Το γερμανικό μοντέλο κρατικοδίαιτου καπιταλισμού…

Το σκάνδαλο Volkswagen έβγαλε στην επιφάνεια ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες υπόγειες διαδρομές του μεταπολεμικού οικονομικού μοντέλου της Γερμανίας. Δεν πρόκειται μόνο για μια μεμονωμένη υπόθεση απάτης σε ένα λογισμικό στα ντιζελοκίνητα αυτοκίνητα του Ομίλου. Πρόκειται, πολύ βαθύτερα, για τα όρια μιας νεομερκαντιλιστικής οικονομικής θεώρησης, δηλαδή μιας οργανωμένης νοοτροπίας κρατικού προστατευτισμού των μεγάλων γερμανικών βιομηχανιών και διαπλοκής τους με το πολιτικό προσωπικό των κρατιδίων της ομοσπονδιακής Γερμανίας. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια μελέτη περίπτωσης της «Deutschland AG» («Γερμανία Α.Ε.»).

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν άρχισε η ανόρθωση της Γερμανίας, υπήρχε τεράστια δίψα για κεφαλαιουχικές επενδύσεις που θα αποκαθιστούσαν τις κατεστραμμένες υποδομές και τη βιομηχανική βάση της χώρας. Πέρα από το Σχέδιο Μάρσαλ και τους ίδιους πόρους των κρατιδίων και του ομοσπονδιακού κράτους, τα κεφάλαια σπάνιζαν λόγω της κοινωνικής και οικονομικής καταστροφής που είχε επέλθει με την αιματηρή πτώση του καθεστώτος των Ναζί. Αποφασίστηκε, λοιπόν, με την κατανόηση και ανοχή των επικυρίαρχων δυτικών δυνάμεων, ότι θα δομηθεί ένα μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο στις πολιτικές διασυνδέσεις μεταξύ των μεγάλων εταιρειών και των κρατικών επενδυτικών τραπεζών καθώς και με την καινούρια πολιτική τάξη, η οποία θα συμβόλιζε το νέο ξεκίνημα της χώρας. Σ’ αυτό το μοντέλο «ρηνανικού καπιταλισμού», το οποίο έχει βαθιές ρίζες, οφείλεται εν πολλοίς η παγκόσμια επιτυχία και της Volkswagen, σε συνδυασμό βεβαίως με τους εξαιρετικούς μηχανικούς και την παραδοσιακή οργανωτικότητα και εργασιακή πειθαρχία των Γερμανών.

Έτσι, η ευημερία και οι παροχές των 600.000 άμεσα εργαζομένων της Volkswagen περνάει και από τις στρατηγικές αποφάσεις που παίρνει το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, στο οποίο εκπροσωπείται τόσο το κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας, όπου βρίσκεται η έδρα της, όσο και εκπρόσωπος του μεγάλου εργατικού συνδικάτου IG Metall. Ακόμα και μετά την «ιδιωτικοποίηση» της αυτοκινητοβιομηχανίας το 1960, η Κάτω Σαξωνία διατήρησε εκ του ειδικού «νόμου Volkswagen» μια ελάχιστη εγγυημένη συμμετοχή στο κεφάλαιο της εταιρείας σε ύψος 20%, καθώς και μειοψηφία αρνησικυρίας και μια θέση στο εποπτικό συμβούλιο για τον πολιτικό ηγέτη της περιφέρειας. Αποτέλεσμα; Τοπικοί πρωθυπουργοί, υπουργοί και καγκελάριοι υπηρετούν στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας με τη Volkswagen στο πλευρό τους.

Όμως αυτό το μοντέλο, που εξασφάλισε επενδυτική σταθερότητα και κοινωνική ειρήνη με τριμερή συνδιαχείριση (πολιτικοί, κεφαλαιοκράτες, εργαζόμενοι), ναι μεν είναι σύμβολο της αναβίωσης της Δυτικής Γερμανίας, όμως γεννά δομικά διαφθορά και κυρίως, συμπαιγνία: η ανυπαρξία ενός εξωτερικού οργάνου εποπτείας της εταιρικής λειτουργίας καθώς και η ελλιπής πολιτική κουλτούρα διάκρισης των εξουσιών οδήγησε τους πολιτικούς να υπερασπίζονται την Volkswagen ακόμα και σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος, εφόσον επρόκειτο για τη διάσωση εξειδικευμένων θέσεων εργασίας και την εξαγωγή προϊόντων στον πλανήτη ολόκληρο. Το σκάνδαλο Volkswagen δεν έπεσε απ’ τον ουρανό: οφείλεται στη λίγο έως πολύ θεσμοποιημένη συγκάλυψη παραπλανητικών εταιρικών πρακτικών προκειμένου να αποσπάσει η στρατηγικής σημασίας εταιρεία μεγαλύτερο μερίδιο απ’ τη διεθνή αγορά.

Πώς όμως είναι δυνατόν ένα τέτοιο μοντέλο ημικρατικού, αλληλοδιαπλεκόμενου καπιταλισμού να δίνει μαθήματα ηθικής και να περνάει, με ωμή ισχύ, ατζέντα μεταρρυθμίσεων και απελευθέρωσης της οικονομίας περιφερειακών χωρών; Δε γεννάται ένα θέμα ηθικής τάξεως; Αν δεχτούμε ότι ο καπιταλισμός είναι κάτι παραπάνω από μη-ηθικές τεχνικές παραγωγής πλούτου και ορθολογικής κατανομής πόρων και ότι οφείλει, για την ίδια του την αποτελεσματικότητα, να ενσωματώνει κανόνες εταιρικής ευθύνης και χρηστής διακυβέρνησης, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι η «Γερμανία Α.Ε.» διανύει μια ιδιαίτερα δύσκολη φάση στην προσπάθειά της να ηγηθεί ενός συστήματος κανόνων, με το οποίο είναι συνυφασμένη η οικονομική προσαρμογή των νότιων χωρών της ΕΕ.

Ιωάννης Παπαδόπουλος