Γκέοργκ Τρακλ: λεπτουργός της οδύνης…

Georg Trakl, Ένας οδοιπόρος στον μαύρο άνεμο, εισαγωγή, σημειώσεις, μετάφραση από τα γερμανικά: Ιωάννα Αβραμίδου, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2014, 176 σελ.

Georg Trakl: Ποιήματα, μετάφραση από τα γερμανικά, επίμετρο: Θανάσης Λάμπρου, Περισπωμένη, Αθήνα 2014, 294 σελ.

Δύο πρόσφατες εκδόσεις προσφέρουν τη δυνατότητα μιας πιο ολοκληρωμένης γνωριμίας με την ιλιγγιώδη γραφή του αυστριακού ποιητή Γκέοργκ Τρακλ. [Αναδημοσίευση από το Books’ Journal 58, Σεπτέμβριος 2015).

Η ποίηση του Γκέοργκ Τρακλ (Georg Trakl, 1887-1914) έχει τύχει καλής πρόσληψης στην Ελλάδα. Μεταφράστηκε πολύ, ενέπνευσε τους ποιητές (είναι γνωστή, και αναγνωρίσιμη στο έργο του, η αγάπη που έτρεφε για αυτήν την ποίηση ο Μίλτος Σαχτούρης, για να περιοριστούμε σε ένα μόνο παράδειγμα), ενώ το 2007 διοργανώθηκε στην Αθήνα διεθνές συνέδριο για τον Τρακλ, με τη συμμετοχή ελλήνων και ξένων μελετητών του. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 πρωτοδημοσιεύτηκαν ποιήματα του Τρακλ στα ελληνικά, στο περιοδικόΔιαγώνιος, σε μετάφραση Θ.Δ. Φραγκόπουλου, για να ακολουθήσουν, τις επόμενες δεκαετίες, μεταφράσεις και σε άλλα περιοδικά (Λωτός, Ευθύνη, Νέα Πορεία, Η Λέξη).  Σε βιβλίο εκδόθηκαν αρχικά τα πεζά ποιήματα του Τρακλ, αποδοσμένα στα ελληνικά από την Όλγα Βότση (έκδοση του 1974), ενώ από τη δεκαετία του 1990 και εξής πύκνωσαν οι μεταφράσεις ποιημάτων του και εκδόθηκαν αυτοτελώς ή συμπεριλήφθηκαν σε ανθολογίες. Η μεταφραστική δραστηριότητα κορυφώθηκε τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να διαθέτουμε σήμερα, τουλάχιστον για τα γνωστότερα ποιήματα του Τρακλ, πλήθος διαφορετικών μεταφραστικών εκδοχών.

ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΩΡΙΜΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Οι υπό συζήτηση εκδόσεις, σε μετάφραση Ιωάννας Αβραμίδου (εκδ. Νησίδες) και Θανάση Λάμπρου (εκδ. Περισπωμένη), παρουσιάζουν και οι δύο μια μεγαλύτερη –σε σχέση με τις παλιότερες εκδόσεις– εκλογή ποιημάτων του Τρακλ, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους αναγνώστες που προσεγγίζουν για πρώτη φορά τον Τρακλ να έρθουν εξ αρχής σε επαφή με ένα ευρύ φάσμα της ποιητικής του, αλλά και στους ήδη μυημένους να αποκτήσουν μια πληρέστερη εικόνα της τρακλικής ποίησης και να εμβαθύνουν τη σχέση τους με αυτήν. Και στις δυο εκδόσεις δίνεται έμφαση στην ωριμότερη φάση της δημιουργίας του Τρακλ, που συμπίπτει με τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πρόκειται για την ποιητική συλλογή Ο Σεβαστιανός στο όνειρο, πουκυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά το θάνατο του Τρακλ, το 1915 (και που ο Λάμπρου μεταφράζει ολόκληρη, ενώ η Αβραμίδου κατά το ήμισυ), αλλά και σκόρπια ποιήματα των ετών 1912-1914, τα περισσότερα από τα οποία δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Der Brenner, ανάμεσά τους και τα δυο τελευταία ποιήματα που έγραψε ο Τρακλ στο μέτωπο του πολέμου, «Θρήνος» και «Grodek». Και οι δυο μεταφραστές παρουσιάζουν επίσης μια εκλογή ποιημάτων από τo μοναδικό βιβλίο του Τρακλ που εκδόθηκε όσο εκείνος ήταν εν ζωή, με τίτλο Ποιήματα (Gedichte, 1913). Αντιθέτως, στις εκδόσεις περιλαμβάνεται μόνο ένα μικρό δείγμα από τα πρώιμα και νεανικά ποιήματα του Τρακλ, τα οποία και στο παρελθόν δεν προτιμήθηκαν από τους μεταφραστές, θα άξιζε, ωστόσο, κάποτε να μεταφραστούν πλήρως.

