Γιώργος Λούκος: πώς κατασκευάζεται ένας αποδιοπομπαίος τράγος…

Αυτές τις μέρες ολοκληρώνεται η επιχείρηση σπίλωσης και απομάκρυνσης από τα ελληνικά δρώμενα ενός σπουδαίου ανθρώπου για τις τέχνες και τον πολιτισμό της εξωστρέφειας: του προέδρου και καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, Γιώργου Λούκου.

Η πολιτική ευθύνη της εξόντωσης αυτής ανήκει στον υπουργό Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά, καθηγητή Πανεπιστημίου και για πολλά χρόνια στενό συνεργάτη ενός από τα σημαντικά αριστερά περιοδικά της μεταπολίτευσης, του Πολίτη, τον οποίο εξέδιδε ο Άγγελος Ελεφάντης.

Εδώ και μερικές μέρες, ο Αριστείδης Μπαλτάς (είτε ζητώντας του ο ίδιος «να τον διευκολύνει» είτε μέσω των νομικών υπηρεσιών του υπουργείου του είτε μέσω άλλων πιέσεων) ζητά από τον Γιώργο Λούκο την παραίτησή του. Ο λόγος;

Κατά τον Αριστείδη Μπαλτά, ο οποίος παραχώρησε μια συνέντευξη στην Ειρήνη Ορφανίδου για την ιστοσελίδα ιδιοκτησίας του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Στέλιου Κούλογλου[1], έπειτα από μια σειρά λογικά άλματα, και αφού κάνει λόγο για μια αιωρούμενη κακουργηματική κατηγορία, δηλώνει στη δημοσιογράφο που τον ερωτά αν, εν τέλει, ο Γιώργος Λούκος θεωρείται υπόδικος: «Αυτή τη στιγμή δεν έχει ονομασθεί υπόδικος. Πρέπει να ολοκληρωθεί η κύρια ανάκριση».

Τυπική λασπώδης απάντηση. Αυτή τη στιγμή δεν έχει ονομασθεί υπόδικος. Ίσως αύριο, ίσως σε πέντε χρόνια, ίσως ποτέ. Στο μεταξύ η λάσπη θα κυλά στον πολιτιστικό βούρκο.

 

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ

Ο Γιώργος Λούκος είναι ένας, κατά τεκμήριον, επιτυχημένος άνθρωπος. Ήρθε στο Ελληνικό Φεστιβάλ το φθινόπωρο του 2005 από τη Λυών, όπου είναι διευθυντής χορού στην Όπερα της πόλης, και έστησε από την αρχή έναν θεσμό ο οποίος είχε βγει από το χάρτη. Στην πραγματικότητα, ο Γιώργος Λούκος ανέλαβε ένα Φεστιβάλ που λειτουργούσε γραφειοκρατικά, το οποίο είχε καταντήσει απλώς να μετακαλεί πού και πού και στην Ελλάδα κάποια γνωστά ονόματα χορευτών και χορογράφω ή μουσικών σχημάτων (το θέατρο σχεδόν απουσίαζε, το ίδιο και τα ελληνικά σχήματα), και άλλαξε τη λογική λειτουργίας του. Αναπροσανατόλισε το θεσμό σε ό,τι γίνεται τώρα στο χώρο του παγκόσμιου καλλιτεχνικού μοντερνισμού, και ταυτόχρονα αναζήτησε και ανέδειξε τα ρόσωπα και τις ομάδες της χώρας μας που έχουν δημιουργικές ανησυχίες, δίνοντάς τους δημιουργική διέξοδο. Έτσι, για ένα δίμηνο κάθε καλοκαίρι, έφτιαξε μια μεγάλη καλλιτεχνική γιορτή στο κέντρο της πόλης, χωρίς πρωτόκολλο, που κατάφερε να γίνει και κέντρο αναφοράς των φιλότεχνων και να λειτουργήσει ως αυτόνομος πυρήνας πρωτογενούς δημιουργίας, στον οποίο συμμετέχουν (και αναδεικνύονται) οι νεότερες ελληνικές δυνάμεις του θεάτρου, του χορού, της μουσικής, οι δυνάμεις που ανανεώνουν τις τέχνες στην Ελλάδα και πιθανόν μπορούν να διεκδικήσουν το ενδιαφέρον και ενός ευρύτερου του ελληνικού κοινού.

