Οι fin-tech εταιρείες επιτίθενται στις μεγάλες τράπεζες, αλλά μπορούν να τις νικήσουν;

Η τραπεζική βιομηχανία έχει χαρακτηριστεί εδώ και πολύ καιρό ως μία από τις τελευταίες παραδοσιακές, παλιάς σχολής και κολλημένες στο παρελθόν βιομηχανίες. Αλλά όταν σκεφτόμαστε περί τραπεζών, μπορεί ακόμα να σκεφτόμαστε τοίχους επιστρωμένους με ξύλο και ριγωτά κουστούμια.

Αυτή η εντύπωση μπορεί να είναι ολοένα και περισσότερο παραπλανητική.

Αν περάσετε τουλάχιστον 15 λεπτά με κάποιο υψηλόβαθμο στέλεχος μιας μεγάλης τράπεζας αυτές τις μέρες, είναι σχεδόν αδύνατον να μην ακούσετε τη λέξη “fin-tech”. Συνήθως λέγεται με μια αίσθηση αισιοδοξίας, αλλά κάποιες φορές με ένα αίσθημα τρόμου.

Η λέξη “fin-tech” είναι συγκερασμός των λέξεων financial technology, δηλαδή τεχνολογία χρηματοοικονομικών, μια λέξη που περιλαμβάνει την επανάσταση των νέων τεχνολογιών που στοχεύουν στην ανατροπή μερών του οικονομικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών, διαχείρισης του πλούτου, δανεισμών, ασφαλίσεων και συναλλαγμάτων.

Η λέξη fin-tech καθεαυτή δεν είναι στην πραγματικότητα καινούργια –χρονολογείται στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990- αν και έχει αποκτήσει μια υψηλότερη αίσθηση σημασίας και επείγοντος τώρα που την έχει ενστερνιστεί το Silicon Valley ως νέα τάση. Επενδύσεις ύψους περίπου 19 δισεκατομμυρίων δολαρίων διοχετεύθηκαν στις fin-tech εταιρείες πέρυσι, σύμφωνα με το Citigroup, μια μεγάλη άνοδος σε σχέση με τα 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια πέντε χρόνια πριν.

«Η πραγματική απειλή για τις τράπεζες δεν είναι από την Ουάσινγκτον ή τις Βρυξέλλες, αλλά από νέες εταιρείες σε όλη τη χώρα, ιδιαίτερα τεχνολογίας χρηματοοικονομικών (fin-tech), οι οποίες παίρνουν σιγά-σιγά σημαντικά τμήματα των υπηρεσιών τους», είπε ο Steve Case, ιδρυτής της AOL και επιχειρηματίας με επενδύσεις σε αρκετές fin-tech εταιρείες, ο οποίος μόλις έγραψε ένα βιβλίο για το μέλλον “The Third Wave”.

Η υπόσχεση όλων αυτών των νέων τεχνολογιών είναι να ανατρέψουν συθέμελα τους μεγαλύτερους παίκτες στην οικονομία. Εταιρείες όπως η Stripe, που ειδικεύονται στις πληρωμές, ελπίζουν να αντικαταστήσουν την PayPal και άλλες. Το Lending Club θέλει να κάνει τη λήψη ενός δανείου φτηνότερη και ευκολότερη. Η Wealthfront θέλει να σας συμβουλέψει και να διαχειριστεί τα χρήματά σας από το κινητό σας. Και, βέβαια, το Bitcoin και τα πολλά παράγωγά του θέλει να γίνει ο νέος χρυσός ή, ακόμα καλύτερα, ψηφιακό χρήμα.

Αν πετύχουν, η Wall Street όπως την ξέρουμε πιθανόν να γίνει μια ακοικία της Silicon Valley. Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσίευσε η Citigroup την περασμένη εβδομάδα, η fin-tech μπορεί να παραλληλιστεί με την Uber, όπως ο Antony Jenkins, ο πρώην γενικός διευθυντής της Barclays, προέβλεψε πέρυσι. Κάπου 800.000 άνθρωποι θα έχουν χάσει τις δουλειές τους στις εταιρείες οικονομικών υπηρεσιών για χάρη του νέου λογισμικού σε μία δεκαετία, είπε η αναφορά. «Περίπου 60-70% των εργαζομένων στις τραπεζικές συναλλαγές λιανικού εμπορίου κάνουν χειρωνακτικές διαδικασίες», εξήγησε η αναφορά. «Αν όλες οι χειρωνακτικές επεξεργασίες μπορούν να αντικατασταθούν από αυτόματα μηχανήματα, αυτές οι δουλειές μπορεί να εξαφανιστούν ή να εξελιχθούν».

Τα αλυσιδωτά αποτελέσματα είναι τεράστια: Σκεφτείτε όχι μόνο τους εργαζομένους, αλλά και τον αντίκτυπο στις μεσιτείες, για παράδειγμα, αν οι τράπεζες κλείσουν τα επιθυμητά υποκαταστήματα στις γωνίες των μεγάλων πόλεων.

Άλλοι είναι λιγότερο πεπεισμένοι. Κάτοικοι της Wall Street, όπως ο τραπεζικός επενδυτής J. Christopher Flowers, ότι η μανία για τις εταιρείες οικονομικής τεχνολογίας είναι απλά αυτό: μια μόδα που υπερβαίνει την κοινή λογική και θα αφήσει στο διάβα της μια σειρά αποτυχημένων εταιρειών.