Ο Τρακλ έζησε μια πολύ σύντομη ζωή, που σημαδεύτηκε από τη μοναξιά και τη μελαγχολία, τον αγώνα για συγγραφική δημιουργία, τις εξαρτήσεις, αλλά και από υλικές αντιξοότητες, όπως και από το ηλεκτρισμένο πολιτικό και πνευματικό κλίμα της εποχής, μέχρι το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Γεννημένος το 1887 στο Ζάλτσμπουργκ, μεγάλωσε αρχικά σε εύπορο περιβάλλον και ανατράφηκε από μια γκουβερνάντα, η οποία του μετέδωσε την αγάπη της για τη γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία. Ο Τρακλ διάβασε και αγάπησε τους γάλλους ποιητές Μπωντλαίρ, Ρεμπώ και Βερλαίν, εθίστηκε από νεαρή ηλικία στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, και παρουσίασε δυσκολίες στο σχολείο, το οποίο τελικά παράτησε πριν ολοκληρώσει τη φοίτησή του, και ξεκίνησε πρακτική εκπαίδευση στο φαρμακείο Zum weißen Engel (Στον λευκό άγγελο), στο οποίο επέστρεψε αργότερα για δουλειά. Ενδιάμεσα, σπούδασε Φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του στην ίδια πόλη και κατόπιν εργάστηκε ως φαρμακοποιός στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο του Ίνσμπρουκ. Έζησε φτωχικά, σε μικρά, κρύα δωμάτια, και μάλιστα, το 1913, την ίδια χρονιά που εκδόθηκε το βιβλίο του από τον εκδοτικό οίκο Kurt Wolff της Λειψίας (o οποίος προωθούσε συστηματικά τα χρόνια εκείνα την εξπρεσιονιστική λογοτεχνία), αναγκάστηκε να πουλήσει τα βιβλία της προσωπικής του βιβλιοθήκης για να εξοικονομήσει κάποια χρήματα.

«Χαμένος ανάμεσα στη μέθη και τη μελαγχολία, μου λείπει η δύναμη και η διάθεση να αλλάξω μια κατάσταση που μέρα με την ημέρα γίνεται όλο και πιο αδιέξοδη και δεν απομένει παρά μια επιθυμία μόνο, πως καλό θα ήταν να ξεσπάσει μια καταιγίδα για να με εξαγνίσει ή να με αφανίσει», έγραφε ο Τρακλ τον Ιανουάριο του 1914, σε επιστολή του προς τον συγγραφέα Καρλ Μπορομέους Χάινριχ [Karl Borromaeus Heinrich]. Με την κήρυξη του πολέμου, ο Τρακλ επιστρατεύεται και αναχωρεί για το μέτωπο της Γαλικίας. Η τρομακτική εμπειρία του μετά τη μάχη του Γκρόντεκ (Gródek, στη σημερινή Ουκρανία) –όπου βρέθηκε να περιθάλπει μόνος του γύρω στους 90 βαριά τραυματισμένους στρατιώτες, κάποιοι από τους οποίους αυτοκτόνησαν μπροστά στα μάτια του, ενώ λίγο πιο πέρα αντίκρισε ανθρώπους κρεμασμένους από τα κλαδιά των δέντρων, που είχαν θανατωθεί ως λιποτάκτες και ρωσόφιλοι– τον συγκλόνισε ανεπανόρθωτα και προκάλεσε την ψυχική του κατάρρευση. Ύστερα από μια πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας μεταφέρεται στην ψυχιατρική πτέρυγα του Στρατιωτικού Νοσοκομείου της Κρακοβίας, όπου στις 2 Νοεμβρίου 1914 παίρνει ισχυρή δόση κοκαΐνης και την επόμενη μέρα πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς.

