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης δεν έχει απαντηθεί αξιόπιστα μέχρι σήμερα. Η αινιγματική συμπεριφορά του Στάλιν κατά τους μήνες πριν από τον πόλεμο επιδέχεται τριών λογικών εξηγήσεων: α) Αν ετοιμαζόταν να επιτεθεί στη Γερμανία, όπως λέει η γερμανική θέση περί προληπτικού πολέμου, τότε γιατί αιφνιδιάστηκε; β) Αν έμεινε ακίνητος, παίζοντας το θύμα, για να τον βοηθήσουν οι Αγγλοαμερικανοί, τότε απέρριπτε τη βασική του ιδέα για την εξωτερική πολιτική, να είναι ο μη αποδυναμωμένος τρίτος στον πόλεμο μεταξύ των δυνάμεων του καπιταλισμού, με πάρα πολύ μεγάλη πιθανότητα ήττας. γ) Η πιο πιθανή εξήγηση, για τον Νόλτε, είναι ότι περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή να λάβει τελεσίγραφο για διαπραγμάτευση από τη Γερμανία και ήταν έτοιμος να συναινέσει. Όμως ο Χίτλερ θεωρούσε ήδη ως επικίνδυνη απειλή και την απλή ύπαρξη μιας εντελώς απομονωμένης και πολύ εξοπλισμένης Μεγάλης Ρωσίας και σχεδίαζε τη διάλυσή της.

Μπολσο-εθνικισμός

Ο Νόλτε δεν ταυτίζει τον μπολσεβικισμό με τον εθνικοσοσιαλισμό. Ο πρώτος υπήρξε από την αρχή ένα πρότυπο για τους εθνικοσοσιαλιστές κυρίως όσον αφορά στις μεθόδους διεξαγωγής του αγώνα, ιδιαίτερα της προπαγάνδας. Ο δεύτερος ήταν ένας φασισμός ριζοσπαστικού τύπου. Όμως ο Χίτλερ και οι στενότεροι ακόλουθοί του έτειναν όλο και περισσότερο προς ένα καθεστώς εξίσου ριζοσπαστικό όπως ο μπολσεβικισμός, αν και η τάση αυτή έμεινε στα σπάργανα. «Ελλείψει μιας καλύτερης ονομασίας κάποιος θα μπορούσε να μιλήσει για μπολσο-εθνικισμό, δηλ. για ένα εθνικιστικό και φυλετικοβιολογικό σύστημα, το οποίο απέναντι στις υπάρχουσες κοινωνικές διαφοροποιήσεις προβαίνει σε μια εκκαθάρισηεξίσου ριζοσπαστικά και επιδιώκει την κοσμοθεωρητική και κοινωνική ομοιογένεια εξίσου αποφασιστικά όπως το είχε κάνει ο μπολσεβικισμός, αν και βέβαια μια ομοιογένεια, η οποία περιλαμβάνει εκ των προτέρων μια αυστηρή ιεραρχία και μια απόλυτη πειθαρχία». (σ. 494)

Παγκόσμιος εμφύλιος πόλεμος

Στην «Τελική θεώρηση», με τίτλο «Από τον ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο 1917-1945 στον παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο 1947-1990. Οι εποχές του 20ού αιώνα», ο Νόλτε προβαίνει σε συγκριτικές παρατηρήσεις πάνω στον Ψυχρό Πόλεμο, που ακολούθησε την περίοδο του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου της περιόδου 1917-1945, και ο οποίος σήμανε τη μετάβαση σε μια παγκόσμια ιδεολογική αντιπαράθεση ανάμεσα στο φιλελεύθερο σύστημα της Δύσης και τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, αντιπαράθεση που την ονομάζει παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο κι έφτασε στο αποκορύφωμά της την περίοδο 1959-1962, κατά τη διάρκεια της κρίσης του Βερολίνου και της Κούβας, όταν ήταν έτοιμος να ξεσπάσει ο ατομικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ.

