Γραφει ο Παναγής Παναγιωτόπουλος… Η Μαρίν Λεπέν είναι εκείνη μέσα από την οποία η γαλλική κοινωνία αναγνωρίζει το βάθος της κρίσης της. Αναγνωρίζει την υποχώρηση του ρεπουμπλικανικού μοντέλου οργάνωσης της σχέσης κράτους-πολίτη και τη διάβρωσή του από μια λανθάνουσα εκδοχή πολυ-κοινοτισμού που εμφανίζεται ως πολυπολιτισμικότητα. Και παραγνωρίζει την πραγματικότητα, τα δεδομένα της παγκόσμιας οικονομίας – στην οποία η Ευρώπη και η Γαλλία δεν μπορούν να κατέχουν τη δεσπόζουσα θέση του παρελθόντος και να απολαμβάνουν τη μεγάλη ευημερία που την συνόδευε.

Oι επιστημονικές εκτιμήσεις διίστανται για τον ρόλο που έπαιξαν η ισλαμιστική τρομοκρατική επίθεση της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι, ο δικαιολογημένος φόβος που προκάλεσε και η εφαρμογή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στον, νικηφόρο για τη Μαρίν Λεπέν και το κόμμα της, πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών της Γαλλίας. Ένα, μικρό αλλά όχι ασήμαντο, ποσοστό της τάξεως του 8-10% των εκλογέων φαίνεται να προσάρμοσε ή ναα άλλαξε την πρόθεση ψήφου μετά τις επιθέσεις του γαλλόφωνου ISIS στο Παρίσι, με μεγάλη πιθανότητα αυτό να ευνόησε το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν και, σε  μικρότερο βαθμό, το παραζαλισμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Στην πραγματικότητα, όμως, η αίσθηση της απειλής και η πεποίθηση μιας μεγάλης δοκιμασίας που θίγει τα κεκτημένα της γαλλικής ταυτότητας και την ίδια τη ζωή των ανθρώπων είναι μεγέθη που εδώ και καιρό έχουν εγκαθιδρυθεί και πλέον πολιτικοποιούνται μέσα από την προσφυγή του 27% των ψηφοφόρων στην Ακροδεξιά της Λεπέν. Τα μεγαλά τρομοκρατικά χτυπήματα του 2015 έρχονται λοιπόν περισσότερο να επιβεβαιώσουν, να «κλειδώσουν», να επικυρώσουν τιν αγωνίες και τα προβλήματα που υπήρχαν ήδη εντός της τοπικής κοινωνίας.

Κατά συνέπεια, η επιλογή του Εθνικού Μετώπου δεν θα έπρεπε να καταχωριστεί στην, ούτως ή άλλως, πλαδαρή κατηγορία της «ευκαιριακής ψήφου διαμαρτυρίας».  Είναι πλέον μια ψήφος σταθερή και ριζωμένη, με σαφή αντισυστημική διάσταση. Δεν είναι εξ άλλλου τυχαία η πολύ μεγάλη συσπείρωση που καταγράφει, σε σχέση με την προηγούμενη σημαντική εκλογική αναμέτρηση – το 92% των ψηφοφόρων της Λεπέν στις ευρωεκλογές του 2014 την εμπιστεύτηκαν εκ νέου την προηγούμενη Κυριακή.

Χωρίς να πρέπει να αποκλειστούν και άλλες παράμετροι, οι πρώτες επεξεργασίες δείχνουν σαφή συσχέτιση μεταξύ ψήφου στη Λεπέν και χαμηλής εκπαιδευτικής βαθμίδας (άρα και θέσης στην κοινωνική ιεραρχία), καθώς και ενυπωσιακή πρωτιά στους νέους (με τη σημείωση πως στην ίδια ηλικιακή ομάδα η αποχή ξεπερνά πλέον κάθε προηγούμενο). Είναι επίσης σαφές ότι σε περιοχές όπου διαπιστωμένα υπάρχει αύξηση των κοινωνικών αποστάσεων ευνοείται η ψήφος στη Λεπέν.