Από τα δεδομένα της βιογραφίας του Τρακλ αυτό που έχει σχολιαστεί εκτενώς, πέρα από το θάνατό του, είναι το γεγονός της –πιθανολογούμενης– ερωτικής, αιμομικτικής σχέσης του με την αδερφή του, Γκρετλ. Σε πολλά ποιήματά του εμφανίζεται η μορφή της Αδελφής, ενώ το τεράστιο ηθικό βάρος και το αίσθημα ενοχής που προκαλούσε στον Τρακλ η σχέση αυτή (λόγω και της βαθιάς θρησκευτικής του συνείδησης) αποτυπώνεται στο ποίημα «Blutschuld» – το οποίο η Ιωάννα Αβραμίδου αποδίδει ως «Ένοχος φόνου» (βλ. και το σχολιασμό του τίτλου από τη μεταφράστρια στην Εισαγωγή της, σ. 20) και οι τρεις στροφές του οποίου κλείνουν με την επωδό: «Συγχώρα μας, Μαρία, με όλη σου τη χάρη!».

ΚΥΡΙΩΣ ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΤΗΣ

Το έργο του Τρακλ συνδέεται πρωτίστως με το κίνημα του εξπρεσιονισμού, παρ’ όλο που στην ποίησή του ανιχνεύονται επιδράσεις και από άλλα ρεύματα, όπως ο ρομαντισμός και ο συμβολισμός, ενώ διαρκής υπήρξε η «συνομιλία» του με ποιητές όπως ο Χαίλντερλιν και ο Ρεμπώ. Ο εξπρεσιονισμός, που σηματοδοτεί ουσιαστικά το ξεκίνημα της μοντέρνας τέχνης στον γερμανόφωνο χώρο, έθεσε το αίτημα της έκφρασης (Expression-ismus) του ψυχισμού του ανθρώπου, των εσωτερικών κραδασμών, των τρόμων και των πόθων του στο επίκεντρο των στοχεύσεών του – η έκφραση αντικαθιστά έτσι τη μίμηση ή την καταγραφή της πραγματικότητας (ρεαλισμός, νατουραλισμός) αλλά και την έμφαση στην αποτύπωση των φευγαλέων εντυπώσεων και οπτικών ερεθισμάτων (ιμπρεσιονισμός). Η πρωτόγνωρη χρωματική έκρηξη, η οποία κυριαρχεί στους πίνακες των εξπρεσιονιστών ζωγράφων, η παραμόρφωση, τα ισχυρά κοντράστ, η ελεύθερη διαμόρφωση του θέματος και η αφαίρεση, ο αισθησιασμός, αλλά και το φρικώδες και το άσχημο αναδεικνύονται σε βασικά γνωρίσματα μιας νέας εικαστικής γλώσσας, που επηρεάζει τη δημιουργία και στις υπόλοιπες τέχνες: τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, το θέατρο.