Στην Ελλάδα δεν βρήκε ροδοπέταλα. Το χτύπησαν παλαιοί μάνατζερ, που έχασαν σημαντικά εισοδήματα επειδή επί Λούκου σταμάτησε η διαμεσολάβηση ειδικών γραφείων και των μεγάλων καλλιτεχνικών σχημάτων του εξωτερικού. Τον χτύπησαν συντηρητικές προσωπικότητες στο χώρο του θεάτρου. Αντέδρασαν στις επιλογές του πολλοί υπουργοί Πολιτισμού (ή αναπληρωτές τους): ο κ. Ζαχόπουλος διαφωνούσε να ανεβεί Μπέκετ στην Επίδαυρο, ο κ. Σαμαράς επιδίωκε περισσότερα ρουσφέτια, ο κ. Τζαβάρας ήταν πιο πολύ «με τις αρχαιότητες» και λιγότερο «με τον πολιτισμό». Αντεπεξήλθε, επειδή παρουσίαζε έργο. Συνέχιζε να παρουσιάζει έργο κι όταν άρχισαν οι περικοπές και περιορίστηκαν δραματικά τα μπάτζετ.

Όλα αυτά δεν είναι άγνωστα, κατά καιρούς έχουν επισημανθεί σε πλείστα δημοσιεύματα – αφού ο Γιώργος Λούκος, με το κέφι και τις προτάσεις του για μια εξωστρεφή καλλιτεχνική σκηνή και για μια εξωστρεφή, ευρωπαϊκή χώρα, ήταν πάντα περιζήτητος συνομιλητής σε συνεντεύξεις. Πρόσφατα, υπό το βλέμμα του πρώην αναπληρωτή υπουργού Πολιτισμού Νίκου Ξυδάκη, της περιφερειάρχη Αττικής Ρένας Δούρου και του δημάρχου Αθηναίων Γιώργου Καμίνη, διακήρυττε το κέφι και τη διάθεση του Φεστιβάλ να προχωρήσει σε πείσμα τω δυσκολιών που έφερε η χρεοκοπία. Ήταν, επίσης γνωστό, ότι για μερικά χρόνια ο Γιώργος Λούκος έχει παραιτηθεί της αμοιβής του – κάτι που προσωπικώς το θεωρώ εύλογο και καθόλου σημαντικό, αφού είναι δεδομένο ότι η πολυτέλεια που αποζητά είναι αυτή που του δίνει η δουλειά του, και ως φαίνεται την έχει εξασφαλίσει από τις άλλες επαγγελματικές του ενασχολήσεις στο εξωτερικό.

Ώσπου, πριν από λίγο καιρό (25/11), η Εφημερίδα των Συντακτών φιλοξένησε ένα δημοσίευμα, που υπογράφει η Έφη Μαρίνου και το οποίο, εμμέσως πλήν σαφώς καταλογίζει στον Γιώργο Λούκο (φωτο) πλημμελή διαχειριστική ευθύνη.

O Γιώργος Λούκος.

 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Υπό τον τίτλο «Σκάνδαλο στο Φεστιβάλ Αθηνών», σημειώνεται ότι «το Ελληνικό Φεστιβάλ έχει χρεώσει το ελληνικό Δημόσιο με 2.700.000 ευρώ σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Kράτους, για το διάστημα από 16/12/13 έως 13/6/14».[2]

Στο δημοσίευμα εκείνο, ο Γιώργος Λούκος απάντησε τα εξής:

 

Με αφορμή πρόσφατα δημοσιεύματα επιθυμώ να σας ενημερώσω για τα εξής: Οι εταιρείες “ENTTECH”, “YPSILON LIVE” και “AUDIO CONTROL” τιμολογούσαν την “ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ Α.Ε.” για υπηρεσίες τους και ελάμβαναν εν συνεχεία ισόποσες μεταχρονολογημένες επιταγές με εκδότρια την “ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ Α.Ε.”. Οι εταιρείες αυτές από το έτος 2004 εκχωρούσαν τις απαιτήσεις τους από τα τιμολόγια σε Τράπεζες προκειμένου να λάβουν πιστώσεις.

Το σύνολο σχεδόν των συμβάσεων εκχώρησης μεταξύ των εταιρειών και των Τραπεζών κοινοποιήθηκαν στην “ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ Α.Ε.” το έτος 2005, πριν δηλαδή εγώ αναλάβω τα καθήκοντα του Προέδρου – Καλλιτεχνικού Διευθυντή.