Υπάρχουν αυτή τη στιγμή δυο μεγάλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, δυο βασικές εξηγήσεις, για τους γάλλους πολιτικούς επιστήμονες που μελετούν ή και για τους διανοούμενους που σχολιάζουν  την επιτυχία της Λεπέν. Η μία θεωρεί ότι η Λεπέν έχει καταφέρει να αναγνώσει τη μεγάλη απώλεια εμπιστοσύνης στους θεσμούς, την κοινωνική οδύνη και την πολιτισμική ανασφάλεια, την αδυναμία της γαλλικής πολιτικής ελίτ να παραγάγει πολιτική. Η ίδια προσέγγιση, στη συνέχεια, βλέπει την ικανότητα της Λεπέν να αξιοποιεί αυτή την ορθή διάγνωση και να  συγκροτεί μια ατζέντα ελκυστική, δημαγωγική, λαϊκιστική, πλην όμως καίρια, στην οποία προσφέρει τις γνωστές απαντήσεις της γαλλικής και της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς: αναδίπλωση, εθνική κυριαρχία ενάντια στην Ευρώπη, χριστιανικές αξίες, επιστροφή στο δόγμα «τάξη και ασφάλεια», στοχοποίηση των μεταναστών και του Ισλάμ.

Η δεύτερη προσέγγιση πιστεύει ότι η ατζέντα αυτή είναι εν πολλοίς κατασκευασμένη, ότι δεν αντιστοιχεί στα ερωτήματα, στα αιτήματα και στις αγωνίες της κοινωνίας και πιο ειδικά των ψηφοφόρων. Πλην όμως η ατζέντα αυτή, μιας φοβικής κοινωνίας που μεγεθύνει ψευδοπροβλήματα και συσκοτίζει τα πραγματικά, ηγεμονεύει, επειδή επιβάλλεται άνωθεν. Επιβάλλεται επειδή η παραδοσιακή Δεξιά και η κυβέρνηση Ολλάντ, από κοινού με τα μεγάλα ΜΜΕ, υιοθετούν το πολιτικό πλαίσιο της Λεπέν.

Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις έχουν αρετές και μπορούν, όταν δεν χρησιμοποιούνται ως πολιτικά εργαλεία, να παραγάγουν συμπληρωματικές γνώσεις. Παραμένουν ωστόσο ανεπαρκείς για να συλλάβουν το «φαινόμενο Λεπέν» στο σύνολό του. Αμφότερες δυσκολεύονται να καταλάβουν γιατί ο Σαρκοζί αποτυγχάνει να οικειοποιηθεί την ατζέντα της «γαλλικής ταυτότητας», της ασφάλειας και της τάξης,  παρ’ ότι επί της ουσίας είναι εκείνος που την εγκαινίασε στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας ως πρόεδρος της Γαλλίας. Πρόκειται, πράγματι, για κάτι που έχει τη ρίζα στην μόλυνση των άλλων κομμάτων από την ιδεολογία της Λεπέν ή μήπως για μια έντεχνη μετατώπιση της Λεπέν προς τα μείζονα θέματα που ανεπιτυχώς διαχειρίζονται οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις; Επίσης, καμία από τις δύο αυτές σχολές σκέψης δεν μπορεί με άνεση να διακρίνει το είδος του εθνικισμού που εκφράζεται μαζικά μέσα από την ψήφο στο Εθνικό Μέτωπο. Πρόκειται για έναν ενδημικό σωβινιστικό αντιευρωπαισμό που απέκτησε σήμερα ενδημικά και ενεργά χαρακτηριστικά; Είναι η αντανάκλαση της ευρωπαϊκής πολιτικής κρίσης στο γαλλικό πολιτικό σύστημα και γενικότερα στη Γαλλία; Ή απλώς η ψήφος στη Λεπέν εκφράζει την αγωνία που προκαλούν οι μεταναστευτικές ροές σε λαϊκά στρώματα, τα οποία σήμερα βρισκονται σε διαδικασία κοινωνικής καθόδου.

Στην πραγματικότητα, η μαζική και εδραιωμένη πλέον ψήφος στον δεξιό εθνολαϊκισμό της Λεπέν εμπεριέχει όλα αυτά, επειδή εμπεριέχει τα πάντα. Όχι όμως όπως το έκαναν τα πολυσυλλεκτικά κόμματα της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά, αντιθέτως, μέσα από έναν συγκρουσιακό τρόπο που πολιτικοποιεί όλα τα ζητήματα και ορίζει μια συνολική, παρ’ ότι φτωχή, ατταβιστική και πρακτικά ατελέσφορη αναδιάταξη των πολιτών ταυτοτήτων. Η δύναμη της Λεπέν είναι, λοιπόν, ότι συνδέει την πολιτική πράξη με το κοινωνικό πρόβλημα. Ότι έρχεται να εκφράσει τη δυσφορία που προκαλεί το μπλοκάρισμα της κοινωνικής κινητικότητας, η αφασία των ελίτ και των μποέμ-μπουρζουά μεσοστρωμάτων, η αποσύνθεση της ευρωπαϊκής πολιτικής, η αίσθηση αλλοίωσης της γαλλικής (ρεπουμπλικανικής και αντιρεπουμπλικανικής – σε αυτό το σημείο είναι πολύ δυνατή) ταυτότητας από την οικονομική παγκοσμιοποίηση και από τον «κομφορμισμό της αμεριμνησίας» σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό και την πολυπολιτισμική φαντασίωση της γαλλικής Αριστεράς.