Ωστόσο, πέρα από τη μεγάλη συμβολή του στην ανάπτυξη μιας νέας, ρηξικέλευθης αισθητικής, ο εξπρεσιονισμός υπήρξε ένα κίνημα διαμαρτυρίας και ρήξης με τις κοινωνικές νόρμες, τις αστικές συμβάσεις και τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς της εποχής. Η «αισθητική της ασχήμιας», οι εικόνες παρακμής, απόγνωσης, θανάτου και σήψης, που εμφανίζονται τόσο σε κάποιους από τους εξπρεσιονιστικούς πίνακες όσο και σε ποίηματα του Τρακλ, του Γκότφριντ Μπεν [Gottfried Benn] ή του Γκέοργκ Χάιμ [Georg Heym], λειτούργησαν ως προσβολή της αστικής ηθικής και του αστικού γούστου και προκάλεσαν πλήθος βίαιες αντιδράσεις. Κοινή είναι, ανάμεσα στους εξπρεσιονιστές καλλιτέχνες, η συνείδηση τους τέλους μιας εποχής, η οποία άλλοτε εκφράζεται με ακραία πεσιμιστικούς τόνους και αποκαλυψιακές εικόνες και άλλοτε, ιδιαιτέρως δε μετά τον Πόλεμο, εκβάλλει στο όραμα μιας –θρησκευτικά αλλά και πολιτικά εννοούμενης– λύτρωσης, στην πίστη της έλευσης του Νέου Ανθρώπου.

Η διασάλευση της σχέσης του υποκειμένου με την πραγματικότητα, ως απόρροια της βαθιάς δυσφορίας που προκαλεί στον άνθρωπο η τελματωμένη και συντηρητική ή ακατανόητη και παράλογη κατάσταση του κόσμου που τον περιβάλλει, αλλά και ως αποτέλεσμα αυτής της συνείδησης του τέλους που τον διακατέχει, αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της εξπρεσιονιστικής ποίησης, τόσο σε επίπεδο θεματολογίας όσο και σε επίπεδο τεχνικής. Το ποιητικό Εγώ, ως κεντρική συνεκτική αρχή και βασικός φορέας του λόγου, υποχωρεί, και στη θέση του ένα πλήθος εικόνων αναδύεται βιαίως. Οι εικόνες αραδιάζονται η μια δίπλα στην άλλη, συνήθως χωρίς φανερή συνάφεια μεταξύ τους, και το ποιητικό υποκειμένο κατακερματίζεται και υποκαθίσταται από ένα πλήθος αντιληπτικών ερεθισμάτων, μεμονωμένων, διάσπαρτων στοιχείων και συμβόλων.

Η ποίηση του Τρακλ δομείται κι αυτή πάνω στη βάση της παράθεσης και της διαδοχής φαινομενικά ασύνδετων εικόνων. Εικόνες αντλημένες από τα παιδικά χρόνια του ποιητή στο Ζάλτσμπουργκ συμπλέκονται με αρχετυπικές εικόνες, αλληγορικές μορφές και οπτασίες, εξπρεσιονιστικά οράματα, θρησκευτικές αναφορές αλλά και μοτίβα δανεισμένα από άλλους ποιητές που μελέτησε και αγάπησε ο Τρακλ (Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Χαίλντερλιν). Σε αντίθεση όμως με άλλους εξπρεσιονιστές ποιητές, ο Τρακλ ενδιαφέρεται περισσότερο για τη συντονισμένη ενέργεια των εικόνων, που προωθείται μέσω του στοχευμένου συνδυασμού επιμέρους στοιχείων για τη δημιουργία μιας συνολικής εντύπωσης, και κυρίως μέσω της συμπύκνωσης: οι εικόνες διατηρούν το περίγραμμά τους, την εξωτερική αναφορά τους, αλλά υποστασιοποιούνται και αρθρώνονται μέσα από τη λειτουργία της ποιητικής συμπύκνωσης και μεταφοράς και μέσα από ένα γλωσσικό όργανο εξαιρετικής ακρίβειας.

Ο τόπος της παιδικής ηλικίας και οι μορφές που τον κατοικούν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο ποιητικό σύμπαν του Τρακλ. Μορφές πραγματικές, φασματικές, ή επινοημένες, ζωντανές και, πολύ συχνά, νεκρές, ή, εξίσου συχνά, νεκροζώντανες, εγκλωβισμένες σε ένα ζοφερό παρόν. Ο οδοιπόρος, η ορφανή, ο Καρτερικός, βοσκοί, άγγελοι,  ο Κοιμισμένος, ο σπουδαστής, τα παιδιά του επιστάτη, ο γεωργός, ο ξυλουργός, ο νεαρός δόκιμος μοναχός, ο γιος του Πανός (με τη μορφή ενός εργάτη), ο Μοναχικός, ο ξένος, μικρά κορίτσια, λεπροί, ο εγγονός, οι ερωτευμένοι, ο Χαρούμενος, η Αδελφή˙ αλλά και οι μεγάλοι τρακλικοί ήρωες: ο Ελιάν, ο Έλις, ο Σεβαστιανός στο όνειρο.

