Η γερμανική λαϊκιστική επίθεση στον Μάριο Ντράγκι…

Γράφει ο Ιωάννης Παπαδόπουλος… Από τους πρώτους μήνες της θητείας του το καλοκαίρι του 2012, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Μάριο Ντράγκι μπήκε δυναμικά στην ευρωπαϊκή σκηνή, με τη μνημειώδη πια δήλωσή του «Θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να επιβιώσει το ευρώ», η οποία ηρέμησε τις αγορές κεφαλαίων και αποσόβησε τα χειρότερα. Πρόσφατα, σε μια εντυπωσιακή και μη αναμενόμενη κίνηση, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ υπό την καθοδήγησή του αποφάσισε να εντάξει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης το 50% των ομολόγων EFSF/ESM που διακατέχουν οι ελληνικές τράπεζες στο χαρτοφυλάκιό τους, αυξάνοντας έτσι το επίπεδο ρευστότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και κυρίως, δίνοντας ένα ισχυρό σήμα για τη στήριξη της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας αμέσως μετά το επιτυχές κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης.

Τον τελευταίο καιρό, τόσο οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες και Χριστιανοκοινωνιστές όσο και ο ίδιος ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχουν κλιμακώσει τις επιθέσεις εναντίον του Ντράγκι, αμφισβητώντας την «ανορθόδοξη» (για τους κλασικούς μονεταριστές) νομισματική του πολιτική και απαιτώντας επισταμένως μια αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ στο όνομα της αποφυγής μιας «φούσκας ακινήτων». Πράγματι, προκειμένου να καταφέρει καίριο πλήγμα στον εχθρό υπ’ αριθμόν ένα της ευρωπαϊκής οικονομίας, τον αποπληθωρισμό, η ΕΚΤ έχει σχεδόν μηδενίσει το κεντρικό της επιτόκιο και έχει μετατρέψει σε αρνητικό το επιτόκιο των overnight καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών σε αυτήν, δηλαδή των καταθέσεων όπου οι ευρωπαϊκές τράπεζες «παρκάρουν» σε ημερήσια βάση το αχρησιμοποίητο ρευστό τους. Το περιβάλλον επεκτατικής νομισματικής πολιτικής που επιθυμεί να εγκαθιδρύσει ο Μάριο Ντράγκι χρειάζεται κινητροδότηση για την ανάληψη ρίσκου από τα τραπεζικά συστήματα με αύξηση δανεισμού για επιχειρηματικά σχέδια, στη θέση μιας πολιτικής απόσυρσης του συσσωρευμένου κεφαλαίου από το κύκλωμα χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Ο Λόρδος Κέυνς είχε εξηγήσει πολύ καλά αυτόν τον μηχανισμό ήδη από τον Μεσοπόλεμο: σε περιόδους ύφεσης, είναι ζωτικής σημασίας να αποκατασταθεί το επίπεδο ενεργού ζήτησης της οικονομίας με μέτρα αποθάρρυνσης των καταθέσεων και αύξησης της κατανάλωσης και των δημόσιων επενδύσεων. Ο Ντράγκι κινείται σε ένα Ευρωπαϊκό πολιτικό και μακροοικονομικό περιβάλλον που διαφέρει, δυστυχώς, ριζικά από το αντίστοιχο Αμερικανικό περιβάλλον του New Deal, όμως παλεύει και αυτός να αντιστρέψει τον φαύλο κύκλο αναιμικής ανάπτυξης με αρνητικό πληθωρισμό και υψηλή δομική ανεργία.

Σε αυτό το σημείο είναι που αρχίζουν τα προβλήματά του με τους Γερμανούς. Διότι τα πολύ χαμηλά επιτόκια προκαλούν βίαιες αλλαγές στην εδραιωμένη εδώ και δεκαετίες κουλτούρα αποταμίευσης του μέσου Γερμανού. Πράγματι, μια κληρονομιά της περιόδου του υπερπληθωρισμού της Βαϊμάρης στην αρχή της δεκαετίας του 1920 είναι η τραπεζική αποταμίευση του πλούτου των γερμανικών νοικοκυριών για κέρδη από τόκους, αντί για ανάληψη ρίσκου με αγορά μετοχών ή ακινήτων και την χρέωση που συνοδεύει την τελευταία. Παραδοσιακά, οι Γερμανοί δε χρεώνονται για την αγορά κατοικίας, έχουν ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά αγορών μετοχών και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αποταμιεύσεων στον ανεπτυγμένο κόσμο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι γερμανικές τράπεζες αντλούν σημαντικά λειτουργικά κέρδη, ενώ εδώ και είκοσι χρόνια το ιδιωτικό ασφαλιστικό σύστημα έχει επεκταθεί πολύ, λόγω των υψηλών επιτοκίων, με χρηματοοικονομικά προϊόντα ιδιωτικής σύνταξης και ασφάλισης ζωής.

Η πολιτική της ΕΚΤ έρχεται ουσιαστικά να τινάξει στον αέρα αυτό το γερμανικό μεταπολεμικό consensus, εξ ου και η σφοδρή πολεμική εναντίον του Μάριο Ντράγκι. Ήδη η γερμανική οικονομία μεταλλάσσεται στα θεμελιώδη της: αυξάνεται η ιδιωτική κατανάλωση για πρώτη φορά από τις μεταρρυθμίσεις Hartz IV του Γκέραρντ Σρέντερ, ενώ παρατηρείται ολοένα και μεγαλύτερη στροφή προς την αγορά κατοικίας με δανεισμό, ο οποίος είναι πια πολύ ελκυστικός λόγω των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων. Με άλλα λόγια, επιτέλους αρχίζει να κινείται η οικονομία. Όμως αυτό δεν αρέσει σε λαϊκιστές πολιτικούς σαν τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και την Άνγκελα Μέρκελ, οι οποίοι, σκεπτόμενοι ήδη τις επόμενες εκλογές του 2017 και τις αρνητικές επιπτώσεις των χαμηλών επιτοκίων στα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα της εκλογικής τους πελατείας, αδιαφορούν για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας από την αποπληθωριστική συνθήκη και ζητούν μια πολιτική αύξησης των επιτοκίων, η οποία θα έφερνε σίγουρα την οριστική και αμετάκλητη καταστροφή στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Ιωάννης Παπαδόπουλος