Οι υπεύθυνοι των αρμοδίων τμημάτων της “ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ Α.Ε.” με ενημέρωσαν εκ των υστέρων, το 2008, ότι οι υπάλληλοι των εταιρειών στους οποίους είχαν παραδώσει τις επιταγές, εισέπραξαν τα ποσά τους με αποτέλεσμα οι Τράπεζες να αξιώσουν την εξόφληση των τιμολογίων από την “ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ Α.Ε.”

Μόλις ενημερώθηκα για το θέμα, έδωσα εντολή στους νομικούς συμβούλους να προβούν στις δέουσες ενέργειες για την επιστροφή των ποσών που εισέπραξαν αχρεωστήτως οι εταιρείες. Πράγματι, από το 2009 η “ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ Α.Ε.” άσκησε αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των αντισυμβαλλομένων εταιρειών με αίτημα την αποζημίωσή της. Η συζήτηση των αγωγών εκκρεμεί στα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια.

 

Το Φεστιβάλ, με αυτή την ανακοίνωση, παραδέχεται ένα διαχειριστικό πρόβλημα που του απέφερε ζημία, το οποίο ξεκινούσε πριν τη διοίκηση αναλάβει ο Λούκος, για το οποίο έχουν ασκηθεί αστικές αγωγές, μέσω των οποίων το Φεστιβάλ διεκδικεί αποζημίωση.

Όλοι γνωρίζουν ότι η δικαιοσύνη κινείται με πολύ βραδείς ρυθμούς. Όσα καταλογίζονται στον Γιώργο Λούκο, ωστόσο, ήταν εκκρεμή όσο καιρό βρίσκεται επικεφαλής του Φεστιβάλ Αθηνών – το οποίο δεν βραδυπορεί αλλά τρέχει. Μεταξύ άλλων, είναι γνωστό ότι ο Λούκος ανέλαβε ένα φεστιβάλ με τεράστιο χρέος (υποχρεώσεις προς τρίτους άνω των 6 εκατομμυρίων ευρώ) το οποίο και σιγά σιγά εξαφάνισε. Δεν οφείλεται η αναφορά ούτε σε αυτό, προκειμένου να δοθεί η εικόνα του «κακού» που δεν προστάτευσε τα χρήματα «του λαού»;

Είναι, συνεπώς, τουλάχιστον χυδαία (ή, απλώς, επίδειξη αυταρχισμού) η επίθεση εναντίον του Γιώργου Λούκου, η χρηστή διοίκηση του οποίου έως σήμερα αμφισβητείται μόνο στα δημοσιεύματα (στην Εφημερίδα των Συντακτών ακολούθησαν  άλλα δύο, με γενικές πληροφορίες, τα οποία όλα έδειχναν τον Γιώργο Λούκο ένοχο διαφθοράς)[3]– και εσχάτως μόλις και στους υπαινιγμούς του υπουργού.

Τα δημοσιεύματα είναι απαραίτητα. Η κοινοποίηση της έρευνας και του πορίσματος του Γενικού Λογιστηρίου είναι υποχρέωση του Τύπου. Και να κρίνει, κι αυτό είναι η δουλειά του Τύπου. Αλλά δουλειά του δεν είναι να δικάζει και να καταδικάζει. Δικάζουν και καταδικάζουν (ή αθωώνουν) τα δικαστήρια.

Όταν λοιπόν επιχειρείται με φήμες η αμφισβήτηση της ηθικής ακεραιότητας ενός προσώπου που έχει ηγηθεί με επιτυχία ενός κορυφαίου πολιτιστικού θεσμού, τότε ο δημόσιος λόγος χρησιμεύει για να σπιλώσει το συγκεκριμένο πρόσωπο. Επειδή δεν μπορεί να πλήξει τον Γιώργο Λούκο στην ουσία της δουλειάς του, στη δημιουργία ενός θεσμού πανευρωπαϊκού και παγκόσμιου κύρους, ζωντανού και δημιουργικού, αγαπητού στους Αθηναίους και ιδιαίτερα στην ανήσυχη και εγγράμματη νεολαία, επιδιώκει να τον πλήξει στην ηθική του υπόσταση: στο κάτω κάτω, κι αυτός τι άλλο είναι από ένας διεφθαρμένος;

 

ΠΟΙΟΙ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ

Ποιοι είναι οι λόγοι της επίθεσης αυτής;