ΑΥΤΟΣ-ΠΟΥ-ΚΟΙΤΑ

Απέναντι σε αυτές τις μορφές, ο ποιητής, κρυμμένος σε μιαν άκρη, είναι πρωτίστως Αυτός-που-κοιτά (der Schauende). Φυσικά, το αντικείμενο όπως και η ίδια η λειτουργία αυτού του βλέμματος καθορίζεται θεμελιωδώς από το αίσθημα και τη συνείδηση του ποιητή, με άλλα λόγια: η ενδελεχής παρατήρηση λειτουργεί και ως προβολή της εσωτερικής αγωνίας του, η οποία, με τη σειρά της, αντανακλά τη συνολική στάση του ποιητή απέναντι στην εποχή του. «Συγκλονιστικός της γενιάς ο αφανισμός. / Τα μάτια εκείνου που κοιτά γεμίζουν την ώρα ετούτη / Με το χρυσάφι των αστεριών του» (μετ. Θ. Λάμπρου), γράφει ο Τρακλ στο «Helian».

Η παρακμή, που τόσο συχνά αποδίδεται σε αυτή την ποίηση, αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, έκφραση της «αρνητικής θεολογίας» του Τρακλ, της πεποίθησής του ότι ο άνθρωπος έχει εγκαταλειφθεί από τον Θεό και έχει έτσι αποκοπεί από τον πνευματικό πυρήνα της ύπαρξής του: η νοσταλγία για τη χαμένη παιδική ηλικία και η νοσταλγία για τον χαμένο παράδεισο συμπίπτουν. Η μεταφυσική ένδεια και ο μηδενισμός, που σημάδευσαν το πνευματικό κλίμα στο γύρισμα του αιώνα, με το έργο του Νίτσε να ασκεί καταλυτική επιρροή, στην περίπτωση του Τρακλ δεν αποτελούν εφαλτήριο για ατομική και κοινωνική απελευθέρωση, αλλά παράγουν οδύνη.

Ο Ιταλός συγγραφέας Κλάουντιο Μάγκρις, σε ένα κείμενό του που δημοσιεύεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης της μετάφρασης της Αβραμίδου, γράφει για τον Τρακλ τα εξής:

Η καθολικότητα της ποίησής του οφείλεται στο ότι έχει βιώσει και καταγράψει το πεπρωμένο ενός πολιτισμού και μιας ιστορικής περιόδου, που έχει στερήσει από τον λαό γενικά και από το κάθε άτομο ξεχωριστά κάθε οικουμενική αξία, κάθε σχέση με το Όλον, του οποίου ο ποιητής θεωρείται εκπρόσωπος. […] Ο Τρακλ βιώνει σε βάθος αυτήν τη διάσπαση της εποχής του, προφητεύει και υφίσταται τις παγκόσμιες καταστροφές, την αγωνία ενός πολιτισμού που διαλύει όλα τα θεμέλια της ζωής και μέχρι τον Γολγοθά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στον οποίον σιγοκαίγεται και τελικά πεθαίνει.

