Γράμμα από τη Ρωσία 1 – Στα βήματα του Αντρέι Ρουμπλιόφ…

Το βαρύ κορεάτικο τετρακίνητο μούγκρισε, προσπαθώντας να διασχίσει το ρουμάνι και να ανεβεί στο υψίπεδο όπου βρίσκεται ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Ζβενίγκοροντ. Χωματένιος δρόμος που περιβάλλεται από πανύψηλες οξιές, έλατα, πλατάνια και βελανιδιές. Κλασικό ρωσικό δάσος. Μόνο σε ορισμένες σημεία υπάρχουν μερικοί πευκώνες, κάτω από τους οποίους, κατά τον φίλο μου Σεργκέι, την άνοιξη ξεπροβάλλουν πολυπληθείς αποικίες λευκών ρωσικών μανιταριών, εξαιρετικά νόστιμων μεζέδων. Τα μανιτάρια, άλλωστε, ήταν το κρέας του φτωχού για πολλούς αιώνες εδώ πάνω στο Βορρά. Τα περισσότερα δέντρα είναι σκεπασμένα από χιόνια και τα κλαδιά τους λυγίζουν από το βάρος του ουράνιου επισκέπτη. Είναι ο λόφος του Κρεμλίνου (ακρόπολη) του Ζβενίγκοροντ. Εδώ έβρισκαν προστασία από τους επιδρομείς Τάταρους οι κάτοικοι της πόλης, εδώ άρχισαν να λατρεύουν τον νέο Θεό που τους έφεραν οι αδελφοί τους από το Κίεβο.

Είναι οκτώ το πρωί, όμως είναι θεοσκότεινα. Βορράς. Εδώ το φως της ημέρας έρχεται με άλλους ρυθμούς, σα να μη θέλει να ξεμυτίσει. Μικρές νιφάδες χιονιού πέφτουν από τον ουρανό σχηματίζοντας ένα κατάλευκο πέπλο που εμποδίζει την ορατότητα.

Ανεβαίνοντας το λόφο, το πρώτο πράγμα που συναντάς είναι ένα παλιό ρωσικό ξύλινο δίπατο σπίτι, μπροστά στο οποίο υπάρχει ό,τι έχει απομείνει από μια βελανιδιά, τον κορμό της οποίας μπορούσαν να αγκαλιάσουν καμιά δεκαριά γεροδεμένοι άντρες στη σειρά. Μια πινακίδα πληροφορεί τον περιηγητή ότι στο σπίτι αυτό έκανε τη θητεία του ως αγροτικός γιατρός ο Αντόν Παύλοβιτς Τσέχοφ και ότι, κάτω από αυτή την βελανιδιά, όταν στεκόταν αιωνόβια και περήφανη, καθόταν και ρέμβαζε.

Μερικές δεκάδες μέτρα παρακάτω, σε ένα ξέφωτο, ξεπροβάλλει ο κατάλευκος ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τον οποίο έκτισε ο ηγεμόνας του Ζβενίγκοροντ, Γιούρι Ντμίτριεβιτς, αδελφός του ηγεμόνα της Μόσχας Βασιλείου. Ο επιβλητικός στρογγυλός τρούλος στηρίζεται σε πέντε κλίτη και αντίστοιχες κολόνες. Μέσα στο σκοτάδι ξεπροβάλλουν οι φιγούρες των πιστών που έρχονται στην κυριακάτικη λειτουργία. Αργά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια της σκάλας. Η ανηφόρα ως άσκηση υπακοής για τον πιστό, ο λόφος ως προμαχώνας κατά των ξένων επιδρομέων. Η ανθρώπινη σοφία και η μεταφυσική της σωτηρίας.

Ο ναός περιβάλλεται από πανύψηλες σκαλωσιές. Η πινακίδα πληροφορεί πως πρόκειται για εργασίες συντήρησης των εξωτερικών τοίχων. Μπαίνουμε μέσα. Ανατριχιαστική η απουσία ηλεκτρικού φωτός. Τα μανουάλια με τα κεριά των πιστών και οι καντήλες μπροστά στις εικόνες είναι οι μοναδικές πηγές φωτός. Το παράξενο παιχνίδι του φωτός με τη σκιά. Σ’ αυτό το περιβάλλον, οι φιγούρες των πιστών δείχνουν μικρές μπροστά στο πανύψηλο εικονοστάσι. Τετραφωνική χορωδία γυναικών ψάλλει, ενώ οι ιερείς πίσω από την κλειστή Ωραία Πύλη ανταπαντούν με το γνωστό μουρμουρητό.

