Δικαιούται ένα Νόμπελ η δημοσιογραφία;

Η επιλογή της Σουηδικής Ακαδημίας να δώσει το φετινό Νομπέλ Λογοτεχνίας στην 67 χρόνων Σβετλάνα Αλεξίεβιτς από τη Λευκορωσία (όπου ζει ως αντικαθεστωτική) τροφοδότησε μια νέα συζήτηση: μπορεί η μαρτυρία ή, ακόμα περισσότερο, το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ να διεκδικήσει τιμές που, έως πρόσφατα, αποδίδονται στη μυθοπλασία ή την ποίηση;

Στην ελληνική αγορά, αλλά και σε άλλες αγορές, κυκλοφορεί ακόμα και διεκδικεί κυριαρχική ισχύ μια άποψη ότι οι επαγγελματίες του λόγου πρέπει να χωρίζονται υποχρεωτικά σε ζώνες, ανάλογα με το επαγγελματικό μέρος του λόγου που υπηρετούν – κι αυτός ο αξιωματικός διαχωρισμός προηγείται οποιωνδήποτε άλλων αξιολογήσεων. Οι καθηγητές, ας πούμε, βρίσκονται στην πρώτη κατηγορία, υπηρετούν αξιωματικά το «υψηλό». Οι συγγραφείς, ομοίως – αλλά οι συγγραφείς, πρωτίστως, που κονταροχτυπιούνται με την έμπνευση στα μαρμαρένια αλώνια του γραφείου τους. Όσοι καταγράφουν, μιμούνται ή αντιγράφουν από άλλες περιοχές του λόγου μοιάζουν παρακατιανοί και ανίκανοι να υπηρετήσουν το υψηλό, όπως το ορίζουν τα ιερατεία. Με τα κριτήρια αυτά, στην κατώτερη βαθμίδα αυτής της κλίμακας είναι οι δημοσιογράφοι.

Σύμφωνα με τη θέση αυτή, τι μπορούν να κάνουν οι δημοσιογράφοι; Στην καλύτερη περίπτωση, ως συστηματικοί καταγραφείς, να συλλέγουν στοιχεία, ή εμπειρίες, κι ύστερα να γράφουν ρεπορτάζ ή βιβλία με θέματα πεπερασμένα – αλλά πάντως λιγότερο ενδιαφέροντα από εξ ύψους υπηρέτες του υψηλού, όπως οι συγγραφείς, ή από μέσω της καθηγητικής ιεραρχίας κατόχους της αυθεντίας, όπως οι καθηγητές. Οι άλλοι, ας είναι καλοί στη δουλειά τους, και πολύ τους πάει.

Τέτοιες απόψεις είναι απίστευτα γενικευτικές. Προκρίνουν μια ελίτ συγγραφέων οι οποίοι αξιωματικά υπερέχουν των υπόλοιπων εργατών του λόγου – και ρίχνουν στα τάρταρα της δεύτερης κατηγορίας τους υπόλοιπους. Όσοι υποστηρίζουν αυτή τη διάκριση, στην ουσία προστατεύουν με συντεχνιακό τρόπο ένα προνόμιο πίσω από το οποίο μηχανιστικά οχυρώνονται.

Αλλά όσοι υπηρετούν τη γραφή χωρίς στεγανά, χωρίς επαγγελματικά κεκτημένα και χωρίς προκαταλήψεις, γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτή η προσέγγιση δεν είναι επαρκής. Ο Τρούμαν Καπότε, π.χ., τι θα ήταν αν, πρωτίστως, δεν ήταν ένας καλά πληρωμένος ερευνητής δημοσιογράφος από τον NewYorkerπροκειμένου από ένα ρεπορτάζ για ένα έγκλημα να προκύψει το Εν ψυχρώ. Ο Πρίμο Λέβι τι θα είχε γράψει αν δεν μετέφερε στο χαρτί τη μαρτυρία του για τα ναζιστικά λάγκερ; Ο Σολζενίτσιν ή ο Βαρλαάμ Σαλάμοφ άραγε θα υπήρχαν ως συγγραφικά αναστήματα αν δεν ένιωθαν την υπαρξιακή ανάγκη να καταγράψουν τη δική τους τρομακτική εμπειρία στα γκουλάγκ; Ο Θανάσης Βαλτινός θα ήταν ο συγγραφέας που γνωρίζουμε αν δεν είχε να αφηγηθεί μαρτυρίες ή αν δεν είχε πρόσβαση σε πηγές που χρησιμοποιούν ιδιώματα των κλισέ που δεν αναγνωρίζουν τα ιερατεια του «υψηλού»;

Τα παραδείγματα είναι ελάχιστα, αλλά τα χρησιμοποιώ για να δείξω ότι η γραφή έχει τη δυνατότητα να ανθίσει σε όλες της τις επαγγελματικές εκδοχές, αρκεί να την υπηρετούν προικισμένοι και ευαίσθητοι δέκτες. Ανέκαθεν ήταν έτσι. Κανένας συγγραφέας ήδη από την εποχή του Ομήρου δεν γράφει από το μηδέν, η πραγματικότητα υπάρχει στην έμπνευση όλων – όπου και αν η άσκηση της φόρμας οδηγήσει τη γραφή.

Γι’ αυτό και είναι πολύτιμη η απόφαση της επιτροπής του Νόμπελ Λογοτεχνίας, εφέτος να βραβεύσει μια δημοσιογράφο – τη Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Δεν της έτυχαν οι μαρτυρίες που καταγράφει, ή ίδια επιδίωξε να βρεθεί στην απαγορευμένη ζώνη γύρω από το Τσέρνομπιλ, μια ζώνη σιωπής και θανάτου, η ίδια βρήκε τους διαλυμένους σοβιετικούς φαντάρους που επέστρεψαν σωματικά και ψυχικά ακρωτηριασμένοι από το Αφγανιστάν… (για να αναφερθεί κανείς μόνο στα δύο βιβλία της που έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα, Τσερνόμπιλ καιΟι μολυβένιοι στρατιώτες). Το επέλεξε, το οργάνωσε, το κατέγραψε και, τελικά, έδωσε στο τελικό αφήγημά της τη μορφή που κατά τη γνώμη της θα το έκανε αξιανάγνωστο, με τις εντάσεις και τις υφέσεις, την αφηγηματική δομή, τους χαρακτήρες, τα ζητήματα που θίγει… Έχει σημασία αν η μαρτυρία της αφορά πραγματικά ή επινοημένα πρόσωπα – ή περισσότερη σημασία έχουν οι ιστορίες που αφηγείται και τα συμφραζόμενα στα οποία παραπέμπουν, τι θέλει να πει και πώς το λέει, τα πολλαπλά επίπεδα της πρόσληψης. Αυτό είναι η αναγνωστική γοητεία, άσχετο αν την πετυχαίνει ο Φιλιπ Ροθ ή ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, ο Ντοκτόροου ή ο «πρύτανης του ρεπορτάζ» Καπουσίνσκι.

Η γραφή είναι μια περιπέτεια από μόνη – αλλά την περιπέτεια αυτή δεν έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να την υπηρετούν και να τιμούνται γι’ αυτήν μόνο οι ποιητές, όσοι κάνουν μυθοπλασία από το γραφείο τους ή οι σπουδαίοι καθηγητές. Δεν υπάρχουν τέχνες του υψηλού και τέχνες της χθαμαλότητας, αυτό είπε με μεγάλη έμφαση η Σουηδική Ακαδημία, οι τέχνες που αξίζουν τον κόπο είναι εκείνες που έχουν κάτι να πουν. Η φετινή απόφασή της ήταν ιδιαζόντως απομυθοποιητική, αν η ανθρωπότητα συνεχίσει να έχει περιθώρια που θα της επιτρέπουν να διεκδικεί μαζί με την ευμάρεια ή την ελευθερία και την απομυθοποιητική ματιά στα πράγματα θα κάνει συχνές αναφορές στο βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας του 2015 – ήταν ένα βραβείο κόντρα, ένα βραβείο με ιδιάζον δηλαδή και διαχρονικό νόημα.

booksjournal.gr