Ωστόσο, η ποίηση του Τρακλ δεν μας ενδιαφέρει σήμερα μόνο ως μαρτυρία μιας εποχής ή ενός συγκεκριμένου πνευματικού κλίματος, ούτε μόνο ως παράδειγμα μιας –για την εποχή της– ρηξικέλευθης αισθητικής τεχνοτροπίας και νοοτροπίας (αυτής του εξπρεσιονισμού). Μας ενδιαφέρει κυρίως για το μέγεθος του προσωπικού επιτεύγματος που συνιστά: για την ιδιοσυστασία και την ιδιομορφία της. Ανιχνεύοντας αυτή την ιδιομορφία, δεν μπορεί κανείς να μη σταθεί, λ.χ., στον τόσο χαρακτηριστικό τόνο αυτής της ποίησης: την ηρεμία, τη μελαγχολία, ακόμη και τη συγκρατημένη τρυφερότητα, που χωνεύει εντός της την παρακμή, την αγωνία, το θάνατο. Μάλιστα, αυτή ακριβώς η δομική αντίθεση (αγωνία / ηρεμία) βρίσκεται, θα λέγαμε, στον πυρήνα της ποίησης του Τρακλ και συντελεί –από κοινού με τον καταλυτικό ρόλο της συμπύκνωσης, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, αλλά και της μουσικότητας– στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης δόνησης.

Οι δυο πρόσφατες μεταφράσεις προσεγγίζουν η καθεμιά με τον δικό της τρόπο και τα δικά της μέσα το δύσβατο πρωτότυπο. Η Ιωάννα Αβραμίδου, η οποία το 2010 είχε δημοσιεύσει ξανά, στις εκδόσεις Σαιξπηρικόν, μια μικρότερη εκλογή ποιημάτων του Τρακλ, κάποια από τα οποία περιέχονται επανεπεξεργασμένα και στην παρούσα έκδοση, ενώ έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, και ποίηση του Πάουλ Τσέλαν, καταφεύγει ενίοτε σε λεκτικές και ρυθμικές επιλογές που εξομαλύνουν το κείμενο, κάνοντάς το ίσως έτσι πιο προσβάσιμο, αλλά ταυτόχρονα απαλύνοντας την ένταση, αραιώνοντας την πυκνότητά του και, σε ορισμένες περιπτώσεις, θυσιάζοντας αναίτια την ακρίβεια χάριν μιας περισσότερο περιγραφικής ή επεξηγηματικής απόδοσης. Επίσης, παρ’ ότι η μεταφράστρια επισημαίνει στην εισαγωγή της το «λιτό και καθόλου εξεζητημένο λεξιλόγιο» που χρησιμοποιεί ο Τρακλ, στη μετάφρασή της κάνει συχνά χρήση παλιών και ανενεργών λέξεων (βλ. π.χ. στο ποίημα «De profundis» τις λέξεις «ανεμοσυρμή», «γλίσχρα» [ως επιθετικός προσδιορισμός του «στάχυα»], «ερείκη»).

Η απόδοση του Θανάση Λάμπρου καταφέρνει, στις περισσότερες περιπτώσεις, να μεταδώσει το αίσθημα της ποίησης του Τρακλ, προκρίνοντας τη γλωσσική απλότητα και την (ποιητική) λειτουργικότητα, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές και διατηρώντας καθ’ όλη τη διάρκεια μια καλή αίσθηση του ρυθμού. Συγχρόνως, δεν αποφεύγει το παραξένισμα, δηλαδή τον κατ’ εξοχήν μοντερνιστικό τόνο, όταν αυτός διακρίνεται ανάμεσα στα ηχοχρώματα αυτής της ποίησης.

Σε κάθε περίπτωση, και οι δυο μεταφραστικές εργασίες μαρτυρούν αναμφίβολα σοβαρή, συστηματική ενασχόληση με την ποιητική δημιουργία του Τρακλ, τόσο στα συμφραζόμενα της εποχής της όσο και ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές˙ σοβαρότητα και συστηματικότητα, που αποτυπώνονται εξ άλλου και στα συνοδευτικά κείμενα των μεταφραστών και επιτρέπουν την καλύτερη γνωριμία με μια γραφή η οποία δεν εξευγενίζει, δεν κατευνάζει τον πόνο, αλλά τον δεξιώνεται και τον μετουσιώνει ποιητικά – τον κάνει να λάμπει.

Μαρίνα Αγαθαγγελίδου – BooksJournal