Γιατί εχθρευόμαστε τις ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές;…

Γράφει ο Ιωάννης Παπαδόπουλος… Το 2009, ο τότε Πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί ανακοίνωσε το σχέδιό του να αφαιρέσει από τον ανεξάρτητο ρυθμιστή της ραδιοτηλεόρασης την αρμοδιότητα να επιλέγει, κατόπιν διεθνούς διαγωνισμού, τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημόσιας Τηλεόρασης και Ραδιοφωνίας, για να τον επιλέγει εφεξής ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αμέσως δημιουργήθηκε σάλος γιατί σύσσωμη η γαλλική Αριστερά (από τους Σοσιαλιστές έως την άκρα Αριστερά) θεώρησε – και ορθώς – ότι επρόκειτο για μια απροκάλυπτη παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στην ανεξαρτησία και την αμεροληψία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και όταν ήρθε στην εξουσία ο Πρόεδρος Ολάντ, έσπευσε να επαναφέρει την προηγούμενη κατάσταση.

Πριν από λίγες μέρες, ψηφίστηκε στην Ελλάδα ο πολυαναμενόμενος νόμος για τη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, μετά από 25 χρόνια θολού νομικού καθεστώτος διαρκώς ανανεούμενων προσωρινών αδειοδοτήσεων χωρίς σαφή κριτήρια διασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος. Το προηγούμενο καθεστώς ωθούσε τους ιδιοκτήτες – φανερούς ή αφανείς – των σταθμών σε μια αμφίδρομη σχέση διαπλοκής με την εκάστοτε κυβέρνηση: τα κανάλια χρησιμοποιούσαν ως μοχλό πίεσης την επιρροή που ασκούν τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ στην κοινή γνώμη για την επίτευξη οικονομικού οφέλους (κυρίως κατακύρωση δημόσιων έργων και προμηθειών), ενώ η εκτελεστική εξουσία χρησιμοποιούσε ως δαμόκλειο σπάθη το καθεστώς προσωρινότητας και αδιαφάνειας στην αδειοδότηση ως εκβιασμό για τη χειραγώγηση της ενημέρωσης προς όφελός της.

Οι διατάξεις του νέου νόμου Παππά για την κατακύρωση των συχνοτήτων εκπομπής μέσω διαδικασίας δημοπρασίας, τον έλεγχο της προέλευσης του κεφαλαίου για την αποφυγή ξεπλύματος μαύρου χρήματος και την ονομαστικοποίηση των μετοχών προκειμένου να γνωρίζει η κοινή γνώμη ποιοι είναι οι πραγματικοί μέτοχοι, πρέπει αναμφίβολα να χαιρετιστούν ως θετικές. Δυστυχώς, όμως, άλλες διατάξεις, ιδίως εκείνες οι οποίες δίνουν βαρύνοντα ρόλο στον εκάστοτε Υπουργό Επικρατείας (πρώην «Υπουργό Τύπου») εις βάρος της ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής ΕΣΡ (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης), αποτελούν οπισθοδρόμηση σε σχέση με τον ευρωπαϊκό νομικό και πολιτικό πολιτισμό και ανοίγουν παραθυράκι για δυνητική χειραγώγηση της ενημέρωσης και εκβιασμό των τηλεοπτικών επιχειρήσεων.

Με το νέο νόμο έχουμε το παράδοξο να καθορίζει ελεύθερα τον αριθμό των δημοπρατούμενων αδειών και να παρέχει τις άδειες ο ίδιος ο υπουργός αντί του ΕΣΡ. Πρόκειται δηλαδή για ένα σύστημα «numerus clausus» (κλειστού αριθμού αδειών), το οποίο δίνει πλήρη διακριτική ευχέρεια στην εκάστοτε κυβέρνηση να καθορίζει ανά δεκαετία πόσες τηλεοράσεις εθνικής ή περιφερειακής εμβέλειας θα μπορούν να εκπέμπουν σε ελεύθερη λήψη, κάτι που δημιουργεί καχυποψία σχετικά με τις προθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης να στήσει ένα πολιτικά αρεστό μιντιακό τοπίο μέσω του επιλεκτικού ανοιγοκλεισίματος του αριθμού των αδειών λειτουργίας.

Το επιχείρημα του κ. Παππά ήταν ότι οι τηλεοπτικές συχνότητες είναι δημόσιος πόρος και ότι ο αριθμός των αδειών θα πρέπει να σχετίζεται με ορισμένα στοιχεία, όπως ο πληθυσμός και οι δυνατότητες της διαφημιστικής αγοράς. Αυτά όμως ίσχυαν στην εποχή της αναλογικής τηλεόρασης, τότε που πράγματι μια συχνότητα στα ερτζιανά ήταν σπάνιος πόρος. Μετά τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, το λεγόμενο «ψηφιακό μέρισμα» έχει αυξήσει σημαντικά τις διαθέσιμες συχνότητες, ενώ οι δυνατότητες απορρόφησης νέων σταθμών από την αγορά δεν είναι δυνατό να νοείται ως στατικό μέγεθος διότι ποικίλλει ανάλογα με τα οικονομικά δεδομένα της κάθε εποχής αλλά και τις προτιμήσεις του τηλεοπτικού κοινού, καθώς αυτό είναι που, σε τελική ανάλυση, θα στηρίξει ή όχι με τη ζήτησή του ένα σταθμό.

Το ίδιο ισχύει και με το παράδοξο του καθορισμού, εκ του νόμου, του ελάχιστου απαιτούμενου αριθμού εργαζομένων ανά σταθμό. Με ποια λογική αυτός καθορίζεται π.χ. στους 400 εργαζομένους στα κανάλια εθνικής εμβέλειας; Αν μια επιχείρηση οπτικοακουστικών υπηρεσιών μπορέσει να κάνει οικονομίες κλίμακος και να προσφέρει ποιοτικό προϊόν με 350 εργαζόμενους, δεν είναι παράλογο να μην μπορεί να αδειοδοτηθεί; Παρομοίως και με την εξαντλητική ρύθμιση από το νομοθέτη της απαιτούμενης τεχνολογικής και κτιριακής υποδομής. Ένας βασικός λόγος για τον οποίο σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες προκρίνεται ο ανεξάρτητος ρυθμιστής αντί του εκάστοτε υπουργού ως αρμόδιος για τέτοια θέματα είναι ότι ο πρώτος κατέχει καλύτερα τις τεχνικές αρμοδιότητες: οι τεχνοκράτες υπάλληλοι της ρυθμιστικής αρχής παρακολουθούν εξ ορισμού καλύτερα τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και προσαρμόζονται ευέλικτα στα νέα δεδομένα.

Η πρώτη ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή ραδιοτηλεόρασης θεσπίστηκε το 1934 στις ΗΠΑ, επί New Deal του Φραγκλίνου Ρούζβελτ, προκειμένου να αρθεί η πίεση που ασκούν τα μεγάλα πελατειακά συμφέροντα πάνω στο κράτος για τη χορήγηση μιας πολύτιμης πηγής προσόδων, με ασπίδα την ανεξαρτησία και την καθαρά τεχνοκρατική κρίση ειδικών που θα διενεργούν αδιάβλητους διαγωνισμούς, δε θα προχωρούν σε κομματικές τοποθετήσεις, ούτε θα κάνουν διακρίσεις και εξαιρέσεις κατά την εφαρμογή των νόμων. Καλό θα ήταν να στοχαστούν πάνω σ’ αυτήν την εμπειρία και οι Έλληνες κυβερνώντες.

Ιωάννης Παπαδόπουλος