Ο πληθωρισμός της αγάπης ως προπαίδεια πνευματικής ευδαιμονίας. Το ρωσικό μέλος γαληνεύει τις ψυχές και στις στηρίζει να αντέξουν την πάντα χθαμαλή ζωή στις απέραντες εκτάσεις τούτης της χώρας. Η αλληλουχία των βίων των αγίων, που ζωγράφισε το αγαπητικό χέρι του μοναχού Αντρέι Ρουμπλιόφ μαζί με τον βοηθό του Ντανίλ Τσιόρνι (Δανιήλ Μαύρο) και των σημερινών πιστών, συναντιούνται μέσα στο χάος και τις περιδινίσεις της ανθρώπινης ιστορίας.

Μάταια το βλέμμα υψώνεται προς τα επάνω. Οι σκιές των νωπογραφιών που έχουν απομείνει είναι δυσδιάκριτες, πράγμα που κάνει ακόμη πιο επιβλητική και μυσταγωγική την ατμόσφαιρα. Οι πιστοί από κάτω και οι άγιοι από πάνω βρίσκονται σε διαρκή διάλογο μεσιτείας προς το Θεό, αναζητώντας ελπίδα και παραμυθία.

 

Ο νόστος συνταγή μυστική

δεν έχει,

κι ο θάνατος δεν μελετάται

εξ αποστάσεως.

 

Ανεξάρτητα από την εκάστοτε εξουσία και τα παιχνίδια της, η ζωή στη Ρωσία είναι δύσκολη. Εννέα μήνες το χρόνο χειμώνας. Εννέα μήνες ξημερώνει κατά τις 9.30 το πρωί και νυχτώνει στις 4.00 το μεσημέρι. Χιονόνερο, χιόνι και παγωνιά είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται οι Ρώσοι. Το φως γι’ αυτούς είναι ένα σπάνιο δώρο και μόνο κατά τη διάρκεια του σύντομου καλοκαιριού. Ο μέσος Ρώσος άρχισε να τρώει ικανοποιητικό αριθμό θερμίδων μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα. Έτσι εξηγείται και η διαχρονική άνθιση στη Ρωσία των εσχατολογικών και χιλιαστικών προσδοκιών του απλού ανθρώπου. Η σκέψη του ήταν μία: ό,τι και να έρθει, θα είναι πολύ καλύτερο από το παρόν.

 

Η ωμότητα της αλήθειας,

γειτνιάζει με τον θάνατο,

δεν είναι παρά μια μικρή παρένθεση

στο νόημα του αιώνιου.

Βυθισμένος στις σκέψεις, νανουρισμένος από το τετραφωνικό μέλος της χορωδίας, υπνωτισμένος από τη μεταφυσική ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι αδύναμες φλόγες των κεριών και οι σκιές που αργά μετακινούνταν μέσα στο μικρό χώρο του ναού, θυμήθηκα τις εικόνες από την ομώνυμη ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι και δεν κατάλαβα καν πως η λειτουργία πλησίαζε στο τέλος, παρά μόνο όταν βγήκε ο μεγαλόσωμος πατέρας Γκλεμπ με το ιερό δισκοπότηρο για την κορύφωση του θείου δράματος με το μυστήριο της Ευχαριστίας. Στη σειρά οι μαντιλοφορούσες Ρωσίδες, πρώτα οι γριές, μετά οι νέες κρατώντας τα παιδιά τους από το χέρι. Πίσω τους οι άντρες περίμεναν στωικά τη σειρά τους. Γύρισα διακριτικά προς την έξοδο και βγήκα πίσω.

Στην έξοδο, ένα λευκό εκτυφλωτικό φως έκανε το βλέμμα να δυσανασχετήσει. Καμιά σχέση με το φως της Μεσογείου. Ήταν το κατάλευκο φως του άσπιλου χιονιού που κάλυπτε τα πάντα.

Στο δρόμο της επιστροφής οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από τους ανθρώπους που βγήκαν να κάνουν την κυριακάτικη βόλτα τους, φορώντας τα καλά τους. Κάποιοι άλλοι πήγαιναν για χειμωνιάτικο ψάρεμα, στις παγωμένες λίμνες και τα ποτάμια  της περιοχής.

Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης. Μεταφραστής και δημοσιογράφος, εκδότης της επιθεώρησης ρωσικού πολιτισμού Στέππα…booksjournal.gr