Ex Machina και η Φιλοσοφία του Νου…

Γράφει ο Γρηγόρης Ριζάκης… Μέσα στο 2015 – κάποιοι το είδανε, κάποιοι όχι – προβλήθηκε το Ex – Machina, ταινία επιστημονικής φαντασίας – τρόμου με θέμα την τεχνητή νοημοσύνη και τα ρομπότ.

Το φίλμ είναι σε σενάριο και σκηνοθεσία του Alex Garland, ο οποίος κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, έπειτα από συγγραφή μυθιστορημάτων εκ των οποίων κάποια έχουν μεταφερθεί σε ταινίες ( «The Beach”, με τον Leonardo Di Caprio), και σενάρια άλλων ταινιών όπως το “Dredd” (2012), τη μεταφορά του γνωστού κόμικ «Judge Dredd”, μεταξύ άλλων.

Αν και το παρόν κείμενο δεν αποτελεί κατ’ εξοχήν κριτική του Ex –Machina, μερικά λόγια για την ταινία: πρόκειται για ένα καλοφτιαγμένο φιλμ, το οποίο παρά το χαμηλό του budget καταφέρνει πολλά. Βασίζεται σε ένα κλασικό ερώτημα σχετικά με το αν οι ανθρωπόμορφες μηχανές μπορούν να λειτουργήσουν, όπως οι πραγματικοί άνθρωποι και να ενταχθούν ομαλά στις ανθρώπινες κοινωνίες, χωρίς να υπάρχει διαχωρισμός, ή αλλιώς, κατά πόσο ένα ρομπότ, μπορεί να μοιάζει και να λειτουργεί ακριβώς όπως ένας άνθρωπος. Ή ακόμη, κατά πόσο τα ρομπότ μπορούν να είναι ισχυρότερα του ανθρώπου, κυριεύοντας τον εντέλει.

Ο Caleb, προγραμματιστής σε μια εταιρία κερδίζει μια εβδομάδα στο υψηλής ασφάλειας σπίτι του Nathan, ο οποίος είναι ο επικεφαλής της εταιρίας στην οποία ο Caleb εργάζεται. Ο Nathan έχει μετατρέψει το σπίτι του σε χώρο εργασίας του, όπου και λαμβάνουν χώρο τα πειράματά του πάνω στην ρομποτική. Ένα από τα βασικότερα επιτεύγματά του είναι η κατασκευή ενός πολύ εξελιγμένου Α.Ι με το όνομα Ava, το οποίο μαζί με τον Caleb θα αποτελέσουν τα δύο βασικά «αντικείμενα» ενός πειράματος.

Το σενάριο ίσως λίγο-πολύ προβλέψιμο με στοιχεία τα οποία όμως σε συγκεκριμένες στιγμές φανερώνονται με τρόπο που μπορεί να εκπλήξει. Οι χρωματισμοί, οι συνθέσεις και η όλη high-tech ατμόσφαιρα, διαχειρίζονται με τέτοιον τρόπο που συνθέτουν ένα άρτιο τεχνικά προϊόν, ενώ οι χαρακτήρες πείθουν αρκετά (με πιο ενδιαφέροντα τον Νathan μάλλον). Η μουσική επιλογή σε κάποια σημεία ίσως να μην ήταν η καλύτερη.

Γενικότερα η ταινία είχε θετική αποδοχή από κριτικούς – με κάποιες εξαιρέσεις – οι οποίοι συμφώνησαν πως πρόκειται για μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, και αυτό κυρίως σε τεχνικό επίπεδο. Ένα όμως από τα βασικά χαρακτηριστικά της, το οποίο δεν σχολιάσθηκε επαρκώς, είναι το πώς το φιλμ καταφέρνει να ενσωματώνει τεχνικά ζητήματα της Φιλοσοφίας του Νου, της Νευροεπιστήμης και της τεχνητής Νοημοσύνης και ζητήματα σύγχρονα. Και αυτό γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε η ταινία δεν καταλήγει απλώς να είναι ένα ενδιαφέρον και διασκεδαστικό καλλιτεχνικό προϊόν, αλλά δημιουργείται μια «κρύα» ατμόσφαιρα η οποία απαιτεί μια άλλη προσέγγιση και δίνει βάση σε άλλες αξίες.

Το πείραμα στο οποίο θα συμμετάσχει ο Caleb μαζί με την Ava, βασίζεται στην ιδέα του Alan Turing, πως ένας υπολογιστής (όχι όμως ο κοινός υπολογιστής) μπορεί να λειτουργήσει ή να σκεφτεί, όπως ένας άνθρωπος. Παρόλο που υπάρχουν πάνω απο μια εκδοχές του πειράματος Turing, αυτό που δίνεται στην ταινία συμπεριλαμβάνει έναν άνθρωπο και ένα ρομπότ.

