Το γενικό συμφέρον πρέπει να υπερισχύει της προστασίας των επαγγελματικών μυστικών…

Σε διάστημα δύο μόλις ημερών, δύο δικαστήρια στην Ευρώπη εξέδωσαν πολύκροτες αποφάσεις σχετικά με αυτούς που «σφυρίζουν την σφυρίχτρα» (whistleblowers), δηλαδή με τα πρόσωπα που αποκαλύπτουν παράνομες ή κοινωνικά επιβλαβείς πρακτικές και που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου προς όφελος του γενικού συμφέροντος. Στις 30 Ιουνίου, το γαλλικό Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο (Cour de cassation) αποφάσισε ότι οι whistleblowers θα πρέπει να απολαμβάνουν ασυλία απέναντι στον εργοδότη τους εφόσον λειτουργούν καλόπιστα και αποκαλύπτουν παράνομα επαγγελματικά μυστικά. Μία μέρα πριν, στις 29 Ιουνίου, ένα πρωτοδικείο του Λουξεμβούργου καταδίκασε δύο εμβληματικές φιγούρες του διεθνούς αγώνα κατά της οργανωμένης φοροαποφυγής, τους Antoine Deltour και Raphaël Halet, για «κλοπή, παραβίαση και διάδοση επαγγελματικών και επιχειρηματικών μυστικών και απάτη με τη χρήση τεχνολογιών πληροφορικής».

Οι Deltour και Halet είναι δύο τέως υπάλληλοι της PricewaterhouseCoopers που έφεραν στη δημοσιότητα μέσω ενός δημοσιογράφου τις εμπιστευτικές φορολογικές συμφωνίες μεταξύ του Λουξεμβούργου και διαφόρων εταιρειών για ιδιαίτερα ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση των τελευταίων το 2012. Το φθινόπωρο του 2014, το Διεθνές Κονσόρτσιουμ Ερευνητικών Δημοσιογράφων έφερε στη δημοσιότητα όλες αυτές τις φορολογικές συμφωνίες με τα έγγραφα που έμειναν γνωστά ως «LuxLeaks». Το ενδιαφέρον στη λουξεμβουργιανή υπόθεση είναι ότι το δικαστήριο απήγγειλε ποινές αρκετά ελαφρύτερες από αυτές που είχε ζητήσει ο εισαγγελέας και με αναστολή εκτέλεσης της ποινής, κυρίως όμως αναγνώρισε σημαντικά ελαφρυντικά στους δύο κατηγορούμενους, οι οποίοι «συνεισέφεραν στην ενίσχυση της διαφάνειας και της φορολογικής δικαιοσύνης και ενήργησαν χάριν του δημοσίου συμφέροντος και κατά των ηθικά αμφίβολων πρακτικών ‘φορολογικής βελτιστοποίησης’, συνεπώς μπορούν να θεωρηθούν ως κρούοντες τον κώδωνα του κινδύνου». Επίσης, και πάλι σε αντίθεση με την εισαγγελική πρόταση, αθώωσε εντελώς τον δημοσιογράφο που δημοσιοποίησε το σκάνδαλο σε τηλεοπτική του εκπομπή, στο όνομα της ελευθερίας του τύπου. Εν ολίγοις, το λουξεμβουργιανό δικαστήριο ναι μεν καταδίκασε ονομαστικά τους δύο υπαλλήλους, όμως φρόντισε να δημοσιοποιήσει τα κίνητρα δημοσίου συμφέροντος που τους ώθησαν στις (τυπικά ακόμα παράνομες) πράξεις τους και να ελαφρύνει την ποινή τους.
Το ενδιαφέρον αυτών των δικαστικών υποθέσεων είναι η χρονική τους σύμπτωση με την ψήφιση, τον περασμένο Απρίλιο, μιας νέας ευρωπαϊκής Οδηγίας για την προστασία των επαγγελματικών μυστικών (Trade Secrets Directive), η οποία, παρά την εκπεφρασμένη πολιτική βούληση της Επιτροπής Γιουνκέρ να καταπολεμήσει την μυστικότητα στους φορολογικούς διακανονισμούς μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ και πολυεθνικών επιχειρήσεων, καθιστά δυσκολότερη την καταγγελία παρόμοιων περιστατικών επαυξάνοντας την προστασία των επιχειρηματικών μυστικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τόσο η γαλλική δικαστική απόφαση (ευθέως) όσο και η αντίστοιχη λουξεμβουργιανή (εμμέσως) μεταφέρουν την πολιτική πίεση στα εθνικά κοινοβούλια για την κατοχύρωση μεγαλύτερης προστασίας – ή ακόμα και ασυλίας – σε όσους παίρνουν ρίσκα και θυσιάζουν την καριέρα, ή συχνά και την ίδια τους την ελευθερία, προκειμένου να προφυλάξουν το κοινό απέναντι σε παράνομες ή αντικοινωνικές συμπεριφορές. Πράγματι, η γαλλική σοσιαλιστική κυβέρνηση αντέδρασε μετά το ξέσπασμα της υπόθεσης «LuxLeaks» φέρνοντας στο γαλλικό Κοινοβούλιο ένα νομοσχέδιο γνωστό ως «Sapin 2», με διακηρυγμένο σκοπό την ενίσχυση της προστασίας των whistleblowers. Όμως το εύρος της προστασίας του νομοσχεδίου είναι ανεπαρκές, καθώς καλύπτει κάθε πρόσωπο που καταγγέλλει πράξεις οι οποίες, είτε είναι αντίθετες με τη νομοθεσία, είτε «δημιουργούν σοβαρούς κινδύνους ή ζημίες για το περιβάλλον, την υγεία ή τη δημόσια ασφάλεια». Αυτό το πεδίο εφαρμογής είναι περιοριστικό, καθώς αφήνει εκτός προστασίας όσους καταγγέλλουν πράξεις τυπικά μεν νόμιμες, ουσιαστικά δε αντίθετες προς το γενικό συμφέρον, όπως οι μυστικές συμφωνίες για την οργάνωση νόμιμης φοροαποφυγής επιχειρήσεων.
Κατά συνέπεια, είναι φανερό πως η δικαστική εξουσία έχει αντιληφθεί τη ζωτική σημασία του διακυβεύματος και ωθεί τη νομοθετική εξουσία να αναλάβει τις ευθύνες της, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Από την αντιστοίχηση μεταξύ λόγων και έργων στην οργανωμένη και συστηματική καταπολέμηση της φοροαποφυγής, η οποία προκαλεί διαρκή στραγγαλισμό στα δημόσια έσοδα, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό και η αναχαίτιση της κρίσης νομιμοποίησης τόσο του ευρωπαϊκού όσο και των εθνικών πολιτικών συστημάτων και η συνεπακόλουθη αναστροφή της μοιραίας ανόδου της άκρας Δεξιάς.