Χθες πήγαμε για μπάνιο. Είχαμε να πάμε πολλές μέρες, λόγω των γεγονότων.

Δεν είχαμε και λεφτά για να πάμε. Το λιγότερο που χρειάζεται μια οικογένεια για μια μικρή εκδρομή, είναι ένα πενηντάρικο.

Ένα πενηντάρικο με τις τράπεζες κλειστές δεν είναι εύκολο πράγμα.

Ασχέτως αν η Εύη Καρακώστα (Θεά της αρλούμπας, βουλευτίνα Πειραιά του ΣΥΡΙΖΑ) δήλωσε ευθαρσώς ότι “Δεν πειράζει που έκλεισαν οι Τράπεζες”!

Πήραμε το ΚΤΕΛ για την παραλία. Κάπως έξω από την Αθήνα.

Πήραμε μαζί μας και κολατσιό, πήραμε και τάπερ με κεφτεδάκια και σαλάτες. Διότι το να πάει πλέον μια οικογένεια να καθίσει σε ταβέρνα, σημαίνει ένα κατοστάρικο.

Και ένα κατοστάρικο με κλειστές τράπεζες, με “κάπιταλ κοντρόλ” και με τον ΦΠΑ να γίνεται πύραυλος, είναι μια δύσκολη υπόθεση.

Κοντά στη Γλυφάδα μπήκαν στο λεωφορείο κάτι νεαροί και νεαρές, μεγάλη παρέα.

Ένας είχε στον ώμο ένα ηχητικό εργαλείο και κάποια στιγμή το έβαλε μπροστά.

Μια μουσική “νταπα-ντούπα”, σαν εκείνη την αντλία πετρελαίου της οποίας τον ήχο μιμήθηκε ανεπανάληπτα ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ως Τεπενδρής, ξεχύθηκε στο λεωφορείο.

Την ίδια στιγμή χάλασε και το air condition. Είχα αρχίσει ήδη να ιδρώνω όταν ο νεαρός με το φονικό ηχητικό μηχάνημα βρέθηκε δίπλα μου.

Τώρα οι ήχοι ήταν αυθεντικοί ήχοι ζούγκλας, κύμβαλα αλαλάζοντα και κραυγές άναρθρες. “Χαμήλωσέ το” του είπα.

Ο νεαρός με κοίταξε, χαμογέλασε και ακούμπησε το μηχάνημα στο δάπεδο του λεωφορείου. “Τί κάνεις εκεί;” τον ρώτησα. “Το χαμηλώνω”, μου απάντησε και η παρέα του έσκασε στα γέλια.

“Δώσε τόπο στην οργή” μου είπε η γυναίκα μου.

Τα παιδιά είχαν σκάσει στα γέλια με το χιούμορ του φίλου τους. Σκέφτηκα ότι κι εμείς, στα νιάτα μας, κάναμε τρέλες και “αστειάκια”.

Ο ρόγχος του air condition είχε σταματήσει. “Παππού, να ανοίξω το παράθυρο;” με ρώτησε ο νεαρός, που είχε χαμηλώσει τον ήχο στο μηχάνημα.

Δεν του απάντησα, το άνοιξα μόνος μου. Μπήκε δροσερό, κάπως, αεράκι, αλλά εκείνη τη στιγμή άρχισε πάλι να δουλεύει το κλιματιστικό.

“Δεν το κλείνεις τώρα το παράθυρο;” μου λέει ο νεαρός.

“Οχι, δεν το κλείνω!” του είπα.

“Ηρέμησε, χριστιανέ μου”, λέει η γυναίκα μου.

“Καλά σου λέει η γιαγιά” λέει ο νεαρός.

“Γιαγιά είναι η μάνα σου!” λέει η γυναίκα μου, που, δεν μοιάζει διόλου με γιαγιά.

“Ντροπή σου, παλιόπαιδο” πετάγεται μια κυρία από το απέναντι κάθισμα.

“Ακούς εκεί, γιαγιά!” μονολογεί νευρικά η γυναίκα μου.

Το λεωφορείο σταμάτησε και η παρέα κατέβηκε στην Ανάβυσσο.

“Μα, αφού είσαι γιαγιά, αγάπη μου” της είπα.

“Ναι, αλλά το είπε με αναίδεια” απάντησε…