Με άλλα λόγια, η Λεπέν επιτελεί δυο λειτουργίες η κατανόηση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την κατανόηση της επιτυχίας της, αλλά και των κινδύνων που η επιτυχία αυτή κομίζει. Είναι εκείνη μέσα από την οποία η γαλλική κοινωνία αναγνωρίζει το βάθος της κρίσης της. Αναγνωρίζει την υποχώρηση του ρεπουμπλικανικού μοντέλου οργάνωσης της σχέσης κράτους-πολίτη και τη διάβρωσή του από μια λανθάνουσα εκδοχή πολυ-κοινοτισμού που εμφανίζεται ως πολυπολιτισμικότητα. Αναγνωρίζει ακόμα ότι τα σύνορα που έχουν χαραχτεί μέσα στο κοινωνικό σώμα μεταξύ ισχυρών-καλλιεργημένων και φτωχών-χωρίς-ουσιαστική-εκπαίδευση έχουν γίνει αδιαπέραστα. Η προσφυγή σε αυτή την ψήφο είναι και μια επικύρωση της αδυναμίας εγγραφής του υποκειμένου στο μέλλον, αδυναμίας να προβάλεις τον εαυτό σου σε κάποιο αύριο. Η δεύτερη λειτουργία που επιτελεί είναι, στην πραγματικότητα, μια επικίνδυνη δυσλειτουργία για τη δημοκρατία και την ευημερία, και ονομάζεται παραγνώριση. Παραγνώριση της πραγματικότητας, των δεδομένων της παγκόσμιας οικονομίας – στην οποία η Ευρώπη και η Γαλλία δεν μπορούν να κατέχουν τη δεσπόζουσα θέση του παρελθόντος και να απολαμβάνουν τη μεγάλη ευημερία που την συνόδευε, παραγνώριση της κρίσης του κοινωνικού κράτους λόγω αλλαγής των μοντέλου ζωής και των εργασιακών δεδομένων, παραγνώριση του δεδομένου ότι ο άτυπος γαλλικός κρατισμός και πελατειασμός έχουν εξαντλήσει τα όριά τους και ότι  η επιστροφή στην εθνική κυριαρχία του φράγκου έναντι του ευρώ δεν θα επιτρέψει καμία πολιτική αναδιανομής και εθνικού κεϋνσιανισμού αλλά σίγουρα θα συμβάλει στην κοινωνική κάθοδο των αδύναμων και στην απομόνωση της Γαλλίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι, μπροστά στην αναγνώριση ότι η πολιτική δεν νοηματοδοτεί τη ζωή των ανθρώπων (αυτό στα γαλλικά που χαρακτηριστικά αποδίδεται ως «donnerdusens»), η πρόταση του ακροδεξιού εθνολαϊκισμού δεν θα μπορούσε παρά να περιορίζεται σε αντιδραστικές και ρατσιστικές περιχαρακώσεις, στη συνωμοσιολογία και στη μανιχαϊστική απλούστευση ενός τρομακτικά σύνθετου κοινωνικού κοσμου στα μέτρα μια φτηνής ρητορικής ενάντια στους κακούς «πάνω» και στους καλούς που βρίσκονται «από κάτω». Εν γένει, αυτό που επιτελεί ο σύγχρονος λεπενισμός είναι μια λειτουργία απόκρυψης των προβλημάτων της Γαλλίας, ένα κλείσιμο των ματιών μπροστά στην επιταγή των μεταρρυθμίσεων και της φιλελευθεροποίησης  της οικονομίας: η παραγνώριση των πραγματικών ορίων της Γαλλίας σε έναν κοσμο που έχει ήδη αλλάξει.

booksjournal.gr