Αν και σε αυτή την εκδοχή του πειράματος, ο άνθρωπος δεν γνωρίζει πως βρίσκεται σε επαφή με ένα ρομπότ, στο φιλμ o Caleb είναι εξ αρχής ενημερωμένος. Στόχος λοιπόν, είναι να διαπιστωθεί κατά πόσο ο Caleb θα αρχίσει να εμπιστεύεται το ρομπότ, και θα δημιουργήσει μια σχέση μαζί του σαν το ρομπότ να ήταν πραγματικός άνθρωπος.

Οι αναφορές στο Μπλε Βιβλίο του L. Wittgenstein δεν είναι καθόλου τυχαίες. Μέσα στο βιβλίο υπάρχουν πολλές αναφορές στη γλώσσα, τη λογική και τις μηχανές, ζητήματα τα οποία όμως δεν συμπεριελήφθησαν στις «Φιλοσοφικές έρευνες» του, μιας και το Μπλε Βιβλίο είναι μια προεργασία τους.

Ας σημειωθεί πως Turing και Wittgenstein συναντήθηκαν σε διαλέξεις του δεύτερου, όπου και υπήρχαν έντονες διαφωνίες μεταξύ τους (μπροστά στο υπόλοιπο ακροατήριο), σχετικά με τη φύση των μαθηματικών. Δυστυχώς δεν υπάρχει καταγραφή της συζήτησής τους πάνω σε προβλήματα της Φιλοσοφίας του Νου.

Λίγο πριν τη μέση του φιλμ, ο Nathan οδηγεί τον Caleb στο εργαστήριο στο οποίο κατασκεύασε την Ava και άλλα ανθρωποειδή. Εκεί του παρουσιάζει μια ωοειδή μάζα, η οποία δεδομένου του σχήματός της, προσομοιάζει τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Όταν η κάμερα πλησιάζει περισσότερο, μπορούμε να δούμε ένα πλήθος γραμμών οι οποίες ενώνονται μεταξύ τους, με παρόμοιο τρόπο όπως οι νευρώνες δημιουργούν συνάψεις και ενώσεις στον εγκέφαλό μας.

Χάρη σε αυτές τις ιδιότητες των νευρώνων και την πλαστικότητα του εγκεφάλου, οι οποίοι δημιουργούν μια αρχιτεκτονκή αποθηκεύοντας και μεταφέροντας δεδομένα και πληροφορίες, είμαστε αυτό που είμαστε και δρούμε με τον τρόπο που δρούμε. Όμως, αρκεί ένα τέτοιο υποκατάστατο του εγκεφάλου, να καταστήσει ένα ρομπότ ικανό να λειτουργήσει, όπως ένας άνθρωπος; Μπορεί μια τέτοια μάζα να παράξει συνείδηση με υποκειμενικότητα και “ποιότητες” (ή αλλιώς qualia όπως ονομάζονται στη φιλοσοφία), τα οποία αποτελούν και βασικά χαρακτηριστικά της;

Λίγα λεπτά αργότερα μέσα στο φίλμ, βλέπουμε τον Caleb να συζητάει με την Αva. Αυτό το οποίο της περιγράφει είναι ένα πείραμα σκέψης με την «Mary και το ασπρόμαυρο δωμάτιο”, πείραμα το οποίο διατυπώθηκε απο τον φιλόσοφο Frank Jackson. Δείτε το εδώ

Η αναφορά στο πείραμα έχει ως στόχο να θίξει το ερώτημα του κατά πόσο η Ava έχει όντως συνείδηση. Μπορεί η ίδια να διαθέτει στο λογισμικό της άπειρα δεδομένα σχετικά με τα χρώματα, π.χ. για τους χρωματισμούς που δημιουργούνται στην επιφάνεια της θάλασσας κατά το ηλιοβασίλεμα. Όμως δεν μπορεί να γνωρίζει πώς ακριβώς είναι η εμπειρία του να βιώνει η ίδια ένα τέτοιο φαινόμενο, καθώς δεν έχει βγει ποτέ από το δωμάτιο που την κρατά ο Nathan.

Η συζήτηση του Caleb και της Αva επεκτείνει ακόμη περισσότερο τέτοια ζητήματα, καθώς η Ava προσπαθεί να «ψυχολογήσει» τον Caleb λέγοντάς του τι μπορεί να νιώθει ανα πάσα στιγμή, παρατηρώντας τις εκφράσεις του προσώπου του.

Τα σχόλια της τον φέρνουν σε αμηχανία, ο οποίος πείθεται τόσο πολύ από τις ικανότητές της, που ξεχνάει πως βρίσκεται σε επαφή με μια μηχανή.

