Γιατί το Brexit είναι καλύτερο για τη Βρετανία και την Ε.Ε….

Του Thorsten Polleit*… Ένα Brexit μπορεί να κρατά το κλειδί για να εξαναγκαστεί η Ευρώπη να εγκαταλείψει μια καταδικασμένη πορεία, βρίσκοντας και πάλι τη λογική της, μπαίνοντας στο δρόμο της ελευθερίας και της ευημερίας
Στις 23 Ιουνίου οι πολίτες της Μεγάλης Βρετανίας θα ψηφίσουν για το αν θα η χώρα τους θα μείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή να θα την αφήσουν.

Το φιλοευρωπαϊκό στρατόπεδο υποστηρίζει ότι η έξοδος από την Ε.Ε. θα κοστίσει ακριβά στη Βρετανία όσον αφορά την οικονομική ευημερία και σταθερότητα και την εσωτερική ασφάλεια.

Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι λένε ότι η έξοδος από την Ε.Ε. θα φέρει δύσκολους καιρούς για στη Βρετανία.

Το αντιευρωπαϊκό στρατόπεδο υποστηρίζει ότι η έξοδος από την Ε.Ε. θα είναι καλή, καθώς θα δώσει στη Βρετανία την ελευθερία να καθορίσει τη μοίρα τους.

Να αποφασίζει για τους φόρους, την αλιεία, τη μετανάστευση και άλλα ζητήματα που είναι υψίστης σημασίας για την οικονομική και πολιτική ευημερία του βρετανικού λαού.

Εξετάζοντας το γιατί η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι καλή εξέλιξη για τη Βρετανία, το αυστριακό think tank Mises Institute σημειώνει ότι ένα Brexit θα αφαιρέσει ένα επιπλέον στρώμα κυβερνητικής παρέμβασης από τη ζωή των Βρετανών, ενώ κάθε φορά που το κράτος παρεμβαίνει στην ελεύθερη αγορά μειώνει το βιοτικό επίπεδο που είχε επικρατήσει πριν από οποιαδήποτε παρέμβασή του.

Η εξέλιξη της Ε.Ε.

Η Ε.Ε. είναι μια υπόθεση που κατ’ εξοχήν απεικονίζει την αποτυχία του παρεμβατισμού.
Για να είμαστε δίκαιοι, στα πρώτα της στάδια υπήρχε κάτι σαν ευρωπαϊκή ιδέα για τη δημιουργία μιας πραγματικής ζώνης ελεύθερων συναλλαγών: μια ελεύθερη διασυνοριακή ροή αγαθών, εργασίας και κεφαλαίων.

Αυτό ουσιαστικά είχε επιτευχθεί στις αρχές του 1990. Έφερε μάλιστα θετικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη και την απασχόληση σε όλα ουσιαστικά τα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη.

Αλλά η πολιτική της Ε.Ε. δεν σταμάτησε εκεί. Ήθελε να γίνει πιο ισχυρή.

Σε όλα αυτά τα χρόνια, η Ε.Ε. έχει εργαστεί σκληρά για να τερματίσει το σύστημα του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού, με την έννοια των παραγωγικά ανταγωνιστικών κυρίαρχων εθνικών κρατών, προσπαθώντας να το αντικαταστήσει με μια κεντρική πολιτική, οικονομική και χρηματοπιστωτική υπερδύναμη στις Βρυξέλλες.

Ωστόσο, η παρεμβατική προσέγγιση της Ε.Ε. επέφερε μια μάλλον θλιβερή κατάσταση όσον αφορά τα οικονομικά και δημοσιονομικά θέματα σε πολλές χώρες της Ε.Ε.: μαζική ανεργία, τα δημόσια οικονομικά υπό διάλυση και άθλιες προοπτικές ανάπτυξης.

Το αποκορύφωμα της μοιραίας μεγαλομανίας της Ε.Ε. ήταν η εισαγωγή του ευρώ το 1999: τα νομίσματα των εθνικών κρατών που εισήλθαν στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση αντικαταστάθηκαν από ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, που εκδίδεται από μία μόνο κεντρική τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Ευθύς εξαρχής η ΕΚΤ άφησε ελεύθερο το τεράστιο χρέος, γεγονός το οποίο έχει οδηγήσει σε διαλυμένα κράτη, τράπεζες και καταναλωτές. Για να καλύψει το χάος, η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια κάτω από το μηδέν και συνεχίζει την εκτύπωση χρήματος, οι μόνες επιλογές που της απέμεινα για να προλάβει τη συντριβή του ευρώ.