Οι λόγοι μπορεί να είναι πολλοί. Μπορεί να είναι αισθητικοί, να υπάρχουν πρόσωπα που θεωρούν ότι μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα. Μπορεί να είναι ιδεολογικοί, να υπάρχουν προσωπικότητες που θεωρούν ότι ο Γιώργος Λούκος δεν είναι όσο θα έπρεπε ελληνόφρων, ότι έχει παραδώσει τα ιερά και τα όσια του ελληνισμού στους κακούς Ευρωπαίους (ό,τι, π.χ., του προσήπτε για τον Μπέκετ στην Επίδαυρο ο κ. Ζαχόπουλος). Μπορεί να είναι κομματικοί, η κυβέρνηση δηλαδή και ο υπουργός να θεωρεί ότι έχει υποχρεώσεις σε συγκεκριμένες προσωπικότητες, να οχλείται κιόλας να κάνει γρήγορα. Ή μπορεί να είναι, ας πούμε, ψυχαναλυτικοί (να είναι άραγε τυχαίο ότι σύμβουλος του Αριστείδη Μπαλτά είναι ο Παναγιώτης Δούρος, αδελφός της περιφερειάρχη Ρένας Δούρου, ο οποίος είναι απεσπασμένος στο υπουργείο από το Φεστιβάλ, όπου εργαζόταν ως δεύτερος γραμματέας  και είναι απορίας άξιο πώς δεν διαβεβαιώνει τον υπουργό για το ήθος του Λούκου, ότι τον έμπλεξαν, ποιοι τον έμπλεξαν κ.λπ.: o ίδιος άλλωστε είχε ξεκινήσει στο Φεστιβάλ ένα χρόνο προ Λούκου…

Μπορεί να είναι διαφόρων ειδών.[4]

Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι της επίθεσης απαξίωσης του Γιώργου Λούκου, πάντως, το βέβαιο είναι πως δεν πρόκειται για πάθος διασφάλισης ούτε της δημόσιας περιουσίας ούτε του κύρους του θεσμού.

Κι αυτό, στην ουσία, οδηγεί στην καρδιά του προβλήματος: στον «διανοούμενο» υπουργό Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ, Αριστείδη Μπαλτά. Ο οποίος είτε αφελώς είτε υστερόβουλα, μετά την ποινικοποίηση της αριστείας και το ξεχαρβάλωμα του Πανεπιστημίου, συνδυάζει το όνομά του και με τη διάλυση του μοναδικού ίσως μη λούμπεν συνεκτικού θεσμού στο κέντρο της διαλυμένης από τους κουκουλοφόρους, την ανομία, τις διαδηλώσεις και τη μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης πρωτεύουσα: του Φεστιβάλ Αθηνών.

 

Ο ΦΟΝΕΑΣ ΤΩΝ ΓΙΓΑΝΤΩΝ

Θυμάμαι τον Αριστείδη Μπαλτά ως υπογραφή στον Πολίτη και, από τη δεκαετία του 1990, ως θαμώνα του άτυπου καφενείου στο οποίο μετέτρεπε ο Άγγελος Ελεφάντης το κτίριο του περιοδικού, στην οδό Κέκροπος, στην Πλάκα, κάθε Παρασκευή, για να μπορεί να χρηματοδοτεί το περιοδικό (έκανα διορθώσεις στο περιοδικό, έγραφα και κανά κείμενο, μια φορά την εβδομάδα συναντιόμαστε με τον Ελεφάντη, τον Δαμιανό Παπαδημητρόπουλο και τη Δηώ Καγγελάρη και γράφαμε τη στήλη μας στην εφημερίδα Εποχή – φυσικά, όλα τσάμπα).

Ο Αριστείδης Μπαλτάς ήταν πάντα σύννους και περίφροντις, περιστοιχισμένος από τους αποκλειστικούς οπαδούς του, τα «μπαλταδάκια» όπως τους λέγαμε, μεταπτυχιακούς φοιτητές και φοιτήτριες και άλλους και άλλες που εκπονούσαν το διδακτορικό τους στον καθηγητή, ήταν ένα πρόσωπο που ζούσε στην ομοφωνία, με τον ίδιο στο κέντρο της ομοφωνίας, αυτοθαυμαζόμενο και θαυμαζόμενο από όλους. Μόνο σε περιβάλλοντα ομοφωνίας ένιωθε ασφάλεια.

