Γιατί δεν αναφέρονται τα εγκλήματα…

Παράγοντες που επηρεάζουν την αναφορά ενός εγκλήµατος από τον πολίτη στην Αστυνοµία
Σηµέλα Σ. Σιδηροπούλου ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ, MSC C. ∆ΙΚΑΝΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ & ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, ΛΕΚΤΟΡΑΣ ∆ΙΚΑΝΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝ. SHEFFIELD 

Ο κύριος ρόλος της Αστυνοµίας είναι να αποκαλύπτει διαπραχθέντα εγκλήµατα.

Για τον ρόλο αυτό όµως πολλές φορές χρειάζεται την συνδροµή των θυµάτων ή των πολιτών που βρίσκονται κοντά στο έγκληµα πριν η Αστυνοµία ενηµερωθεί για αυτό. Έτσι, ο συντοµότερος τρόπος για να κινητοποιηθεί το σύστηµα είναι να αναφέρουν οι πολίτες το έγκληµα στην Αστυνοµία. Παρόλα αυτά, αυτό δεν συµβαίνει πάντα.

Σύµφωνα µε µία από τις πιο πρόσφατες µελέτες µε θέµα την σύγκριση των αναφερθέντων και συνολικών εγκληµατικών ενεργειών, µόλις το 46% των βίαιων εγκληµάτων αναφέρεται από τους πολίτες ή τα θύµατα, σε αντίθεση µε το ποσοστό των αναφορών παραβάσεων κατά ιδιοκτησίας που ξεπερνά το 70% (Tarling, & Morris, 2010).

Από τα προαναφερθέντα αντιφατικά αποτελέσµατα της µελέτης, είναι εµφανές ότι υπάρχουν παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση ενός πολίτη που γνωρίζει ότι έχει διαπραχθεί ένα έγκληµα να το αναφέρει στις Αστυνοµικές αρχές.

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να αναφέρει κάποιος ένα έγκληµα στην Αστυνοµία (µέσω τηλεφώνου ή διαδικτύου, αυτοπροσώπως στο κοντινότερο αστυνοµικό τµήµα, ανώνυµα ή επώνυµα κτλ). Συνεπώς, η απόφαση για αναφορά ή µη ενός περιστατικού δεν στηρίζεται στο µέσο που θα γίνει αυτή αλλά στον τύπο του περιστατικού και την συσχέτιση µε τον αναφέροντα, όπως αυτός την αντιλαµβάνεται.

Οι βασικές κατηγορίες στις οποίες θα µπορούσαν να κατανεµηθούν οι συνιστώσες αυτής της απόφασης (προς ευκολία έρευνας και µελέτης) είναι ο τύπος του εγκλήµατος, το θύµα, και οι προσωπικοί παράγοντες στην πρόθεση. Από τις τρεις κατηγορίες, η πρώτη (τύπος του εγκλήµατος) θεωρείται αντικειµενική, αφού για κάθε έγκληµα υπάρχει ορισµός από τις επίσηµες αρχές. Η δεύτερη και τρίτη κατηγορία (θύµα και προσωπικοί παράγοντες στην πρόθεση) είναι καθαρά αντιληπτικές κατηγορίες, δηλαδή στηρίζονται στο πώς ο κάθε πολίτης αντιλαµβάνεται την θυµατοποίηση και την ανάµειξή του αναφέροντας στην Αστυνοµία. Η στιγµή της απόφασης της αναφοράς ενός εγκλήµατος είναι αποτέλεσµα ξεχωριστής αλλά και παράλληλης επιρροής παραγόντων που αφορούν και στις τρεις κατηγορίες, πιθανόν όµως µε διαφορετική

Τύπος του εγκλήµατος

Ένας από τους σηµαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση ενός πολίτη στο ποια εγκλήµατα θα αναφέρει στην Αστυνοµία είναι ο τύπος του εγκλήµατος. Το αναµενόµενο θα ήταν τα σοβαρότερα εγκλήµατα (όπως ο ξυλοδαρµός ή η ανθρωποκτονία) να αναφέρονται χωρίς ενδοιασµό στις αρµόδιες αρχές, σε αντίθεση µε τα µικρότερα εγκλήµατα (όπως τα εγκλήµατα κατά ιδιοκτησίας) όπου η εκτίµηση για το µέγεθος της απώλειας θα προβληµάτιζε για το αν πρέπει να αναφερθεί το περιστατικό.

Παραδόξως, τα εγκλήµατα που έχουν µόνο υλικές ή όχι ιδιαίτερες σωµατικές επιπτώσεις αναφέρονται στην Αστυνοµία πιο άµεσα, από περισσότερους αυτόπτες µάρτυρες, συνήθως επώνυµα και χωρίς ιδιαίτερο προβληµατισµό από τον πολίτη, όπως αυτό αναδεικνύει και η µακρότερη διάρκεια των τηλεφωνικών καταγγελιών (Sheu, & Chiu, 2012).