Η πολιτική της ΕΚΤ δεν κάνει κανένα καλό, εκτός από το να καλύπτει τα προβλήματα για μια στιγμή.

Η αλήθεια είναι ότι προκαλεί μείωση αποταμίευσης και επενδύσεων, υπερκατανάλωση και κακές επενδύσεις σε τεράστια κλίμακα, καταστρέφοντας έτσι τους ίδιους τους πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζεται η ευημερία.

Όμως, παρά τη δυσλειτουργικότητα του συγκεντρωτισμού της, η Ε.Ε. είναι αποφασισμένη να συνεχίσει την τρέχουσα πορεία της ακόμα πιο ριζικά.

Υποστηρίζει το «στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών» για να δοθεί ώθηση στην «Ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης», βασικά μέσω του «στενότερου συντονισμού των οικονομικών πολιτικών».

Καλύτερα για τα μικρά κράτη

Τούτου λεχθέντος, η κριτική του Mises Institute όσον αφορά τον παρεμβατισμό μπορεί να αρκεί για να απομυθοποιήσει την προσέγγιση της Ε.Ε. ως οικονομική αποτυχία, ξανά και ξανά.

Ωστόσο, υπάρχει και ένα άλλο επιχείρημα που αξίζει την προσοχή. Αυτό διατυπώθηκε από τον οικονομολόγο Leopold Kohr.

Στην ανάλυση των Εθνών (1957), ο Kohr επεσήμανε ότι τα μικρά κράτη είναι πιο παραγωγικά και ειρηνικά από τα μεγάλα κράτη και ότι σχεδόν όλα τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα θα μπορούσαν να μειωθούν σημαντικά με τη διάλυση των μεγάλων κρατών σε ένα μεγάλο αριθμό μικρών κρατών.

Με βάση την κριτική του Mises κατά του παρεμβατισμού, καθώς και με τη διορατικότητα του Kohr ότι ένα υπερκράτος είναι η αιτία όλων των οικονομικών και πολιτικών κακών, υπάρχουν σοβαροί λόγοι για τη Βρετανία να βγει από την Ε.Ε., ώστε να απομακρυνθεί από μια ιδεολογία που δεν θα είναι, δεν μπορεί να καταλήξει να είναι επιτυχής.

Δύο λόγοι για τους οποίους είναι καλύτερο το Brexit

Στην πραγματικότητα, ένα Brexit θα ήταν καλό για δύο τουλάχιστον λόγους.

Πρώτον, θα μπορούσε να βοηθήσει να μπει ένα τέλος σε μια αδιέξοδη πολιτική, καθώς περισσότερα κράτη-μέλη μπορούν να επιλέξουν την αποχώρηση, εγείροντας έτσι την προοπτική να επιστρέψει η Ε.Ε. σε ένα σύστημα παραγωγικού ανταγωνισμού ελεύθερης αγοράς μεταξύ των κρατών.

Δεύτερον, και πιο θεμελιώδες, και μόνο η συζήτηση για το Brexit υπογραμμίζει το γεγονός ότι το κράτος (όπως το γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή ως εδαφικό μονοπώλιο του εξαναγκασμού με την απόλυτη εξουσία λήψης αποφάσεων) είναι βασικά πάντα το πρόβλημα και όχι η λύση.

Η σημερινή κατάσταση του έθνους έρχεται σε αντίθεση με την ατομική ελευθερία. Δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα της ατομικής ελευθερίας.

Η κατάσταση γίνεται πολύ χειρότερη από τη στιγμή που τα εθνικά κράτη ξεκινούν να συνασπίζονται, προσπαθώντας να ενοποιήσουν τις εξουσίες τους σε μια ενιαία δομή, όπως η Ε.Ε.

Εν ολίγοις, δεν θα πρέπει να υπάρχει ο φόβος ενός Brexit εκ μέρους εκείνων που ζητούν την ελευθερία και την οικονομική ευημερία. Αντιθέτως. Ένα Brexit μπορεί να κρατά το κλειδί για να εξαναγκαστεί η Ευρώπη να εγκαταλείψει μια καταδικασμένη πορεία, βρίσκοντας και πάλι τη λογική της, μπαίνοντας στο δρόμο της ελευθερίας και της ευημερίας.

*Ο Thorsten Polleit είναι βραβευμένος επιστήμων της Αυστριακής σχολής οικονομικών και του Ινστιτούτου Mises, επίτημος καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Μπεϊρουθ και συνιδρυτής του επενδυτικού οίκου Polleit & Riechert.
mises.org