Φρίντα Κάλο, το πληγωμένο ελάφι…

Ένα κοριτσάκι επιστρέφει ασθμαίνοντας στο σπίτι από το σχολείο. Αν το παρατηρήσεις θα διακρίνεις ότι κουτσαίνει ελαφρώς. Το καταλαβαίνεις και από τους μορφασμούς στο πρόσωπό της. Το παράξενο περπάτημά της αναγκάζει το μακρύ φόρεμά της να αγγίζει το έδαφος και να σκονίζεται. Φτάνει σπίτι και ξαπλώνει στο δωμάτιό της. Οι μορφασμοί εξαφανίζονται και το πρόσωπο γλυκαίνει. Στο μυαλό της κυριαρχεί ένα άλλο κοριτσάκι, χωρίς κινητικά προβλήματα. Αέρινο και χαρωπό. Που τρέχει με χάρη ελαφιού και είναι αγαπητό από τους συμμαθητές του. Μια φωνή ή ένας άλλος θόρυβος την επαναφέρει στην πραγματικότητα. Το “ελάφι” εξαφανίστηκε και μόνη στο δωμάτιο είναι η “κουτσοφρίντα” ή αλλιώς Magdalena del Carmen Frida Kahlo y Calderón ή μια από τις σημαντικότερες γυναίκες ζωγράφους του 20ου αιώνα.

Η Φρίντα αντίκρισε για πρώτη φορά τον μεξικάνικο ήλιο στις 6 Ιουλίου του 1907 στην πόλη Κογιοακάν λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πόλη του Μεξικό. Τα πρώτα πρόσωπα που αντίκρισε ήταν ενός διανοούμενου άθεου Γερμανοεβραίου με ρίζες από την Ουγγαρία και μιας καθολικής Μεξικάνας η καταγωγή της οποία πήγαινε πίσω στους αυτόχθονες πληθυσμούς της περιοχής. Ήταν ο Βίλχεμ Κάλο και η Ματίλντα Καλντερόν. Οι γονείς της. Τα αταίριαστα χαρακτηριστικά, τόσο φυσικά όσο και αντιλήψεων, των γονιών της έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της Φρίντα. Ουσιαστικά προσδιόρισαν το ποια θα γινόταν. Ένα αγρίμι που όλη της τη ζωή θα πάλευε για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση σε αυτά των ντόπιων πληθυσμών. Ένας παθιασμένος άνθρωπος που έψαχνε εναγωνίως να βγάλει μέσα του όλα του τα συναισθήματα. Ατυχώς ήταν κατά κύριο λόγο συναισθήματα πόνου. Ακόμη και το έργο της είναι ένα κράμα επηρεασμένο από τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στο Μεξικό, αλλά φαίνεται να έχει δεχτεί και επίδραση ευρωπαϊκών ρευμάτων στα οποία συμπεριλαμβάνονται ο Ρεαλισμός, ο Συμβολισμός και ο Υπερρεαλισμός.

«Η ζωή στράφηκε εναντίον μου με μανία. Θα μπορούσε να μου φέρει καλύτερα χαρτιά. Η παρτίδα υπήρξε ολέθρια για μένα. Ένα μαύρο ταρό στο σώμα.» θα γράψει κάποια στιγμή στο ημερολόγιό της. Δεν έφτανε η πολιομυελίτιδα από την οποία ασθένησε στα 6 της και είχε αποτέλεσμα το ένα της πόδι να μείνει ημιπαράλυτο. “Frida pata de palo”  «η Φρίντα με το ξύλινο πόδι» της φώναζαν κοροϊδευτικά οι συμμαθητές της. Στα 18 της η Φρίντα έρχεται αντιμέτωπη με το πιο καθοριστικό συμβάν της ζωής της. Το λεωφορείο στο οποίο επιβαίνει εμβολίζεται από ένα τρόλεϊ. Η ίδια τραυματίζεται σοβαρά. Σπασμένα πλευρά, σπονδυλική στήλη, λεκάνη και κλείδα, βγαλμένος ώμος, έντεκα ραγίσματα στο δεξί της πόδι διαλύουν το σώμα της. Μία σιδερένια χειρολαβή τρυπάει τον κορμό της και τη μήτρα της και της αφήνει διά βίου προβλήματα στην αναπαραγωγική της ικανότητα τραυματίζοντας ανεπανόρθωτα την ψυχή της. Πήρε εξιτήριο μετά από τρεις μήνες στους οποίους είχε υποβληθεί σε τριάντα πέντε επεμβάσεις. Σε όλη την υπόλοιπη ζωή της οι φριχτοί πόνοι επανέρχονταν και καρφίτσωναν το ήδη σπασμένο κορμί της.

Η ζωή των περισσοτέρων θα τελείωνε εκεί. Ο δικός της καμβάς όμως ήταν ακόμη άδειος. Και έπρεπε να τον γεμίσει. Έστω και με τον δικό της πόνο. Μόλις ένα χρόνο μετά το ατύχημα αρχίζει μαθήματα ζωγραφικής και έχοντας στην αγκαλιά της θέλει να τα δείξει στον Ντιέγκο Ριβέρα.

Ήθελε την γνώμη του. Είχε μάθει την απόρριψη και το πως να τη διαχειρίζεται. Και ως χαρακτήρας δεν θα δεχόταν σε καμία περίπτωση μια συγκαταβατικά καλή κουβέντα.

Ο Ριμπέρα όμως, όπως ήταν φυσικό, μαγεύτηκε και εξεπλάγη από το καλώς εννοούμενο θράσος και το εξαιρετικό ζωγραφικό ταλέντο της νεαρής και άγνωστης Φρίντα αλλά κυρίως γοητεύτηκε από την προσωπικότητα που είχε απέναντί του. Την ερωτεύτηκε αμέσως και παντρεύτηκαν μέσα στον ίδιο χρόνο. Ουσιαστικά ξεκίνησε μια σχέση πάθους, αγάπης, μίσους, απιστίας και αρρωστημένης εξάρτησης από την οποία δεν κατάφεραν να βγουν ποτέ. παρά μόνο όταν ο θάνατος πήρε την απόφαση που οι ίδιοι δεν ήταν ικανοί να πάρουν.

Δίπλα του η Φρίντα είχε την ευκαιρία να καλλιεργήσει το ταλέντο που τόσο απλόχερα της είχε χαριστεί. Και το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργεί υπέροχους πίνακες, γεμάτους ζωηρά και έντονα χρώματα που όμως δεν μπορούσαν να κρύψουν τον πόνο και την θλίψη της. Η Φρίντα όμως δεν μπορούσε να περιοριστεί στις δύο διαστάσεις του καμβά. Ανήσυχο πνεύμα ήθελε κάθε της ενέργεια να έχει κάποια σημειολογική σημασία. Τα ρούχα που επέλεγε να σκεπάσει το σώμα της ήταν εξόχως τολμηρά για την εποχή τους και σίγουρα για την συντηρητική καθολική κοινωνία του Μεξικό. Για την Φρίντα ήταν μια απόδοση τιμής στην κουλτούρα των προγόνων της – από την πλευρά της μητέρας της – που τόσο λάτρευε, αλλά και μια “έργω” αμφισβήτηση όλων των επικρατουσών αντιλήψεων για την γυναικεία σεξουαλικότητα.

Η Φρίντα επέλεγε την ενδυμασία της θέλοντας να «προβεί σε μια δήλωση σχετικά με την ανεξαρτησία της από τα γυναικεία πρότυπα. Ήταν μια αριστοτεχνική και μαγική εκφραστής της παρενδυτικότητας, σκόπιμα χρησιμοποιώντας αρσενική περιβολή για την προβολή δύναμης και ανεξαρτησίας», παρατηρεί η κριτικός τέχνης Tamsin Wilton. Η ίδια άλλωστε εκτός από τον απόλυτο έρωτα που βίωνε με τον Ριβέρα είχε αρκετούς εραστές και ερωμένες στην σύντομη πλην όμως πολυτάραχη ζωή της. Μεταξύ των οποίων και ο Λέων Τρότσκι όταν ο πρώην υπουργός Εξωτερικών του Στάλιν επέλεξε το Μεξικό για να κρυφτεί από την οργή του προϊσταμένου του. Παθιασμένη κομουνίστρια η ίδια συνέχισε να αγωνίζεται και να υπερασπίζεται με πάθος τα δικαιώματα όλων όσων είχαν ανάγκη. Ακόμη και όταν δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει χωρίς το αναπηρικό της καροτσάκι.

Πλησιάζοντας προς το τέλος της ζωής της η Φρίντα ήταν καθηλωμένη στο κρεβάτι. Λίγες ώρες πριν το οριστικό τέλος στις 13 Ιουλίου 1954 γράφει με δυσκολία στο ημερολόγιό της. “Ελπίζω η έξοδος να είναι χαρούμενη.Κι ελπίζω να μη γυρίσω ποτέ”. Ήταν η τελευταία της καταγραφή. Αποτεφρώθηκε όπως ήταν η επιθυμία της. Την ώρα που η σωρός της αποτεφρωνότανε, ο Ντιέγκο Ριβέρα, έβγαλε από την τσέπη του ένα σημειωματάριο και κλαίγοντας, με σκυμμένο το κεφάλι και μισόκλειστα μάτια, έγραψε στο χαρτί : «Η φλογερή Φρίντα χάθηκε μέσα στις φλόγες». Ειρωνικό αλλά μόνο μέσα από τις φλόγες η Φρίντα γνώρισε αυτό που σήμαινε το όνομα που της έδωσε ο πατέρας της (Ειρήνη στα γερμανικά) και της στέρησε το τσακισμένο της κορμί.