Μετά τις ρωγμές που προκάλεσαν στο κομμουνιστικό μπλοκ οι εξεγέρσεις των αντιφρονούντων στην Πολωνία και στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968, ο μαχητικός αντικομμουνισμός της «Δύσης» μετατράπηκε σε πραγματιστικό «μαλακό» αντικομμουνισμό, ο οποίος κατήγαγε τη μεγάλη νίκη του 1989/90, που επέφερε την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη με τη βοήθεια ενός κατάλοιπου σκληρότητας όπως η «Πρωτοβουλία Στρατηγικής Άμυνας» του προέδρου Ρήγκαν, κατάλοιπο που πιθανώς είχε μια αιτιώδη συνάφεια με την ανάληψη της σοβιετικής ηγεσίας από τον Γκορμπατσόφ το 1985. Ο Νόλτε φρονεί, ότι πλέον το «Φιλελευθερο Σύστημα» έχει περάσει σ’ ένα στάδιο ανάπτυξης που το αποκαλεί «λιμπερισμό» (Liberismus), ένα είδος «ολοκληρωτικού φιλελευθερισμού» που διαφέρει από τους άλλους ολοκληρωτισμούς, επειδή χαρακτηρίζεται από έναν ηδονιστικό ατομικισμό που αρνείται κάθε έννοια καθήκοντος, ενώ παραδόξως εφαρμόζει εισαγγελικές μεθόδους απέναντι στην ιστορία.

Μια ανοικτή φιλοσοφία της ιστορίας

Ο Νόλτε έχει μια ανοικτή φιλοσοφία της ιστορίας, η οποία θεωρεί την ιστορία ως δημιουργία καινούργιων γεγονότων και καταστάσεων, που δεν υπάγονται σε κάποια αδήριτη αναγκαιότητα. Η συμπλοκή αναγκαιοτήτων και τυχαιοτήτων οδηγεί το ανθρώπινο πράττειν σε διαφορετικές εναλλακτικές δυνατότητες. Αναζητούνται αιτιώδεις συνάφειες και γίνονται αλληλοσυσχετίσεις γεγονότων, αλλά ο ιστορικός δεν προβάλλει αιτιακές συναρτήσεις εκεί που τέτοιες δεν υφίστανται. Το έργο του Νόλτε ήλθε για να μείνει ως παρακαταθήκη αναστοχασμού πάνω στην πρόσφατη παγκόσμια ιστορία, ανοικτό στην επιστημονική συζήτηση και τις αναγκαίες αναθεωρήσεις. Αδύνατο να μιλήσουμε εφεξής για την ιστορία του 20ού αιώνα χωρίς να αναφερθούμε σε αυτό. Ανεπίτρεπτο να συναγάγουμε ηθικές κρίσεις απ’ αυτό. Ο σύγχρονος κόσμος απομακρύνθηκε ήδη από την εποχή του φασισμού και του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου. Το παρελθόν παρήλθε.

Ο Φρανσουά Φυρέ για τον Ερνστ Νόλτε

Ο αείμνηστος Γάλλος ιστορικός Φρανσουά Φυρέ σε επιστολή του προς τον Νόλτε, που περιλαμβάνεται ως επίμετρο στην παρούσα έκδοση, λέγει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Όποια κι αν ήταν πάντοτε η εκάστοτε κατάσταση των γάλλων και των γερμανών ιστορικών όσον αφορά την κατανόηση του 20ού αιώνα, είναι σαφές, ότι η έμμονη ιδέα περί φασισμού και μαζί περί αντιφασισμού εργαλειοποιήθηκε από το κομμουνιστικό κίνημα ως μέσο με σκοπό να κρύψει τη δικιά του πραγματικότητα από τα μάτια της κοινής γνώμης. Από δω προκύπτει η ανάγκη αυτός ο τρόπος θεώρησης, ο οποίος έχει αποκτήσει την ισχύ μιας θεολογίας, να τεθεί υπό αμφισβήτηση, προκειμένου να προσεγγίσουμε την πραγματική ιστορία του φασισμού και του κομμουνισμού. Απ’ αυτή την άποψη Εσείς ανοίξατε το δρόμο, και με την πάροδο του χρόνου σε δέκα ή πενήντα χρόνια, όταν εμείς θα έχουμε αποκτήσει περισσότερη απόσταση, αυτό θα γίνει ξεκάθαρο για τον καθένα». (σ. 578)