Μια τρίτη οπτική έχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα να πραγματοποιηθεί: Οι μεγάλες τράπεζες, τόσο δυνατές και όμως τόσο ανήσυχες για τη δυνατότητα να ανατραπούν από τις νέες εταιρείες, θα τις συγκεντρώσουν όλες με μια σειρά συγχωνεύσεων και εξαγορών που βάζουν τους ανατροπείς ακριβώς μέσα στους θεσμούς που κανονικά ήταν να ανατρέψουν.

Γίνετε μάρτυρες της πρόσφατης συμμαχίας της JPMorgan Chase με την OnDeck, μια διαδικτυακή πλατφόρμα δανεισμού για μικρές επιχειρήσεις. Αντί να χτίσει την ανάλογη τεχνολογία για να καταπολεμήσει την OnDeck ή, χειρότερα, να αφήσει την επιταχυνόμενη ανάπτυξη της OnDeck να συνεχίσει ανεξέλεγκτη, η JPMorgan έγινε «συνέταιρος» της OnDeck. Έχει παρουσιαστεί ως μια πρώτη μορφή κοινού εγχειρήματος. Αλλά μέσα στην JPMorgan θεωρείται ως ένα πείραμα, ένας τρόπος συγκέντρωσης πληροφοριών και επιμόρφωσης σε σχέση με την τεχνολογικο-οικονομική βιομηχανία που αναπτύσσεται, και ναι –αν υποθέσουμε ότι όλα πάνε καλά- πιθανόν να εξαγοράσει αυτή την εταιρεία ή μία από τις ανταγωνιστικές της.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η OnDeck θα είναι η νικήτρια στο παιχνίδι των πωλήσεων, αλλά δεδομένων των χρημάτων που κυκλοφορούν στη βιομηχανία οικονομικών υπηρεσιών, είναι αδύνατον να πιστέψουμε ότι οι τράπεζες δεν είναι πρόθυμες να πληρώσουν πολλά. Άλλωστε, ακόμα και οι πιο επιτυχημένες εταιρείες οικονομικής τεχνολογίας είναι ακόμα μικροσκοπικές. Η OnDeck αξίζει 500 εκατομμύρια δολάρια∙ η JPMorgan αξίζει 214 δισεκατομμύρια δολάρια.

Πράγματι, οι αποτιμήσεις των fin-tech εταιρειών έχουν πέσει πρόσφατα συγκριτικά με εκείνες άλλων ιδιωτικών επιχειρήσεων στο Silicon Valley. Αυτό έχει οδηγήσει σε υποθέσεις για μια νέα σειρά επενδύσεων και συγχωνεύσεων.

«Έχω αρχίσει να ψάχνω για ευκαιρίες εκεί έξω», είπε ο Patrick Gauthier, αντιπρόεδρος της Amazon Payments, στο CNBC αυτή την εβδομάδα σε μια σύσκεψη στην Ευρώπη για την προοπτική των εξαγορών. «Μετά από χρόνια όπου οι fin-tech εταιρείες ήταν υπερτιμημένες, τα πράγματα έχουν προσγειωθεί».

Η κρίσιμη ερώτηση για τη βιομηχανία της τεχνολογίας χρηματοοικονομικών είναι αν αυτές οι επιχειρήσεις μπορούν να αναπτυχθούν αρκετά γρήγορα, διατηρώντας ταυτόχρονα μια πειθαρχημένη προσέγγιση και αντιμετωπίζοντας τη συστάδα των νομοθετικών εμποδίων που πολύ πιθανό να τους δημιουργήσει προβλήματα. Το Silicon Valley πάντα έθετε στο περιθώριο τις βιομηχανίες που διέπονται από κανονισμούς, αλλά, έχοντας κατακτήσει τόσο μεγάλο έδαφος σε άλλες βιομηχανίες, στρέφεται τώρα στα χρηματοοικονομικά.

Το Γραφείο Νομισματικών Ελεγκτών είπε πρόσφατα πως ένα νέο πλαίσιο κανονισμών χρειάζεται να δημιουργηθεί για να βοηθήσει τις νέες εταιρείες τεχνολογίας χρηματοοικονομικών να καινοτομήσουν, εξασφαλίζοντας παράλληλα την πειθαρχία τους στους κανονισμούς.

Δεδομένου ότι η οικονομική κρίση του 2008 είναι ακόμα τόσο πρόσφατη, είναι δύσκολο να δούμε τους κανονισμούς να χαλαρώνουν τόσο.

Αυτό ίσως είναι ο πιο σημαντικός λόγος για τον οποίο πιθανόν να υπάρξει ένα κύμα συμφωνιών μεταξύ αυτών των εταιρειών σύντομα. Με το κόστος της υποταγής στους κανονισμούς τόσο υψηλό και με το χτίσιμο των υποδομών που υπακούουν στους κανονισμούς σε πολλές μεγάλες εγκαταστάσεις –οι μεγάλες τράπεζες τώρα απασχολούν χιλιάδες δικηγόρους- θα είναι λογικό για πολλές μικρές εταιρείες που ξεκινούν να καταλήξουν ως μέρος μιας μεγαλύτερης εταιρείας.

«Κάποιες τράπεζες θα είναι έξυπνες και θα βρουν τρόπο να συνεργαστούν με κάποιους επιχειρηματίες ή να εξαγοράσουν κάποιες από αυτές τις εταιρείες ή να προβούν σε κοινά εγχειρήματα, αλλά αν απλά σκέφτονται ότι θα παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, θα εκπλαγούν», πρόσθεσε ο κύριος Case.

New York Times