Έκτοτε δεν με είχε απασχολήσει. Λογικά, προφανώς,  η αποδόμηση με την οποία κατά κόρον ασχολήθηκε ως καθηγητής, σε εμένα να μην έλεγε τίποτα. Τον ξαναείδα υπουργό, να καταστρέφει πολύ γρήγορα την εκπαίδευση σε επτά μήνες, να επιχειρεί με τον ίδιο ζήλο και στον πολιτισμό, ένα θέμα με τους θεσμούς του οποίου είναι ακόμα πιο άσχετος.

Πριν φτάσει στο Φεστιβάλ Αθηνών, η χάρη του έχει ήδη φτάσει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (όπου χάθηκαν τα χρήματα του Ιδρύματος Λάτση, χωρίς ευτυχώς ακόμα να έχει καταδικαστεί κανείς από τους πρόθυμους δικαστές για λογαριασμό των σκοπών της διακυβέρνησης), στο Κέντρο Κινηματογράφου, στη Λυρική, ενώ την περιμένουν στο Μέγαρο Μουσικής… Έως σήμερα, δεν θα έλεγε κανείς ότι έχει επιδείξει ιδιαίτερη διεισδυτικότητα στην αντιμετώπιση θεσμών σε κρίση, κάθε άλλο. Οι ιδέες του για τον πολιτισμό μάλλον είναι ελαφρώς ακατέργαστες: χρήματα από τον προϋπολογισμό (δημόσια τέχνη, δηλαδή) και ερασιτεχνική δημιουργία (το τσάμπα, δηλαδή, για όσους δεν έχουν πρόσβαση πουθενά).  Επίσης, ως φαίνεται, είναι σε στενή συνάφεια με μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης: τον εθνικό δικαστή που καταδίκασε τον Κλίντον σε μια και μοναδική εθνική παράσταση Κώστα Καζάκο (έχει αναλάβει προφανώς να ανεώσει το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας), τον Θέμη Μουμουλίδη που προϋπήρξε στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας του εθνικού δικαστή, την πρώην ΠΑΣΟΚ πρώην ΚΚΕ αλλά πρωτίστως επιχειρηματία βουλεύτρια Άννα Βαγενά, τον βουλευτή Πάνο Σκουρολιάκο…

Κομματικός υπεύθυνος, δηλαδή, σε ένα κομματικό κράτος. Αυτό είχε στο μυαλό του, άραγε, σύννους και περίφροντις, στην αυλή του Πολίτη;

Ένα από τα χαρακτηριστικά του Αριστείδη Μπαλτά είναι να επενδύει τις αποφάσεις του με δήθεν επιστημονικό κύρος, ενώ στην πραγματικότητα η αντίληψή του για τα πράγματα είναι προαποφασισμένη, όπως και τα τσιτάτα που χρησιμοποιεί. Προσωπικώς, θαυμάζω πρόσωπα που με πομπώδη αυτοπεποίθηση λένε διάφορα βαρύγδουπα όπως το παρακάτω, όπου συνομιλεί και με τον συνάδελφο Βιτγκενστάιν (από τη συνέντευξή του στο σάιτ του συντρόφου του, Στέλιου Κούλογλου):

 

[…] Διαβάζοντας [το δημοσίευμα της Εφημερίδας των Συντακτών] διαπίστωσα ότι όντως υπάρχουν προβλήματα. Και προσπάθησα  να καταλάβω. Αυτό ήταν το πνεύμα και της απάντησης μου στην ερώτηση του κ. Σκουρολιάκου στη Βουλή: Πώς οφείλει να δρα ένας υπουργός απέναντι σε τέτοια φαινόμενα. Και η βασική ιδέα είναι ότι, όπως λέει και ο Βιτγκενστάιν «διδάσκουμε» -και άρα οφείλουμε να μαθαίνουμε- «διακρίσεις». Μαθαίνουμε να διακρίνουμε επίπεδα. Άλλο η καλλιτεχνική αξία και η καλλιτεχνική προσφορά, άλλο το διοικείν ένα οργανισμό, άλλο να έχεις αίσθηση των οικονομικών μεγεθών. […] [Δ]εν υπάρχει καμία διάθεση/ κλίση/ τάση συγκάλυψης ή, να αποκρυβούν προβλήματα πίσω από την επιτυχία του κ. Λούκου, την επιτυχία του ως επικεφαλής του Φεστιβάλ. Καθόλου. Αλλά, να γίνει η διάκριση. Και βεβαίως, να βρεθούν και να καταλογιστούν οι ευθύνες για τη ζημιά αυτή, να εντοπιστούν θέματα που έχουν σχέση με τη διοίκηση του Φεστιβάλ από τις αρμόδιες αρχές. […]Υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια στον ποινικό νόμο, δεν είναι ζήτημα συμφωνίας ή διαφωνίας. Όταν η ζημία υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ποσόν, θεωρείται κακούργημα. Και παίρνει τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Αυτή τη στιγμή, η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της κύριας ανάκρισης. Κάποια στιγμή θα φτάσει στο ακροατήριο, ελπίζω σύντομα, για να ξεκαθαρίσει το θέμα. […]

 

Αυτός όμως έχει ήδη αποφασίσει, πριν από το δικαστήριο – αν φτάσει η υπόθεση στο ακροατήριο. Κάπως έτσι δεν γίνονταν και οι δίκες της Μόσχας; Κάπως έτσι δεν δικάζονταν και καταδικάζονταν οι εχθροί του καθεστώτος, κάπως έτσι δεν λειτουργούσε ο σταλινικός ολοκληρωτισμός  όπως παρουσιάζεται στο Μηδέν και το άπειρο του Άρθουρ Καίσλερ;

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η ελληνική κυβερνώσα Αριστερά είναι όπως όλες οι άλλες: σκοτεινή, επαρχιώτικη, μοχθηρή, ζηλόφθονη, εξουσιομανής, συντονισμένη με το βυθό που την έχει μεθύσει.

Διαθέτει δε πολλούς έτοιμους να την υπηρετήσουν. Είτε από άγνοια κινδύνου είτε από κυνισμό.

 

ΥΓ1. Πρέπει να ομολογήσω ότι αμφιταλαντεύτηκα πολύ αν είναι δεοντολογικά σωστή η δημοσίευση του κειμένου που μόλις διαβάσατε. Από το 2007, ο Γιώργος Λούκος με επέλεξε και μου ανέθεσε την έκδοση της free press εφημερίδας του Φεστιβάλ Αθηνών, της εφ. Η ουσία είναι ότι, αν και δεν παρενέβη ποτέ στην ύλη της, αν και ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για δημοσιεύματα που ήταν κριτικά σε πτυχές της λειτουργίας του Φεστιβάλ, αν και ποτέ δεν ζήτησε να δημοσιευθεί μια συνέντευξη ή μια δήλωσή του (αντίθετα, με πολύ κόπο του πήραμε μια σπουδαία συνέντευξη όταν πέθανε η Πίνα Μπάους), ο Γιώργος Λούκος υπήρξε για χρόνια εργοδότης μου. Πληρωνόμουν από το Φεστιβάλ, άρα πόσο αντικειμενικός θα μπορούσα να είμαι;

Οι αντιρρήσεις μου κάμφθηκαν όταν πείστηκα ότι ο Γιώργος Λούκος είναι στόχος προς σπίλωση – και σχετικώς ανυπεράσπιστος, καθ΄όσον είναι πολύ ευγενής και δεν μπορεί ο ίδιος να διανοηθεί ότι τα παιχνίδια εξουσίας δεν γίνονται πάντα με τους κανόνες του fairplay. Στο κάτω κάτω, καθένας έχει την ιστορία του – και η προσωπική μου ιστορία, θαρρώ, ότι μου επιτρέπει να τοποθετούμαι δημοσίως όταν αισθάνομαι ότι ο εντυπωσιασμός και η παραπληροφόρηση  συχνά αποσπούν την κοινή γνώμη από την ουσία των πραγμάτων. Και στην περίπτωση Λούκου, η ουσία είναι μία: ένας ηθικολογικός λόγος επιδιώκει να σπιλώσει ανεπανόρθωτα ένα πρόσωπο με τεράστια προσφορά στην ελληνική κοινωνία, κάτι που προσωπικώς δεν μπορώ να το ανεχθώ σιωπώντας. Για κανέναν λόγο.

ΥΓ2. Το Φεστιβάλ Αθηνών, σε έναν μικρό βαθμό, είναι χρηματοδότης αυτού του περιοδικού – αφού οι αμοιβές μου καταλήγουν εξ ολοκλήρου στην έκδοση, για να καλύψουν μέρος του κόστους της έντυπης έκδοσης. Έτσι με δουλειά, κατακτάμε την ανεξαρτησία μας.

 


[1] http://tvxs.gr/news/politismos/mpaltas-sto-tvxs-festibal-athinon-den-mporei-na-dieksaxthei-omala-pia

[2] https://www.efsyn.gr/arthro/zimia-27-ekat-eyro-gia-dimosio-apo-festival-athinon

[3] «Η εικόνα δεν είναι ξεκάθαρη για τις ημερομηνίες που παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες των εταιρειών αυτών στο Φεστιβάλ», γράφει σχετικά ο Γιώργος Σαρηγιάννης, «αλλά ο Λούκος κατηγορούνταν και στα τρία δημοσιεύματα ευθέως ως υπεύθυνος. Το τρίτο δημοσίευμα, μάλιστα, συνοδευόταν από άρθρο επιθετικότατο κατά του προέδρου του Φεστιβάλ. Όποιο και να ’ναι το τελικό πόρισμα, όσες υπογραφές και να μαζέψουν οι καλλιτέχνες που πιστεύουν στην προσφορά του Γιώργου Λούκου, η -επιθυμητή;- εντύπωση, έτσι κι αλλιώς -τα δημοσιεύματα συνεχίζουν να ανακυκλώνονται, διαδικτυακά, κυρίως- δημιουργήθηκε στο ευρύ κοινό: ο Λούκος είναι κλέφτης. Εκπαραθυρώστε τον!». http://totetartokoudouni.blogspot.gr/2015/12/blog-post_5.html

[4] Ο Γιώργος Σαρηγιάννης, είναι εξαιρετικά συνοπτικός σε μια ανάρτησή του σε σχετική συζήτηση στο facebook, την οποία με την άδειά του κοινοποιώ στη συνέχεια: «Δεν θέλω να το πολιτικοποιήσω επικαιρικά. Τον Λούκο, επειδή δεν ανήκει κομματικά πουθενά, προσπαθούσαν να τον εξοντώσουν επί ΠΑΣΟΚ και κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου με ερωτήσεις στην Βουλή από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ -Γιάννης Βούρος, Πέμη Ζούνη- γιατί, λέει, δεν χρησιμοποιεί τόσο το Ηρώδειο που μπορεί να κόψει 5.000 εισιτήρια αλλά την Πειραιώς που κόβει μόνο 500! Δεν έπιασε. Προσπαθούσαν να τον εξοντώσουν επί ΝΔ και κυβέρνησης Σαμαρά όταν ο Τζαβάρας ήταν έτοιμος να μην ανανεώσει τη θητεία του που έληγε τότε. Δεν έπιασε. Το τότε ΚΚΕκρατούμενο ΣΕΗ οργάνωνε συνεντεύξεις Τύπου μαζί με τον Στέφανο Ληναίο για να τον καταγγείλει που δεν προωθεί την ελληνική τέχνη ή κάτι τέτοιο. Δεν έπιασε. Η Εταιρεία Θεατρικών Συγγραφέων τον έβριζε από ένα ρυπαρό φυλλάδιο που εξέδιδε γιατί δεν ανεβάζει ελληνικά έργα, εννοώντας δικά τους. Δεν έπιασε. Και όλοι αυτοί υποστηριζόμενοι από μία κλίκα ταβερνιάρηδων, ξενοδόχων και τοπικών παραγόντων της Επιδαύρου, δημοσιογράφων, κριτικών, μεταφραστών που είχαν χάσει τα μεταφραστικά δικαιώματα, καλλιτεχνών δυσαρεστημένων γιατί δεν έπαιζαν στο φεστιβάλ ή που τους κόπηκε η αποκλειστικότητα της Επιδαύρου, ατζέντηδων που είχαν χάσει τη μάσα από τις υπερτιμολογήσεις και διαφόρων μετριοτήτων και κομπλεξικών. Μην τα ξεχνάμε. Τα έγραψα όλα πριν λίγες μέρες σε μια ανάρτηση «Ο Λούκος και το κώνειον» στο blog, Τώρα, απλώς, είναι σειρά του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης Τσίπρα. Με την υποδαύλιση κάποιων προδοτών και κάποιων δελφίνων που λιγουρεύονται την προεδρία του Φεστιβάλ. Αυτή τη φορά έπιασε. Νιώθω αηδία.»..booksjournal.gr