Τα αντίθετα χαρακτηριστικά σηµειώνονται σε σοβαρές εγκληµατικές ενέργειες, όπου οι καταγγελίες γίνονται συνήθως ανώνυµα, µε σχετική καθυστέρηση από την ανακάλυψη του συµβάντος και από περιορισµένο αριθµό καλούντων. Οι επικρατούσες εξηγήσεις αυτού του παράδοξου φαινοµένου (όπως αυτές αναδεικνύονται από παράλληλες παραγοντικές µελέτες) είναι ο φόβος για αντίποινα από τον εγκληµατία αλλά και η ανησυχία για πιθανή εµπλοκή κατά την ανακριτική διαδικασία (Avdija, 2010), η οποία ανησυχία όµως εξουδετερώνεται µε την προηγούµενη θετική συναναστροφή µε τις Αστυνοµικές Αρχές.

Το θύµα

Η σχέση της απόφασης για αναφορά ενός εγκλήµατος µε το θύµα και την θυµατοποίηση είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Σε αυτήν µπορεί να εµπλέκονται η ηλικία του θύµατος, η επαναλαµβανόµενη ή κλιµακούµενη θυµατοποίηση, ακόµα και το ενδεχόµενο ο αναφέρον να είχε ο ίδιος ανάλογη εµπειρία θυµατοποίησης. Παρά την δεδηλωµένη πρόθεση αναφοράς θυµατοποίησης σε µικρές ηλικίες (κάτω των 18 ετών), στην πραγµατικότητα η αναφορά εγκληµάτων µε θύµατα νεαρά άτοµα είναι η µικρότερη αναλογικά των λοιπών ηλικιακών κατηγοριών.

Οι βασικές αιτίες που οδηγούν (συνήθως) σε άρνηση αναφοράς τέτοιων περιστατικών είναι κυρίως ο φόβος για κοινωνικό στιγµατισµό του θύµατος, ακολουθούµενος από την πιθανότητα επανάληψης της θυµατοποίησης µέχρις ότου ληφθούν µόνιµα µέτρα για την προστασία του (Olafson, 2011). Ανάλογες είναι οι αιτίες άρνησης αναφοράς περιστατικών επαναλαµβανόµενης ή κλιµακούµενης θυµατοποίησης. Σε όλες τις προαναφερθείσες αιτίες καταλυτικό ρόλο παίζει το κίνητρο που µπορεί να δώσει στον αµφιταλαντευόµενο πολίτη η Αστυνοµία για διακριτικούς χειρισµούς και διασφάλιση της ακεραιότητας του θύµατος, σε συνεργασία πάντα µε τις λοιπές αρµόδιες αρχές.

Οι προσωπικοί παράγοντες στην πρόθεση

Οι προσωπικοί παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση να αναφέρει κάποιος ένα έγκληµα στην Αστυνοµία είναι το ίδιο ασταθείς µε τους περιστασιακούς. Ενδεικτικά, τα µέτριας και υψηλής σοβαρότητας εγκλήµατα αναφέρονται συνήθως από άνδρες, ηλικίας άνω των 30 ετών, µε εθνικότητα την επικρατούσα της χώρας που έγινε το περιστατικό, και που κατοικούν ή κατοίκισαν για µεγάλο χρονικό διάστηµα στα προάστια (Bosick, Rennison, Gover, & Dodge, 2012).

Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά αντιστοιχούν στο προφίλ ανθρώπων κατασταλαγµένων στις προθέσεις τους, µε αρκετή γνώση των απαραίτητων διαδικασιών και κοινωνικώς επιβαλλόµενων πράξεων, καθώς και µε αίσθηµα ηθικής ευθύνης απέναντι στον συνάνθρωπο -θύµα της εγκληµατικής ενέργειας. Καθένα από τα χαρακτηριστικά αυτά χρησιµεύει ως κίνητρο υπέρ της απόφασης κάποιου να επικοινωνήσει µε τις Αστυνοµικές Αρχές και να αναφέρει ένα έγκληµα.

Για να αποκαλυφθεί ένα έγκληµα, η Αστυνοµία χρειάζται την συνδροµή των πολιτών. Από την πλευρά του πολίτη όµως, η αναφορά ενός εγκλήµατος είναι µία πολύπλοκη και πολύπλευρη διαδικασία. Την απόφασή του να επικοινωνήσει µε τις Αρχές επηρεάζουν πληθώρα παραγόντων, οι οποίοι όµως αν αναγνωριστούν µπορούν να αποτελέσουν την κινητήριο δύναµη µίας αποδοτικής συνεργασίας µεταξύ του πολίτη και της Αστυνοµίας.

Αστυνομική Ανασκόπηση – Τεύχος 281 (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος  2013)
*Η Αστυνομική Ανασκόπηση είναι το διμηνιαίο ενημερωτικό περιοδικό που εκδίδει το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας.