Γράμμα στον πατέρα μου…

Γράφει ο Πάνος Θεοδωρίδης… Πατέρα μου, Φιοντόρ και Φέντια, Όταν άρχισες να καταλαβαίνεις τον κόσμο, ήσουν τριών χρονών, και στην παγωνιά του Ιρκούτσκη ο πιό θερμός χαιρετισμός ήταν να πέφτει επάνω σου άγνωστος και να σου τρίβει τη μύτη με χιόνι, μη και σου πέσει, καθώς ενέδρευε το κρυπάγημα.

Άκουγες τον πατέρα σου, τον φούρναρη Πανηότ Μαξίμ Φιοντόροβιτς να μιλάει με την μάνα σου και γυναίκα του, την Αφέντρα Ευσταθιάδου, κοντοχωριανή, να ξενυχτάνε πάνω σε μια χτιστή σόμπα, στη μέση ένα σαμοβάρι, μιλωντας για το μαγικό χωριό απ΄όπου ξεκίνησαν, όπου η αυλή του ενός ήταν η ταράτσα του άλλου, όπου ο παπάς ήταν ζόρικος και καβγάδιζαν με τον δικό του πατέρα, που ήταν μυλωνάς και τον έλεγαν Τάτα.

Θυμόταν τον ζουρνά που έπαιζε και διηγήσεις για την άκρατη φτώχεια ερχόταν από τους προγόνους του, που ντύνονταν με τζιβάλια ζάχαρης, αλλά η βιβλιοθήκη στη μονή Χαλιναρά ήταν γεμάτη κώδικες και βιβλία.

Κι έπειτα, να μετράει τις δυσκολίες τις δικές του και των συγγενών ,στον ξένο τόπο.

«Κάτι τρέχει» της έλεγε ανήσυχος κι εσύ, νήπιο, κοίταζες φοβισμένος κατω από τον γιούκο να δεις τι τρέχει και πόσα πόδια έχει.

Στα τέσσερα, είχες αδελφό, τον Πέτια.Μεγαλώσατε μαζί, αγαπημένοι.Έπαιζες βιολί και ο Πέτιας μπαλαλάικα. Θυμόσουνα και τα τραγούδια.

Όλες οι φαμίλιες που ήξερες ζούσαν ανάμεσα Καύκασο και Σαμαρκάνδη. Η Χάρσερα ήταν ένα καταπράσινο λιβάδι στη φαντασία σου, γεμάτο βουνά και νερά.

Πήγαινες σχολειό, στο ρώσικο. Σου έμαθαν άλγεβρα, φορούσες στολή, πηγαίνατε σινεμά, είχες έλκηθρο και γλυστρούσες με χαρά στον πάγο της Βαϊκάλης, όταν δεν πηγαίνατε να δείτε ποδηλατοδρομίες.

Στην ποντιακή κοινότητα μετρούσατε διακόσιους νοματαίους.

Όσο μεγάλωνες ,τα νέα από την πατρίδα ήταν αραιά και πένθιμα.Η Τραπεζούντα έλαμπε με μπρούτζινες στέγες και εκατό χαμάμια, όπου εύποροι Πόντιοι ζούσαν ως Τραπεζίτες και μεγαλέμποροι, πηγαίνοντας στα Παρίσια και κατέχοντας κυνηγετικα περίπτερα. Και άκουγες για Χάλδους και Κούρδους κι Ασσυρίους και Αρμεναίους, να παζαρεύουν πραμάτειες στον Γκιουμούζχανε.

Τα γράμματα ήταν αραιά.Είχες κι άλλον αδελφό, τον Γιάννη, που ο παπούς σου τον κράτησε στο χωριό, να μεγαλώνει μαζί του. Τα πρώτα χρόνια δεν άντεχε η οικογένεια να ταϊζεται πενταμελής.

Κι όταν άρχισαν να περισσεύουν λεφτά, η μάνα σου ζήτησε πίσω το παιδί από τον πεθερό της. Και ο Τάτας της έγραψε «στείλε πίσω το παιδί μου, να σου στείλω το δικό σου παιδί».

Ο Γιάννης μεγάλωσε στην Χάρσερα.Έμαθε να καπνίζει από πέντε χρονών, επειδή τον έστελναν τα άλλα παιδιά να κλέβει καπνό από τους μεγάλους, επειδή ήταν μικρός και δεν του έδιναν σημασία.

Κι έπειτα η ομογένεια άρχισε να πληθαίνει. Από τα πέντε κι ώς τα δεκαπέντε σου χρόνια, μάθαινες για χωριά που χάλαγαν, για αντάρτες και λήσταρχους, για Ρώσους που μπήκαν στο χωριό αλλά δεν έμειναν,για τους άντρες που τους έστελναν στην έρημο, για χήρες κι ορφανά που κρύβονταν σε σπηλιες, για τους νέους που τους έκρυβαν μπέηδες μη τους στρατολογήσουν οι ενάντιοι, άκουσες τη λέξη Κεμάλ, αλλά μαζί, σφαίρες διασταυρώνονταν στο Ιρκούτσκη, το κέρδισαν οι Λευκοί, η πείνα ξύπνησε, και ο πατέρας σου,παπάκο μου και Φέντια, πέθανε από τύφο, ετών σαράντα.