   Ο Ερνστ Νόλτε (γερμανικά: Ernst Nolte, 11 Ιανουαρίου 1923 – …) είναι Γερμανός ιστορικός και φιλόσοφος. Το κυριότερο ενδιαφέρον του αποτελεί η συγκριτική μελέτη φασισμού και κομμουνισμού, ειδικότερα Ναζισμού και Σταλινισμού. Υπήρξε καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ (Marburg) μεταξύ 1965 και 1973. Aπό το 1973 μέχρι το 1991 δίδαξε, επίσης, στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (Freie Universität Berlin) , του οποίου είναι σήμερα ομότιμος καθηγητής. Είναι γνωστός για το πρωτότυπο έργο του Der Faschismus in Seiner Epoche (Ο Φασισμός στην εποχή του), το οποίο έτυχε παγκόσμιας επιδοκιμασίας όταν δημοσιεύτηκε το 1963.[1] Υπήρξε διαπρεπής συντηρητικός ακαδημαϊκός από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και ενεπλάκη σε πολλές έριδες σχετικά με την ερμηνεία της ιστορίας του φασισμού και του κομμουνισμού. Τα τελευταία χρόνια επικεντρώθηκε στη μελέτη του ισλαμισμού και ισλαμοφασισμού. Έχει λάβει διάφορα βραβεία, μεταξύ των οποίων το Hanns Martin Schleyer και το Konrad Adenauer. Νυμφεύθηκε την Annedore Mortier και είναι πατέρας του Γκέοργκ Νόλτε (Georg Nolte), καθηγητή διεθνούς δικαίου στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, εκδ. Ράππα, 1981, σ. 53.
  2. NormanDavies, Η Ευρώπη σε πόλεμο, τόμος 2, εκδ. Ιωλκός, 2008, σ. 743.
  3. RichardWolin, Η γοητεία του ανορθολογισμού. Το ειδύλλιο της διανόησης με τον φασισμό. Από τον Νίτσε στον μεταμοντερνισμό, εκδ. Πόλις, 2007, σ. 221.
  4. EnzoTraverso, Διά πυρός και σιδήρου. Περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου 1914-1945, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, 2013, σ. 40-41.
  5. Ian Kershaw, Ο Χίτλερ, οι Γερμανοί και η «Τελική Λύση», εκδ. Πατάκη, 2011, σ. 372-374.
  6. Ερνστ Νόλτε, Ο ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος 1917-1945. Εθνικοσοσιαλισμός και μπολσεβικισμός, εκδ. Τροπή, 2015, σ. 12-13.
  7. Ερνστ Νόλτε, ό.π., σ. 525.
  8. Ούβε Τιμ, Τι είναι πραγματικά φασισμός;, εκδ. Τροπή, 2003, σ. 65.
  9. Κλοντ Λεφόρ, Τι είναι η γραφειοκρατία, εκδοτική ομάδα, σ. 48.
  10. Δημήτρης Γληνός, Η φασιστική ιδεολογία, εκδ. Α/συνέχεια, Νοέμβρης 93, σ. 27, 28-29.
  11. Slavoj Zizek, Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό; Πέντε παρεμβάσεις σχετικά με την (κατά)χρηση μιας ιδέας, εκδ. SCRIPTA, 2002, σ. 30, 182.
  12. Ερνστ Νόλτε, ό.π., σ. 25.
  13. Καρλ Γιοακίμ Φρήντριχ, Ολοκληρωτική δικτατορία, εκδ. Τροπή, 2012, σ. 24.

 

 

 

Δημήτρης Μαργαρίτης. Εργάζεται στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση ως κοινωνιολόγος. Είναι συγγραφέας του βιβλίου, Κορνήλιος Καστοριάδης και το τέλος του κλασσικού εργατικού κινήματοςκαι μεταφραστής του βιβλίου του Russel Jacoby, Το τέλος της ουτοπίας. Πολιτική και κουλτούρα σε μια εποχή απάθειας.  

booksjournal.gr