Είναι όμως όντως σε θέση η Ava να γνωρίζει και να κατανοεί πως νιώθει ο Caleb; Πώς είναι δυνατό κάτι τέτοιο, τη στιγμή που δεν έχει έρθει σε επαφή με άλλους ανθρώπους και δεν τους έχει παρατηρήσει σε στιγμές πόνου, ντροπής, χαράς κλπ, παρά μόνο έχει αποθηκευμένα δεδομένα στον «εγκέφαλό» της σχετικά με αυτά;

Αν και δεν υπάρχει τέτοια αναφορά στην ταινία, ίσως μπορούμε να αναφέρουμε ένα άλλο πείραμα σκέψης από τη φιλοσοφία, αυτό του Thomas Nagel, το “what is it like to be a bat?”. Σε αυτό, ο Nagel μας καλεί να αναρωτηθούμε κατά πόσο είναι εφικτό το να φανταστούμε πως είναι να βιώνει ένας άνθρωπος τον εαυτό του και τον κόσμο, όπως μια νυχτερίδα.

Αυτό είναι φυσικά αδύνατο, όπως ο ίδιος εξηγεί, καθώς δεν μπορούμε να αποκτήσουμε τη συνείδηση της νυχτερίδας, μιας και οι ιδιότητές της (από το γεγονός ότι διαθέτει φτερά μέχρι το ότι επικοινωνεί με μικροκύματα), είναι χαρακτηριστικά τα οποία δεν είναι παρόντα στο ανθρώπινο είδος.

Με τον ίδιο τρόπο δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς και αν βιώνει ένας άλλος άνθρωπος κάποιο συναίσθημα. Και με αυτή τη λογική δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς αντιλαμβάνεται η Ava τα συναισθήματα που «εντοπίζει» στον Caleb καθώς είναι η υποκειμενική πλευρά της «συνείδησής» της.

Όπως όμως μας εξηγεί ο John Searle, δεν μπορούμε να κατασκευάσουμε ένα αντικείμενο, το οποίο μιμείται τις ιδιότητες ενός άλλου, τη στιγμή που οι ιδιότητες αυτού του άλλου δεν μας είναι πλήρως και λεπτομερώς γνωστές. Δηλαδή δεν γνωρίζουμε τα πάντα σχετικά με τις εγκεφαλικές λειτουργίες, ώστε να κατασκευάσουμε ένα ρομπότ το οποίο λειτουργεί με βάση αυτές.

Όλα τα παραπάνω όμως αποτελούν μόνο μερικά από τα στοιχεία που ενσωματώνει το φιλμ (άλλα με πιο έκδηλο τρόπο, άλλα με λιγότερο) και προδίδουν την λεπτομερή έρευνα η οποία διεξάχθηκε για την δημιουργία του. Και είναι μάλλον αυτά τα οποία προσδίδουν στην ταινία άλλο βάθος και ενδιαφέρον, και όχι τόσο το σενάριο ή τα χρώματα κλπ.

Είναι όμως ερώτημα ποια μερίδα θεατών θα εντοπίσει αυτά τα ζητήματα μέσα στο φιλμ, ή ποια μερίδα θα ενδιαφερθεί κατ’ εξοχήν για αυτά, και όχι για την αμιγώς καλλιτεχνική ποιότητά του. Εδώ εμφανίζεται ένα ζήτημα (μια μορφή αυτού, έστω) το οποίο έχει τις ρίζες του στην Πλατωνική φιλοσοφία, και αφορά στην διδακτική πλευρά του έργου τέχνης.

Κατά πόσο μπορεί το ίδιο το έργο να μας διδάξει κάτι το οποίο δεν γνωρίζαμε μέχρι πρότινος, ή να μας κάνει να δούμε κάτι με διαφορετικό τρόπο?

Αυτό μπορεί να είναι μια θέση με την οποία κάποιοι σίγουρα θα διαφωνήσουν ισχυριζόμενοι πως ο σκοπός του έργου τέχνης δεν είναι αυτός – η μεταφορά γνώσης δηλαδή. Ίσως όμως αξίζει κάποιος να ρίξει μια σύντομη ματιά σε όλες αυτές τις θεωρίες της Φιλοσοφίας του Νου και της Τεχνητής Νοημοσύνης, στοχαζόμενος πάνω στο ίδιο το φιλμ.

Και με μια δεύτερη θέαση του μετά από μια σύντομη «μελέτη», θα τον έκανε να δει όλα αυτά που υπάρχουν μέσα στην ταινία, και να βρει ομορφιά στο περιεχόμενο από διαφορετική σκοπιά.

Όπως είπα και πριν, κάποιοι σίγουρα μπορεί να αντιδράσουν σε μια τέτοια λογική, όμως ίσως τελικά, μια τέτοια στάση να έχει αξία στις μέρες, την εποχή του αναλώσιμου και αυτού που συνήθως απορρίπτει ένα καλλιτεχνικό προϊόν αν δεν είναι διασκεδαστικό ή ευχάριστο, προσδίδοντας μια άλλη λειτουργία και ρόλο στο έργο τέχνης, που μπορεί να είναι ωφέλιμη με διαφορετικό τρόπο.

Γρηγόρης Ριζάκης – exostispress.gr