Τον ίδιο τύφο που σε έρριξε άρρωστο πολλές ημέρες κι όταν γιατρεύτηκες, άνοιξαν οι φλέβες στο αριστερό σου πόδι και το γέμισαν συρίγγια. Για όλη σου τη ζωή.

Ήταν 1922 Χριστούγεννα και η αγορά στο Ιρκούτσκη είχε ελιές που βλέπατε για πρώτη φορά και τις τρώγατε δαγκώνοντάς τες τρεις φορές. Ήταν από τις θάλασσες που άφησαν οι Έλλενεν και γύρισαν σε ένα μέρος ονόματι Ελλάς.

Κατεβήκατε ορφανοί στο Βλαδικαύκασο και σας άφησαν οι Μακριδαίοι, αρχαίοι συγγενείς, να μένετε σε σπιτάκι στην αυλή σας. Αντί να διακονεύετε, ξέροντας από φούρνο, συνεταιριστήκατε και δουλεύατε έναν.Ο αδελφός σου, ενώθηκε με άλλους πρόσφυγες και ενωθήκατε εκεί.

Εσείς Ρωσάκια, αυτός  έμοιαζε πιό Τούρκος.Ήταν έφηβος, αραλής, έπινε και φούμερνε και σας έδερνε.Αλλά μπορούσε να κουβαλάει το καρότσι με τα καρβέλια στο μαρκά, κι εσείς ακόμα όχι.

Η Χάρσερα δεν υπήρχε πιά.

Τα βιβλία του Χαλιναρά, τα έκαψε ο τελευταίος καλογερος.

Τα εικονίσματα της Κοίμησης τα έθαψαν σε μέρος που ξέρω, αλλά ακόμη δεν το μαρτυράω και έφυγαν για Ελλάς.

Κι όταν οι μπολσεβίκοι σε ζήτησαν να πας σε σχολή μηχανικών, η μάνα σου σας πήρε όλους και κατεβήκατε Βατούμι και φτάσατε στο Χαρμάνκιοι. Εκ των τελευταίων, κατά το τέλος του 1924.

Αφήσατε συγγενείς που ένας απόγονός τους, πατέρα, ήρθε και με βρήκε τον καιρό που γίνονταν χαμός,το 1989, και μου είπε πως υπάρχουν πάνω από διακόσιοι Φιοντόροβιτς. Άλλοι ρίζωσαν α σην Ρωσίαν, άλλοι εξορίστηκαν στο δρόμο της Μετάξης, ένας θρυλείται ότι ξεχάστηκε και χάθηκε στην Ιαπωνία.

Μεκάνικο έπρεπε να σπουδάσεις στη Μόσχα, ώστε τα παιδιά σου να γινόταν μεκάνικοι ή χειριστές μηχανημάτων και τα εγγόνια σου να εμπορεύονταν επί Γέλτσιν γυναίκες, τουρμπίνες ελικοπτέρων και να είναι άσσοι στο χακάρισμα.

Στο Αρσακλή, κι όχι στο Κούρμπετς, έπρεπε να μείνετε, να ζούσατε στην αρχή φρικτά γειτονιά με τους Καπουτζηδιανούς και μετά να ανοίγατε φουρνάρικο στη δημοσιά και να δίνατε τα οικόπεδα στους Σαλονικιούς που γλένταγαν στο Τζόκει Κλούμπ και στις Κούνιες.

Πήγες κι έγινες δάσκαλος αντί να κολλήσεις στον προσφυγοπατέρα του χωριού και να πολιτευτείς ή να εμπορεύεσαι στάρια και μπαμπάτσα.

Πήγες και παντρεύτηκες  την Σαλονικιά και δεν σου το συγχώρησαν ποτέ που πήρες την ξένη. Κι ας αγάπησες.

Με μπούκωσες με αναμνήσεις, Θερμοπύλες και το τέχνασμα του Μιλτιάδη.

Και μου έδειχνες περήφανος το λεύκωμα που γέμισε στο Βλαδικαυκάζ, πριν φύγεις, με περίτεχνα καλλιγραφημένα αποχαιρετιστήρια Ελληνικά, ακόμη και με τον ανορθόγραφο θρήνο κάποιας μικρής που αγαπιόσασταν και σου έγραφε «φετηα τι να καμω που φευφχεις αγαπι μο»

Πρώτος στο διδασκαλείο, δεύτερος στη σχολή εφέδρων πυροβολικού.Να σέρνεις το σάπιο πόδι σου στην Αλβανία.

Εκείνοι  που σε έπλασαν  διχασμένο, δημοτικιστή και μεταξικό, δάσκαλο και μπουραντά, να χτίζεις σχολειό και να παραμορφώνεις τα νούμερα για την επιστροφή του βασιλιά, σε περιφρόνησαν που απέκτησες γιόκα  χιπαριό και με τραυλή συνείδηση.

Σε τρεις κόσμους έζησες, και γενοκτονήθηκαν όλοι.

Στα λέω επειδή θέλω να κουβεντιάζουμε τώρα που πλησιάζει ο καιρός ν΄ανταμωθούμε, και ανησυχώ ,επειδή οι νεκροί χάνουν τη μνήμη τους.

Πάνος Θεοδωρίδης – TheGreekCloud